MΠΟΡΕΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ νά είναι πράγμα καταραμένο, όλος ό πολιτισμός μας όμως μήπως δεν προέρχεται από μια ήθική αντίληψη πού είναι βασισμένη στο Κακό; Χωρίς τo προπατορικό αμάρτημα δεν θα υπήρχε θρησκεία. ‘Ακριβώς λοιπόν επειδή είναι πράγμα Καταραμένο, τo χρήμα πρέπει νά σπαταλιέται.
Κρίνω τους ανθρώπους άπό τον τρόπο πού ξοδεύουν τά λεφτά τους.
Θα ‘λεγα στις γυναίκες: Μήν παντρευτείτε ποτέ άντρα πού χρησιμοποιεί πορτοφόλι.
Ναί, εκεί πού χρειάζεται ενθουσιασμός δεν είναι γιά νά κερδίσεις χρήματα άλλά γιά νά τά ξοδέψεις. Τά κερδισμένα χρήματα δεν είναι παρά ή υλική άπόδειξη ότι είχαμε δίκιο : αν μιά επιχείρηση ή ενα φόρεμα δεν Αποφέρει τίποτε, θά πει πώς ήταν αποτυχίες. Πλούτος σημαίνει συσσώρευση τό εντελώς αντίθετο μάλιστα : στόχος του είναι νά μας απελευθερώσει είναι αυτό τό « είχα τά πάντα κι αύτά τά πάντα είναι ένα τίποτε» του αύτοκράτορα-φιλοσόφου. ‘Όπως και ή πραγματική πνευματική καλλιέργεια συνίσταται στο νά ξέρεις ν’ απαλλάσσεσαι από ορισμένα πράγματα, έτσι και στη μόδα, αρχίζει κανείς από τό χτυπητά ωραίο για να φτάσει στο απλό.
Θα επανέλθω στο θέμα αύτό όταν θα μιλήσω για τη μόδα θα πω μόνο παρεμπιπτόντως ότι μπορεί κανείς να είναι κομψός χωρίς χρήματα.
Άλλα τό χρήμα για τό χρήμα, ή σκοτεινή αύτή φετιχιστική εμμονή με τον πλούτο, μου φαινόταν πάντοτε κάτι ολέθριο.
Τό χρήμα δεν είναι ωραίο, είναι χρήσιμο.
Ν’ αγαπούν οι γυναίκες τό χρήμα για αύτά πού τους προσφέρει, είναι φυσικό, να είναι όμως ερωτευμένες μαζί του, είναι απαίσιο. Τό πρόσωπο μιας όμορφης κοπέλας πού σου μιλάει για συμβόλαια, ένοίκια, ασφάλειες ζωής ή καταθέσεις προθεσμίας, απόκτα τόση ασχήμια! Έγώ προέρχομαι από τήν τάξη των ανόητων γυναικών, των γυναικών πού δεν σκέφτονται παρά τη δουλειά τους, κι όταν τελειώνουν τη δουλειά τό μυαλό τους είναι στις χαρτορίχτρες, στις ιστορίες τών άλλων, στά γεγονότα τής ημέρας, στις βλακείες.
Τό μόνο πράγμα πού μ’ αρέσει πραγματικά νά ξοδεύω, είναι ή δύναμή μου. Θά χρησιμοποιούσα ευχαρίστως όλη μου τή δύναμη στο νά πείθω και στο νά δίνω. (Θα σας πώ λίγο παρακάτω ότι ή μόδα είναι ένα δώρο πού ή μοδίστρα προσφέρει στήν εποχή της.) Μου αρέσει απείρως περισσότερο νά δίνω από τό νά παίρνω, είτε στή δουλειά είτε στον έρωτα είτε στή φιλία. ‘Έχω σπαταλήσει εκατομμύρια. ‘Όσο πιο πλούσιοι ήταν οι άντρες πού συναναστράφηκα τόσο ακριβότερα μου κόστισαν.
Μου αρέσει νά αγοράζω* το φριχτό είναι ότι άφοΰ αγοράσεις κάτι, μετά περνά στην κατοχή σου. Τά μικρομάγαζα με γοητεύουν, τά ψιλικατζίδικα, τά μαγαζιά με μεταχειρισμένα, τά εμπορικά με ροΰχα από δεύτερο χέρι. Μου άρέσουν τά παλιατζίδικα πού μοιάζουν σάν να βγήκαν απ’ τον Ντίκενς ή απ’ Το μαγικό δέρμα. “Οταν φτάνω σέ μιά πόλη αποφεύγω συστηματικά τά καλά μαγαζιά », τά οποία βρίθουν απ’ ολες εκείνες τις άνοησίες πού είχα σχεδιάσει προ δεκαετίας.
Μισώ τούς έχοντες και κατέχοντες. Προτιμώ νά μην ξαναδώ μπροστά μου τά χρήματα, τά βιβλία, τά άντικι ίμενα ή τούς ανθρώπους πού έχω δανείσει.
Συνδέομαι μόνο με άνοησίες, ή μ’ ένα τίποτε, γιατί εκεί βρίσκει καταφύγιο ή ποίηση. Σχεδόν όλες μας οι συμφορές, συναισθηματικές, κοινωνικές, πνευματικές, προέρχονται από το γεγονός δτι δεν ξέρουμε νά απαρνιόμαστε τίποτε.
Η αγάπη γιά το χρήμα είναι κάτι σωματικό τό κολλάς σάν αρρώστια. Θά σας διηγηθώ μιά αληθινή ιστορία, πού μοιάζει με διήγημα του Μωπασσάν. Περνούσα τις διακοπές μου στο σπίτι μου στο Ροκεμπρύν. Καλώ τον λογιστή μου, τον Κύριο Άρσέν, ό οποίος κατεβαίνει απ’ τό Παρίσι συνοδεία της κυρίας του και της θυγατέρας του, με τό ήμερήσιο τρένο, δεύτερη θέση, ένας αξιοσέβαστος κύριος πού άσπρισαν τά μαλλιά του ανάμεσα σέ χρεώσεις και πιστώσεις. Ό Κύριος Άρσέν και ή οικογένεια του είναι καλεσμένοι στο σπίτι μου για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα, άφοΰ τελείωσε ή δουλειά, μαθαίνω οτι ό Κύριος Άρσέν είχε αγοράσει ένα σμόκιν γι’ αύτη την επίσκεψη του στη > Νότια Γαλλία και πώς δεν θα ήθελε να φύγει δίχως να τό φορέσει έστω μία φορά. (( Πολύ καλά τότε, Κύριε Άρσέν, θα σας πάω απόψε στο Μόντε-Κάρλο ». Μπαίνουμε στην αίθουσα του καζίνου.
Ό Κύριος Άρσέν κοιτάζει τό χορό των χαρτονομισμάτων, τις μεγάλες τετράγωνες μάρκες να στοιβάζονται, τις μικρότερες να κατρακυλανε. Ό Κύριος Άρσέν κερδίζει μέσα σέ πέντε λεπτά τους μισθούς ενός έτους. Πηγαίνω γιά ύπνο. Εκείνος μένει* γυρίζει σπίτι τό πρωί, άφοΰ πρώτα κέρδισε κι έπειτα έχασε μέχρι δεκάρας ένα τεράστιο ποσό. Επιστρέφει στο Παρίσι. Δυο μήνες άργότερα διαπιστώνεται λογιστικό έλλειμμα στην οδό Καμπόν. Σύντομα άποκαλύφθηκε ότι ό Κύριος Άρσέν είχε ξαναπάρει τό τρένο κι είχε έρθει νά περάσει δύο Κυριακές στο Μόντε-Κάρλο.
Τό χρήμα χαρίζει στη ζωή μιά αισθητική άπόλαυση, δεν είναι όμως ή ζωή.
Όπως συμβαίνει μέ τά κοσμήματα. Τίποτε δεν μοιάζει περισσότερο μέ ψεύτικο κόσμημα όσο ένα πολύ ώραΐο κόσμημα. Γιατί νά θαμπώνεται κάνεις από μιά ωραία πέτρα; Καλύτερα νά φορέσεις μιά επιταγήγύρω άπ’τό λαιμό σου. Τό κόσμημα έχει άξια χρωματική, άξια μυστικιστική, μιά άξια διακοσμητική: έχει όλες τις άξιες, εκτός άπό εκείνες πού μεταφράζονται σέ καράτια. Άν τό κόσμημα είναι ένα άφηρημένο σύμβολο, τότε είναι τό σύμβολο της μικροπρέπειας, της άδικίας ή του γήρατος* τά πολύ ωραία κοσμήματα μου φέρνουν στο μυαλό ρυτίδες, τήν πλαδαρή επιδερμίδα πάμπλουτων γηραιών κυριών εν χηρεία, λιπόσαρκα δάχτυλα, θάνατο, διαθήκες, συμβολαιογράφους, νεκροθάφτες. ‘Ένα κατάλευκο σκουλαρίκι πάνω σ’ ένα ήλιοκαμένο αύτί με μαγεύει. Μιά μέρα, στο Λίντο, έβλεπα μιά σεβάσμια ‘Αμερικανίδα πού καθόταν κάτω άπό μιά ομπρέλα* όλες οί νεαρές ‘Αμερικανίδες πού ετοιμάζονταν νά μπουν στο νερό της εμπιστεύονταν τά κοσμήματά τους* στο τέλος έμοιαζε μ’ εκείνες τις Παρθένους της Ώβέρν πού είναι φορτωμένες τάματα* τό θησαυροφυλάκιο του ‘Αγίου Μάρκου ωχριούσε μπροστά της. « Πόσο πιο όμορφες θά ήταν οί νεαρές αύτές, σκεφτόμουν, αν βούταγαν τά μαργαριτάρια τους στο νερό, στο γενεσιουργό στοιχείο της ζωής, τη θάλασσα* και πόση λάμψη θά έπαιρναν τά κοσμήματά τους φορεμένα πάνω σ’ ένα δέρμα πού θά τό ‘χε μαυρίσει ό ήλιος, κατευθείαν πάνω στήν άμμο ! » Πάντοτε μέ συναρπάζει τό καρφωμένο, άπλανές άπό λαχτάρα μάτι, τό άρπαχτικό βλέμμα τών γυναικών πού θαυμάζουν τό διάδημα ή τά βραχιόλια μιας άλλης γυναίκας όταν μπαίνει σέ μιά δεξίωση. Τρελαίνομαι νά δανείζω τά κοσμήματά μου, όπως θά δάνειζα μιά
εσάρπα ή ένα ζευγάρι κάλτσες. Ποτέ δεν χορταίνω νά βλέπω τη χαρά των γυναικών πού καμαρώνουν φορώντας τα κοσμήματα μου, κι αύτό το εύγενικό, εύγνώμον χαμόγελο, όπου υποβόσκει ή επιθυμία τους νά με σκοτώσουν.
Το πολύτιμο κόσμημα δεν ομορφαίνει τη γυναίκα πού το φοράει, ή τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ δ,τι τά άκρφά και βαρύτιμα υφάσματα* αν ή γυναίκα είναι άσχημη, θά παραμείνει άσχημη. Τά κοσμήματα τά φοράει κανείς γιά νά τιμήσει αύτούς στο σπίτι των οποίων και χάρη των όποιων τά φοράει. Έγώ μπορώ άφοβα νά φορέσω δσα μπιζού θέλω, γιατί πάνω μου μοιάζουν δλα ψεύτικα. Ή μανία νά θέλεις νά εντυπωσιάσεις με αηδιάζει* τό κόσμημα δεν είναι φτιαγμένο , τά νά προκαλεί τδ φθόνο* τδ πολύ πολύ τδ θαυμασμό. ‘( )φείλει νά παραμείνει στολίδι και αύταπάτη. Πρέπει νά κοιτάζει κανείς τά κοσμήματα με αθωότητα, με άφέλϊΐα, δπως χαιρόμαστε βλέποντας μιάν ανθισμένη μηλιά, στην άκρη ένδς δρόμου, καθώς προσπερνούμε γρήγορα με τδ αύτοκίνητο. Οι λαϊκοί άνθρωποι τδ καταλαβαίνουν διαφορετικά* γι’ αύτούς τδ κόσμημα είναι Αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής θέσης. Μιά βασίλισσα δίχως διάδημα δεν είναι βασίλισσα. Την άνοιξη του 1936 έγινε επανάσταση στδ Παρίσι, κι επίσης στδ άτελιέ μου, στην οδό Καμπόν. ‘Αποφάσισα νά πάω νά μιλήσω στούς επαναστάτες: «Ή Μαντμουαζέλ νά βγάλει τά κοσμήματά της » μου είπε κατατρομαγμένη
ή Άνζέλ. « Πηγαίνετε νά μου φέρετε όλα μου τά μαργαριτάρια, απάντησα εγώ, δεν θά ανέβω στά εργαστήρια παρά μόνο φορώντας τα στο λαιμό μου ». ‘Ήθελα οπωσδήποτε νά τιμήσω τις έργάτριές μου.
Απόσπασμα και εικονογραφήσεις από το βιβλίο “Η αύρα της Σανέλ” του Paul Morand, εκδόσεις ΑΓΡΑ. Περισσότερα αποσπάσματα εδώ.