Και πάνω που ηρέμησαν όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα, έπεσα πάνω σε αυτό το φαινόμενο, χειρότερο κι από επιδημία εγκεφαλικού ‘Εμπολα: Δαυίδ Αβραμίδης που μαίνεται εδώ και πάνω από 182.000 Likes στο ελληνικό Facebook, λες και δεν μας έφτανε ο Παντελίδης στο τραγούδι.
Το παλικάρι είναι 24 και αποτελεί την τελευταία έκδοση του, κατά Ξανθόπουλο-Αρναούτογλου, “καλού παιδιού” με γαρνιτούρα νερόβραστο κολοκύθι αλά Καραβάτου. Στα 13 του άφησε πίσω τα ονομαστά ψητά του Βαθύλακκου όπως και τις κότες επίσης που ενδημούν εκεί. ‘Ολη τη μέρα τότε έπαιζε μπάλα (ήταν μικρός τότε για να παίζει κάτι άλλο), παρακολουθούσε ματς και όλως εξαίφνης ξαναείδε το όραμα από τα παιδικά του χρόνια οπότε αποφάσισε να γίνει ο “δημοσιογράφος” που μοιράζεται μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις γνώσεις που απέκτησε με τις σπουδές του στη Φραπεδική Σχολή της Θεσσαλονίκης όπου ζει και κινείται. Σκοπός του είναι να μεταδώσει το χαμόγελο και την αισιοδοξία και όποιον πάρει ο Χάρος. ‘Ετσι στο κουτουρού ρε μάγκα, ξυπνάς και γελάς σαν ηλίθιος μέχρι να μείνεις ηλίθιος σκέτο. Η γραφή του είναι ανάλογη διαφημιστικών φυλλαδίων από τα Σούπερ Μάρκετ, για τη δε ευφυΐα του θα βρεις αντίστοιχο μόνο σε έξυπνο λάστιχο με δώρο το πιστόλι για μια πρόχειρη αυτοκτονία.
Ο “δημοσιογράφος” αυτός πέραν των αναρτήσεων του στην σελίδα του, δεν έχει γράψει ποτέ πουθενά αλλού, τίποτα άλλο, αλλά εφόσον το δηλώνει το έχει κατοχυρώσει το επάγγελμα. Αξία δεν έχουν οι σπουδές, οι τίτλοι, ούτε οι διθυραμβικές εισαγωγές που αφήνουν στα πόδια του εν είδη τάματος οι Ιντερνετικοί δημοσιογράφοι. ‘Οποιος έχει την αντοχή μπορεί να παρακολουθήσει αποκλειστική συνέντευξή του (εγώ πετάγομαι να φέρω σακούλες για τίποτα εμετουδάκια) όπου αγγίζει και ξεπερνά με χαρακτηριστική ευκολία τα όρια της troll-ειότητας με το “πραγματικά” να ακούγεται κάθε δεύτερη λέξη.
O τυφώνας της διανόησης με το καθαρόαιμο ελληνικό DNA, o Αβραμίδης ντε, είναι η αυθεντική φωνή του ευαισθητοποιημένου, πλην άφραγκου-θέλω-να-πιάσω-την-καλή, μπουζουκόβιου ο οποίος δίνει διαλέξεις σε μπαρ, καφέ και όπου αλλού λάχει, με βλέμμα στυλωμένο στο πουθενά. Τώρα αν το γκομενάκι το οποίο το έχει πιάσει επί δύο ώρες στον πρόλογο του λέει: “σήκω φύγε από εδώ”, ούτε που το ακούει μέσα στη δυνατή μουσική. Θα πει το ποίημά του πρώτα σαν ξεκούρδιστος κεμεντζές και μετά θα αποχωρήσει με θριαμβευτικό ύφος.
Νοιάζεται για τον πόνο του άλλου, απλά δε μοιράζει παστίλιες και αφού αυτός μόνο είχε την πρωτότυπη ιδέα, αρέσει σε χιλιάδες και προπάντων ο Δαυίδ αρέσει στον Δαυίδ. Προσοχή στις απομιμήσεις που κυκλοφορούν π.χ. φιλόσοφοι αρχαίοι και μη, Χριστιανισμός και τα ρέστα παγωτά.
Οι καιροί είναι εκτός από δύσκολοι και πονηροί φαντάσου τον σε ένα πανελλαδικό κανάλι να εκσφενδονίζει καμένες κλισεδούρες πλάι σε Φουρθιώτη και Τρύφωνα Σαμαρά. Δεν είναι κακή ιδέα να έχουμε ένα μηδενικό ακόμη, κι εδώ θυμάμαι τη γιαγιά μου που από ευγένεια έλεγε τρία μηδενικά, αντί για απόπατος.
Με πολλές καρδούλες το άσμα: