ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ ΧΑΜΩ, πίσω από το μολυβένιο στρατό του, το ένα μάτι κλειστό, σημαδεύοντας με το άλλο πού να ρίξει το βόλο του, είπε ο Αντώνης:
– Λοιπόν! Αποφάσισε! Είσαι ή δεν είσαι Τούρκος;
– Δεν είμαι! αναφώνησε αγανακτισμένος ο Αλέξανδρος, γονατισμένος και αυτός πίσω από το δικό του στρατό, τα χέρια του απλωμένα προστατευτικά πάνω από τα παρατεταγμένα μολυβένια στρατιωτάκια.
Ο Αντώνης άνοιξε το δεύτερο μάτι του για να αγριοκοιτάξει τον αδελφό του.
– Λοιπόν τι είσαι;
– Έλληνας! φώναξε ο Αλέξανδρος.
– Μα πώς μπορούν Έλληνες να πολεμούν και να σκοτώνουν Έλληνες; ρώτησε ο Αντώνης.
Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε.
– Δε θέλω όμως να είναι Τούρκοι οι στρατιώτες μου! διαμαρτυρήθηκε θυμωμένος.
– Και ποιος θα είναι τότε Τούρκος; Πώς θα πολεμήσομε; Ή Έλληνες θα είναι οι στρατιώτες σου ή Τούρκοι! Αφού οι δικοί μου είναι Έλληνες, οι δικοί σου πρέπει να είναι Τούρκοι!
————————————————————————–
– ‘Ο θείος λέγει πως οι σκύλοι και οι γάτες όλο τρώγονται.
– Αλήθεια; ρώτησε μαγεμένη η Πουλουδιά. Κρίμα που δεν είναι εδώ ο Ντον!
Ο Αντώνης σηκώθηκε και τίναξε τα χώματα από τα χέρια του.
– Πάμε να δοκιμάσομε αν είναι αλήθεια; ρώτησε.
– Πού να πάμε;
– Στην αυλή του βασιλέα. Δεν είναι ποτέ κλειδωμένη. Η καρδιά της Πουλουδιάς πήδηξε στο λαιμό της. Αυτό και αν ήταν τρέλα! Τρομερή τρέλα! Αντώνικη τρέλα!
Μα λες και αυτή την ώρα κόλλησε από την τόλμη του Αντώνη και η Πουλουδιά.
– Ναι! αναφώνησε. Πάμε!
Πήρε τη γάτα στην αγκαλιά της και ρίχνοντας πίσω ανήσυχες ματιές, μην και τους δει η κερα-Ρήνη ή η Αφροδίτη, τα δυο αδέλφια, πατώντας στα νύχια, βγήκαν από την αυλή.
Η πόρτα του βασιλέα ήταν ξεκλείδωτη και με καρδιόχτυπο την έσπρωξαν τ’ αδέλφια.
Ησυχία. Τα τρία σκυλιά, δεμένα, ξαπλωμένα ηλιάζουνταν. Μόνος ο Ντον σήκωσε το κεφάλι του και κούνησε την ουρά του.
Βαστώντας τη γάτα πλησίασε η Πουλουδιά. Μα τι ήταν αυτό; Έξαφνα η ήσυχη αυλή αναστατώθηκε. Γαβγίσματα, φυσίγματα, φωνές και στριγλιές γέμισαν τον αέρα. Η γάτα είχε ξεφύγει από τα χέρια της Πουλουδιάς και είχε σκαρφαλώσει στο σβέρκο της, με τις τρίχες ολόρθες, φτύνοντας και φυσώντας, ξετρελαμένη, ενώ ο Ντον και τ’ άλλα σκυλιά, όρθια, τραβούσαν τις αλυσίδες τους, σα να ήθελαν να τις σπάσουν και ν’ αρπάξουν τον εχθρό.
Η Πουλουδιά ξεφώνιζε, γύρευε να ξεφορτωθεί τη γάτα, και ο Αντώνης μάταια προσπαθούσε να την πιάσει. Παλεύοντας οπισθοχώρησε η Πουλουδιά και η γάτα πήδηξε στον τοίχο και χάθηκε στην αυλή της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής.
Ο Αντώνης άρπαξε το μπράτσο της Πουλουδιάς και απότομα την έσυρε στην πόρτα, τη στιγμή που στο πάνω πάτωμα άνοιγαν όλα τα παντζούρια και κεφάλια παρουσιάζουνταν σε διάφορα παράθυρα.
Τρεχάτα είχαν βγει τ’ αδέλφια στο δρόμο, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, και τρύπωσαν στην αυλή τους.
Τρομαγμένα κοιτάχθηκαν.
Η Πουλουδιά μάτωνε από μια τσουγκρανιά στο σβέρκο και ο Αντώνης από άλλη μια στο χτένι του χεριού.
– Δεν πειράζει, είπε ο Αντώνης, χλομός ακόμα αλλά ξαναβρίσκοντας την τόλμη του. Πάμε μέσα να σε πλύνω και δε θα φαίνεται τίποτα.
Μα φαίνουνταν η τσουγκρανιά πάνω από το φρίλι του λαιμού της και, όσο και αν τραβούσε απάνω ο Αντώνης το φουστάνι, πάλι ξανάπεφτε στη θέση του και ξεσκέπαζε το γδαρμένο σβέρκο.
– Τι κουταμάρα να ‘χεις κοντά μαλλιά! της είπε. Αν είχες κοτσίδα, θα την ξέπλεκες και δε θα φαίνουνταν τίποτα.
– Και το χέρι σου;
– Αυτό δεν πειράζει, το κρύβω στην τσέπη.
Τα κέφια τους ήταν μουδιασμένα και τα φτερά τους χαμηλωμένα.
– Πώς έκανε η γάτα… είπε συλλογισμένος ο Αντώνης.
Ήταν εκείνο που έλεγε η μις Ράις «Μαντ κατ»[1]. Αλήθεια, σαν τρελή έκανε!
– Είναι πολύ κακιά και άγρια αυτή η γάτα, αποκρίθηκε τρομαγμένη ακόμα η Πουλουδιά. Νόμιζα πως θα με φάγει…
Της έριξε ο Αντώνης μια στοχαστική ματιά και είπε:
– Ξέρεις… συλλογίζομαι… μήπως εμείς ήμασταν κακοί που πήγαμε να τη ρίξομε στη μύτη των σκύλων.
– Γιατί ήμασταν εμείς κακοί; ρώτησε η Πουλουδιά που μπροστά της ανοίγουνταν ξαφνικά κόσμοι από κουβαριασμένους στοχασμούς. Τι κάναμε;
– Λέγω… ξέρω γω; Η γάτα είναι πιο μικρή από τους σκύλους του βασιλέα. Αν ρίχναμε… ας πούμε, τον Αλέξανδρο που είναι μικρός, σ’ ένα μεγάλο Τούρκο, και ο Τούρκος τον αρπούσε στα δόντια του…
– Όχι, Αντώνη! αναφώνησε η Πουλουδιά. Δεν είναι το ίδιο!
– Όχι, δεν είναι ολωσδιόλου το ίδιο… αποκρίθηκε κάπως μπερδεμένος ο Αντώνης, γιατί ο Αλέξανδρος είναι αδελφός μας… Μα η γάτα ήταν μικρή και ο Ντον μεγάλος… και ήταν τρία σκυλιά…