Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απο το να χάνεις τον εαυτό σου.
Είναι η μόνη ευκαίρια που μας δίνει την δυνατότητα να μας ανακαλύψουμε απο την αρχή. Και όταν έρθει αυτή η στιγμή, αυτή η στιγμή της απόλυτης διαύγειας, δεν θα έρθει με ήχους τυμπάνων και σάλπιγας – θα έρθει ένα ήσυχο βράδυ και θα σε αγκαλιάσει και θα σε αφοπλίσει σαν παλιό εραστή. Εκεί που θα στέκεσαι μόνος σου σε ένα μπαλκόνι και θα αγναντεύεις την λάμψη του ημιφέγγαρου που σου χαμογελάει πονηρά και ο νους σου θα αδειάζει. Όλοι οι τροχοί της μοίρας θα γυρίσουν σαν μπρούτζινα γρανάζια και ξαφνικά η πόρτα πίσω απο την οποία είχες κλειδωθεί θα ανοίξει διάπλατα.
Ξανά ελεύθερος.
Πήγαινε, και πες στους λύκους ότι επέστρεψα.
Θέλω να σου πω ένα μυστικό.
Εμένα που με βλέπεις, εγώ είμαι μάγος. Αλήθεια. Όχι ταχυδακτυλουργός, όχι καταφερτζής – αληθινός μάγος. Μπορώ να κάνω θαύματα, να κάνω τα αδύνατα-δυνατά. Έχω βαθιά μέσα μου μια κρυφή φωτιά που ποτέ του δεν σβήνει όσο και αν σιγοκαίει, και αυτή την φωτιά μπορώ και την μεταφέρνω σε σένα. Το θαύμα, μάτια μου, είναι το λαμπάδιασμα της ψυχής – η μαγεία είναι να μετατρέπω την στεναχώρια σε αληθινή χαρά.
Εμένα που με βλέπεις, δεν είμαι τίποτα παραπάνω απο μια συλλογή στιγμών, κάποιες τις έζησα με άλλους, άλλες τις έζησα μόνος. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω απο το σύνολο των στιγμών μου. Αλλά μέσα σε αυτό το ‘τίποτα’ κρύβονται τα πάντα.
Το τέλος μιας ιστορίας δεν είναι η ουσία της. Η ιστορία είναι το ταξίδι και όσα έζησες εκεί.
Και έχω ζήσει τόσα πολλά μάτια μου.
Έχω δει αληθινή μαγεία.
Έχω δει ξεχασμένους ναούς χιλιάδων χρονών στην άλλη άκρη της γης να φωτίζονται το ηλιοβασίλεμα με τρόπο που θα ορκιζόσουν ότι τους βάλανε φωτιά. Έχω κολυμπήσει γυμνός σε μια σκοτεινή άββυσο με μόνο οδηγό τον ουρανό και τα αστέρια. Έχω ακούσει σε τόσες γλώσσες, σε κάθε γωνία, σε κάθε σπίτι, να σου μιλάνε με τις ώρες για τον έρωτα και την αγάπη.
Σ’ έχω δεί να μου χαμογελάς ακόμη και όταν μέσα σου κυρίευει το έρεβος και ο φόβος.
Έχω καταφέρει αυτό το θαύμα μάτια μου.
Γιατί σαν τον πανάρχαιο φοίνικα που γεννιέται απο τις στάχτες της ήττας και της κατάθλιψης, λαμπαδιάζει η ψυχή μου και αναστένεται ξανά αυτός ο γελαστός, παθιασμένος αιώνιος ονειροπόλος, ο ακατανήκητα αισιόδοξος, ο μάγος – ο θαυματοποιός.
Αυτός που τόσο ερωτεύτηκες.
Πήγαινε, και πες στους λύκους ότι επέστρεψα.
Αυτή είναι η ιστορία μου. Η ιστορία ενός ταξιδιού και όχι ενός προορισμού. Διότι οι στιγμές που μας σημαδεύουν γίνονται οι στιγμές που μας ορίζουν. Και όταν μου ζητήσανε να πω πέντε λέξεις που με χαρακτηρίζουν απάντησα:
– Είμαι ένα τίποτα χωρίς εκείνη.
Εκείνη που μου χάρισε τις στιγμές της και που για αυτό θα της είμαι αιώνια ευγνώμων διότι μου χάρισε τον χρόνο της. Και ο χρόνος είναι το πολυτιμότερο αγαθό που μπορεί να σου χαρίσει ένας άνθρωπος, αφού είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά κάποτε θα μας τελειώσει οριστικά.
Εκέινη έχει πολλά ονόματα.
Είναι η Ελένη που είδε στα μάτια μου την φλόγα και το πάθος για την ζωή, που μου έμαθε ότι μέτα την μεγάλη καταστροφή η λύτρωση έρχεται μέσα απο τον χορό. Είναι η Κίρκη που μου δίδαξε την απόλαυση της αποπλάνησης, και ότι η τρυφερότητα και η στοργή μπορούν να βρεθούνε και σε ένα μόνο βράδυ. Είναι η Θέτιδα που με γέννησε και με έκανε ημίθεο αλλά που μέσα στην σοφία της ήξερε ότι έπρεπε να είμαι σε ένα μόνο σημείο τρωτός και ευάλωτος ώστε να είμαι πάνω απ’ όλα άνθωπος, με καρδιά. Είναι η Ιφιγένεια που μου έδειξε τι πάει να πει να θυσιάζεσαι για αυτούς που αγαπάς. Είναι η Εστία που με φύλαξε και με φρόντισε και με στέγασε και με ζέστανε τα κρύα βράδια με την ανάσα της και μόνο. Είναι η Αταλάντη που μου άνοιξε τα μάτια στο τι θεόσταλτο δώρο είναι η γυναικεία φιλία για έναν άντρα.
Όλες τις αγαπώ, όλες τις αγαπώ και όλες τις λατρεύω όπως πρέπει να αγαπάμε και να λατρεύουμε αυτά τα υπέροχα φωτεινά όντα που είναι οι γυναίκες.
Μα πάνω απ’ όλες αγαπώ την Πηνελόπη. Την Πηνελόπη που περιμένει υπομονετικά υφαίνοντας είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα, και κάθε σούρουπο κοιτάζει την θάλασσα και εύχεται ότι απόψε είναι το βράδυ που θα ολοκληρώσω την οδύσσεια που πάλλεται μέσα μου. Γιατί μονάχα αυτή ξέρει ότι δεν υπάρχει ο Οδυσσέας χωρίς την Πηνελόπη. Ότι δεν υπάρχει το ταξίδι χωρίς την υπόσχεση της επιστροφής. Ότι δεν υπάρχει η ελπίδα αν δεν υπάρχει και ο φόβος να την γεννά. Ότι δεν υπάρχει ο θάνατος αν δεν έχεις βρεί έστω και ένα πράγμα για το οποίο αξίζει για λίγο ακόμα να ζείς.
Πήγαινε, και πες στους λύκους ότι επέστρεψα.
Έμαθα ότι για να αγαπηθείς αληθινά και να αγαπήσεις αληθινά πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου άνευ όρων και προυποθέσεων. Χώρις ίσως και αλλά. Να πάρεις το άγαρμπο σκιάχτρο επάνω στο οποίο σε σταυρώσανε και να το κάνεις καυσόξυλα. Να κοιτάξεις κατάματα το τρομέρο τέρας, την ανθρωποφάγο τίγρη που κρύβεται μέσα σου και να καταφέρεις να αγαπήσεις ακομή και αυτό το κομμάτι σου.
Και όταν έρθει αυτή η μοιραία, καταραμένη στιγμή του τέλους κανένας μας δεν πρέπει να φύγει ήσυχα. Να φωνάξουμε, να βελάξουμε, να κλάψουμε και να χτυπηθούμε. Αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή να χορτάσουμε ζωή, να βράζει το αίμα μας, να καίει η φωτιά μας σαν πυρκαγιά. Δεν είναι οι καλύτεροι έρωτες οι παραμυθένιοι μάτια μου – είναι οι περιπετειώδες. Αυτοί οι έρωτες που είκοσι χρόνια μετά θα χαϊδεύεις με τρυφερή νοσταλγία τα σημάδια που άφησαν επάνω στο κορμί σου. Αυτοί οι έρωτες που δεν σηκώνουν ημίμετρα. Δεν σηκώνουν ‘αν’ και ‘πρέπει’ και ‘ίσως’.
Θυμάμαι πως κάποτε μου έσφιξες το χέρι και με δάκρυα στα μάτια μου είπες πως ίσως για ένα ‘ίσως’ να χάσαμε το ‘για πάντα’.
Και απόψε σου απαντώ ότι, ίσως με ένα ‘ίσως’ να νικήσουμε μαζί το απόλυτο ‘ποτέ’.
Τώρα πήγαινε, μάτια μου, και πες στους λύκους ότι επέστρεψα.