Τη σήμερον το μενού έχει παραμυθάκι. Επίκαιρο. Για τσεκ…
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν….
…στο υπόγειο μιας μεγάλης πολυκατοικίας στεκόταν μονάχος σε μια γωνιά, ένας όμορφος μπλε χαρταετός.
Και τι δεν είχε περάσει εκεί μέσα. Κρύο τον χειμώνα, υγρασία και ζέστη το καλοκαίρι. Τα πάνδεινα. Άντεχε όμως. Ο μπάρμπα Πέτρος που τον κατασκεύασε, τον είχε φτιάξει από εξαιρετικά υλικά. Ο σκελετός του ήταν από ξύλο, ελαφρύ, καλαμίσιο, αλλά γερό κι ευλύγιστο, όχι σαν κι αυτά τα κόντρα πλακέ που βάζουν στους άλλους. Τον είχε ντύσει με μπλε και λευκό χαρτί πρώτης ποιότητας και του ‘χε φορέσει και σκουλαρίκια χάρτινα, χρυσά βαμμένα, μεγάλα σαν κι αυτά που φοράνε οι πειρατές. Πόσο όμορφος ήταν. Και στο τέλος του πρόσθεσε και μια μακριά γαλάζια ουρά, τόσο μεγάλη που άλλος χαρταετός δεν είχε.
Ήταν πια ένας γέρικος χαρταετός. Τον είχε αγοράσει ο κυρ Θανάσης για τα παιδιά του και τον έβγαζαν έξω να πετάξει μια φορά το χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα. Κάποιες φορές τον άφηναν εκεί κάτω στην αποθήκη για δύο ή και τρία χρόνια, αλλά τόσον καιρό δεν τον είχαν ξεχάσει ποτέ. Κι αυτός υπομονετικά περίμενε κάθε φορά, πότε θα έρθει η μία και μοναδική μέρα που θα ξανανέβαινε στον ουρανό.
Μια καινούργια χρονιά λοιπόν είχε φτάσει. Είχε μπει ο Φεβρουάριος και οι μέρες για την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς πλησίαζαν. Ο χαρταετός ανυπομονούσε. Ήθελε τόσο να πετάξει. Άραγε φέτος θα τον ξέχναγαν πάλι; Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Δυο μέρες πριν την Κυριακή λοιπόν στο υπόγειο που περίμενε, εμφανίστηκαν δυο αρουραίοι.
Αφού εξερεύνησαν το χώρο με τις τριχωτές μουσούδες τους, σταμάτησαν μπροστά στον χαρταετό.
”Πολύ όμορφος μου φαίνεται αυτός εκεί ο χαρταετός” είπε ο ένας.
”Και πολύ νόστιμος” συμπλήρωσε ο άλλος
Ο μπλε χαρταετός, ανήσυχος άκουσε την κουβέντα και αποφάσισε να μιλήσει.
”Για καθίστε καλά, σας παρακαλώ πολύ, δεν είμαι εγώ φτιαγμένος για τα δόντια σας” τους φώναξε.
”Γιατί τι θα μας κάνεις?” του απάντησε ο ένας αρουραίος περιπαικτικά.
”Εγώ λέω να ξεκινήσουμε να τον ροκανίζουμε από κει κάτω δεξιά,” σχολίασε αδιάφορα ο άλλος γεμάτος όρεξη.
Ο χαρταετός ένιωσε την απειλή να τον κυκλώνει. Αλλά τι θα μπορούσε άραγε να κάνει; Ένας χαρταετός ήταν που είχε δύναμή μονάχα στον αέρα. Εδώ κάτω στην αποθήκη ήταν ένα απλό κομμάτι χαρτί. Σκέφτηκε να τους παρακαλέσει.
” Φίλοι μου σας ικετεύω. Μην μου κάνετε κακό. Μεθαύριο είναι Καθαρά Δευτέρα και θα έρθουν να με πάρουν να πετάξω. Αφήστε με για μια τελευταία φορά και μετά ελάτε να μου κάνετε ό,τι θέλετε. Δεν θα με πειράξει. Για μια τελευταία φορά μόνο.
Οι αρουραίοι γέλασαν δυνατά.
”Κι εμείς τι θα κερδίσουμε με το να περιμένουμε; Ίσα ίσα που θα μείνουμε πεινασμένοι άλλες δύο μέρες” είπε ο μεγαλύτερος
”Και δεν ξέρουμε κιόλας αν θα επιστρέψεις” είπε χασκογελώντας ο άλλος.
Ο μπλε χαρταετός απογοητεύτηκε. Οι ποντικοί ήταν αποφασισμένοι. Δεν μπορούσε να αποτρέψει το κακό. Και το κακό έγινε. Ο πρώτος πεινασμένος ποντικός άρχισε να του ροκανίζει το καλάμι και ο δεύτερος πήρε φόρα και έπεσε με δύναμη πάνω του σκίζοντας του το χαρτί. Ο πόνος ήταν αφόρητος και στο τέλος αυτό που έμεινε στον χαρταετό ήταν όλα κι όλα δύο μισοφαγωμένα καλάμια κι ένα κατατρυπημένο χαρτί. Ήταν πολύ λυπημένος. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια.
Η Καθαρά Δευτέρα είχε φτάσει και ο κυρ Θανάσης με τα παιδιά του κατέβηκαν στην αποθήκη. Προς απογοήτευση τους είδαν τον χαρταετό σε κακό χάλι.
”Πω πω κρίμα, χάλασε ο χαρταετός μας. Μα τι έπαθε;” είπε στεναχωρημένο το ένα παιδί.
”Πρέπει να τον έφαγαν τα ποντίκια” είπε το άλλο.
”Τι κρίμα” είπε ο κυρ Θανάσης. ”Μην στεναχωριέστε όμως παιδιά μου. Θα πάρουμε έναν καινούργιο. Πιάστε τον τώρα αυτόν να τον βγάλουμε έξω να τον πετάξουμε”
Και έτσι ο όμορφος μπλε χαρταετός βρέθηκε στα σκουπίδια, πιο στεναχωρημένος και θλιμμένος από ποτέ. Είχε αποδεχτεί πως δεν θα πετούσε ποτέ ξανά. Περίμενε λοιπόν το τελευταίο στάδιο. Να έρθει το σκουπιδιάρικο να τον μαζέψει.
Καθώς περίμενε απελπισμένος, άκουσε δυο παιδικές, κοριτσίστικες φωνές
”Ζωή, κοίτα. Ένας χαρταετός. Τι όμορφος που είναι.” φώναξε με ενθουσιασμό το ένα κορίτσι
”Ναι αλλά είναι σκισμένος, Ελπίδα” αποκρίθηκε το άλλο
Κάθισαν για λίγο να τον περιεργαστούν. Τον πήραν στα χέρια τους. Ο χαρταετός τότε έκπληκτος άκουσε την Ελπίδα να λέει:
”Κι όμως νομίζω ότι μπορεί να ξαναπετάξει. Να τον πάμε στον μπαμπά να δούμε τι μπορεί να κάνει”.
Κι έτσι τον πήραν μαζί στο σπίτι. Ο πατέρας τους μόλις άκουσε την ιστορία, χαμογέλασε και τους υποσχέθηκε να προσπαθήσει να τον ξαναφτιάξει . Πήρε λοιπόν καινούργιο χαρτί, άλλο καλάμι, τον ξαναζύγιασε τον κόλλησε και έστειλε τη Ζωή να αγοράσει μια μεγάλη καλούμπα.
”Τώρα κορίτσια είναι όλος δικός σας. Τρέξετε για το λόφο να τον αμολήσετε!”
Τα κορίτσια έτρεξαν ανυπόμονα στον κοντινό λόφο και τον άφησαν να πετάξει. Ναι ο χαρταετός ζούσε και πάλι. Ήταν τόσο ευτυχισμένος. Τόσο τυχερός που τον βρήκαν αυτά τα δύο μικρά κορίτσια. Το μόνο που τον κρατούσε πια στη γη, ήταν ο μακρύς σπάγκος που τον πήγαινε εδώ και κει όπου φύσαγε ο αέρας. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη.
Και τότε έγινε αυτό που κανείς δεν περίμενε. Ο σπάγκος κόπηκε. Ο χαρταετός άρχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Τώρα δεν τον κρατούσε τίποτα στο έδαφος…
”Ζωή, Ζωηηηη, ο σπάγκος κόπηκε, ο χαρταετός έφυγε ψηλά. Τι θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε;”
”Τίποτα Ελπίδα. Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ” απάντησε η Ζωή. ”Μην λυπάσαι όμως. Νομίζω ότι κι ο χαρταετός μας τελικά αυτό θα ήθελε περισσότερο. Να πετάξει όσο πιο ψηλά γινόταν. Άφησε τον. Τώρα ανήκει στον ουρανό”
Η Ελπίδα την κοίταξε γεμάτη απορία. Μετά γύρισε και κοίταξε τον χαρταετό που χανόταν ανάμεσα στα σύννεφα. Χαμογέλασε. Τώρα πια ήταν ελεύθερος.