Απολαυστικό, χορταστικό και προσβάσιμο σε όλους το αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο. Ιδιαίτερα μου έκανε εντύπωση η ανάλυση περί ανάγκης των θρίλερ και του τρόπου που τα χρησιμοποιεί το κοινό αυτού του μεγάλου συγγραφέα της εποχής μας. Αρχίζει από αυτά που έγραφε μικρός και προχωράει να πιάσει τα πάντα, από τον John Grisham ως τους σκηνοθέτες που έπιασαν και έκαναν ταινίες τα βιβλία του.
“Κατά τη γνώμη μου, οι ιστορίες και τα μυθιστορήματα αποτελούνται από τρία μέρη: την αφήγηση, που ωθεί την ιστορία από το σημείο Α στο σημείο Β και τελικά στο Ω, την περιγραφή, που δημιουργεί μια αισθητική πραγματικότητα για τον αναγνώστη- και το διάλογο, που ζωντανεύει τους χαρακτήρες μέσα από το λόγο.
Ίσως αναρωτιέστε πού είναι η πλοκή σε όλα αυτά. Η απάντηση, τουλάχιστον η δική μου, είναι: πουθενά. Δε θα προσπαθήσω να σας πείσω ότι δεν κατέστρωσα ποτέ κάποια πλοκή, περισσότερο απ’ όσο θα προσπαθούσα να σας πείσω ότι δεν είπα ποτέ ψέματα, αλλά κάνω και τα δύο όσο σπανιότερα γίνεται. Δεν εμπιστεύομαι την πλοκή για δύο λόγους: πρώτον, γιατί η ζωή μας είναι σε μεγάλο βαθμό απροσχεδίαστη, ακόμη κι αν συνυπολογίσουμε όλες τις λογικές προφυλάξεις μας και τον προσεκτικό σχεδίασμά μας· και, δεύτερον, γιατί πιστεύω ότι η κατάστρωση πλοκής και ο αυθορμητισμός της αληθινής δημιουργίας δε συμβιβάζονται. Καλύτερα να είμαι όσο πιο ξεκάθαρος μπορώ σχετικά μ’ αυτό· θέλω να καταλάβετε ότι η βασική μου πεποίθηση σε σχέση με το πλάσιμο ιστοριών είναι ότι κατά κύριο λόγο πλάθονται μόνες τους. Η δουλειά του συγγραφέα είναι να τους δώσει χώρο να αναπτυχθούν (και να τις μεταγράψει, φυσικά). Αν μπορείτε να δείτε τα πράγματα κατ’ αυτόν τον τρόπο, ή τουλάχιστον να το προσπαθήσετε, μπορούμε να δουλέψουμε άνετα μαζί. Αν, από την άλλη, αποφασίσετε ότι είμαι τρελός, κανένα πρόβλημα. Δε θα είστε ο πρώτος.
Όταν, στη διάρκεια μιας συνέντευξης για το New Yorker, είπα στο δημοσιογράφο (τον Μαρκ Σίνγκερ) ότι πίστευα πως οι ιστορίες είναι πράγματα που απλώς βρίσκεις, όπως ανακαλύπτεις απολιθώματα στη γη, είπε ότι δε με πίστευε.
Απάντησα ότι δεν είχα πρόβλημα, αρκεί να πίστευε ότι εγώ το πίστευα. Και το πιστεύω. Οι ιστορίες δεν είναι αναμνηστικά μπλουζάκια ή παιχνιδομηχανές GameBoy. Οι ιστορίες είναι λείψανα, κομμάτια ενός ανεύρετου προϋπάρχοντας κόσμου. Η δουλειά του συγγραφέα είναι να χρησιμοποιεί τα εργαλεία από την εργαλειοθήκη του για να βγάζει όσο μεγαλύτερο μέρος μπορεί από την κάθε ιστορία που βρίσκεται μέσα στη γη, και όσο γίνεται πιο ανέπαφο. Κάποιες φορές το απολίθωμα που ξεθάβετε είναι μικρό- ένα κοχύλι όλο κι όλο. Κάποιες φορές είναι πελώριο, ένας τυραννόσαυρος με όλα εκείνα τα γιγάντια πλευρά και τις χαμογελαστές οδοντοστοιχίες. Σε κάθε περίπτωση, είτε είναι διήγημα είτε πελώριο μυθιστόρημα χιλίων σελίδων, οι τεχνικές της εκσκαφής παραμένουν βασικά ίδιες.
Όσο καλός κι αν είστε, όση εμπειρία κι αν έχετε, μάλλον είναι αδύνατον να βγάλετε όλο το απολίθωμα από τη γη δίχως κάποια σπασίματα και κάποιες απώλειες. Για να βγάλετε ακόμη περισσότερο, πρέπει να αντικαταστήσετε το φτυάρι με πιο λεπτά εργαλεία: ένα φυσερό, μια μικρή σκαπάνη, ίσως μέχρι και μια οδοντόβουρτσα. Η πλοκή είναι πολύ μεγαλύτερο εργαλείο, το κομπρεσέρ του συγγραφέα. Μπορείτε να ελευθερώσετε ένα απολίθωμα από το σκληρό έδαφος μ’ ένα κομπρεσέρ, καμία αντίρρηση, αλλά ξέρετε τόσο καλά όσο κι εγώ ότι το κομπρεσέρ καταστρέφει σχεδόν τόσα όσα ελευθερώνει. Είναι βαρύ, μηχανικό, αντιδημιουργικό. Η πλοκή είναι, πιστεύω, η έσχατη διέξοδος του καλού συγγραφέα και η πρώτη επιλογή του ανόητου. Η ιστορία που γεννιέται από αυτή θα δείχνει μάλλον ψεύτικη, αφύσικη.
Βασίζομαι περισσότερο στη διαίσθηση, και το έχω καταφέρει επειδή τα βιβλία μου στηρίζονται περισσότερο στις καταστάσεις παρά στην ιστορία. Κάποιες από τις ιδέες που γέννησαν αυτά τα βιβλία είναι πιο σύνθετες από άλλες, αλλά η αρχή των περισσότερων έχει την ξεκάθαρη απλότητα μιας βιτρίνας πολυκαταστήματος ή μιας αναπαράστασης με κέρινα ομοιώματα. Θέλω να βάλω μια ομάδα χαρακτήρων (ίσως ένα ζευγάρι, μπορεί ακόμη και έναν μόνο) σε κάποιου είδους δύσκολη θέση και κατόπιν να τους παρακολουθήσω
καθώς 0u προσπαθούν να ξεφύγουν. Η δουλειά μου δεν είναι να τους βοηθήσω να ξεφύγουν ή να τους οδηγήσω σ’ ένα μέρος όπου θα είναι ασφαλείς —αυτές είναι δουλειές που απαιτούν το θορυβώδες κομπρεσέρ της πλοκής-, αλλά να παρακολουθήσω ό,τι συμβαίνει και να το γράψω.
Η κατάσταση έρχεται πρώτη. Κατόπιν έρχονται οι χαρακτήρες, πάντα επίπεδοι και δίχως χαρακτηριστικά στην αρχή. Με το που καθορίζονται αυτά τα πράγματα στο μυαλό μου, αρχίζω να αφηγούμαι. Συχνά έχω μια ιδέα για το ποια θα είναι η έκβαση, αλλά δεν έχω απαιτήσει ποτέ από μια ο-μάδα χαρακτήρων να ενεργήσουν σύμφωνα με τον δικό μου τρόπο. Αντίθετα, θέλω να ενεργούν σύμφωνα με τον δικό τους τρόπο. Σε κάποιες περιπτώσεις η έκβαση είναι αυτή που φαντάστηκα. Ωστόσο, στις περισσότερες είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Για ένα συγγραφέα ιστοριών αγωνίας, αυτό είναι σπουδαίο. Εντέλει, δεν είμαι μόνο ο δημιουργός του μυθιστορήματος αλλά και ο πρώτος αναγνώστης του. Κι αν εγώ δεν μπορώ να μαντέψω με σχετική ακρίβεια πώς τελειώνει το αναθεματισμένο, κι ας ξέρω από πρώτο χέρι τα γεγονότα που ακολουθούν, μπορώ να είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο αναγνώστης μου θα καταβροχθίσει με αγωνία τις σελίδες. Και γιατί να ανησυχώ έτσι κι αλλιώς για το τέλος; Γιατί να πρέπει οπωσδήποτε να έχω τον έλεγχο; Αργά ή γρήγορα κάθε ιστορία καταλήγει κάπου.”
Comments are closed.