Το τζάκι καίει δυνατά στο καθιστικό του Δασικού Χωρίου. Μα και τα σώματα του καλοριφέρ είναι όλα αναμμένα. Όχι άδικα. Τη νυχτερινή τούτη ώρα, η θερμοκρασία στο υψόμετρο των 900 μέτρων, δεν ξεπερνάει τους τρεις βαθμούς. Κόσμος πολΰς, τόσο στο σαλονάκι γύρω από το τζάκι, όσο και στα τραπέζια που είναι αραδιασμένα κατά μήκος της τζαμαρίας. Το ξύλο είναι κυρίαρχο παντού: στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι. Μια αίσθηση τόσο διαφορετική. Μια κατασκευή ανάλαφρη, στο φυσικό χρώμα του ξΰλου και σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον του βουνοΰ.
Ωραία ξένη μουσική σε ένταση σωστή. Στους τοίχους φωτογραφίες από τοπία της περιοχής αλλά και από ορεινούς όγκους της Ελλάδας και του κόσμου. Μπροστά σε μια φωτογραφία σταματάω περισσότερο. Δεν μοιάζει νάναι τοπίο Ελληνικό. Δεν διακρίνεται οΰτε ίχνος γης, τα πάντα είναι καλυμμένα από χιόνι παγωμένο, από τα χαμηλότερα σημεία του τοπίου ως την μυτερή κορυφή. Σ’ αυτό τον εξωπραγματικό τόπο, υπάρχει μια και μοναδική φιγούρα ανθρώπου. Δεν διακρίνονται καθόλου χαρακτηριστικά. Τα μάτια είναι αθέατα, πίσω από σκούρα γυαλιά. Πρόσωπο και κεφάλι είναι καλυμμένα, απόλυτα προστατευμένα από σκούφο. Ορειβατικό μπουφάν ισχυροΰ ψΰχους και μπότες με γκέτες συμπληρώνουν την αμφίεση της ανθρώπινης σιλουέττας. Αναρωτιέμαι ποιος νάναι ο άνθρωπος και ποιος νά’ναι ο τόπος.
-Ακριβώς 9 χρόνια πριν, λέει πίσω μου μια φωνή. Τον Δεκέμβριο τον 1999 ήμουν εκεί.
Γυρίζω κι έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χρήστο Λάμπρη, τον οικοδεσπότη μας στο Δασικό Χωριό. Αγκαλιαζόμαστε. Στα 11 χρόνια που πέρασαν από την πρώτη μας γνωριμία στη σκιά των Μετεώρων, η φυσιογνωμία του έχει παραμείνει σχεδόν απαράλλαχτη.
-Και ποιος ήταν αυτός ο τόπος που βρέθηκες τον Δεκέμβριο του 1999;
-Η κορυφή Βίνσον Μασσίφ, στα 5.140 μέτρα, λέει ο Χρήστος. Με τέτοια φυσικότητα και απλότητα σαν να μιλάει για την κορυφή Καταφιδι των Τζουμέρκων.
-Έχείς ανεβεί και πολύ ψηλότερες, λέει η Άννα.
-Ναι, απαντάει ο Χρήστος, με τη διαφορά ότι αντή βρίσκεται στον Νότιο Πόλο. Τον Δεκέμβριο, που στο νότιο ημισφαίριο είναι καλοκαίρι, η θερμοκρασία ήταν 47 βαθμοί κάτω απ’ το μηδέν.
30 χρόνια έχει συμπληρώσει ο φίλος μας από τότε που, νεαρός ακόμα, άρχισε ν’ ανεβαίνει στις κορυφές της Ελλάδας και του κόσμου, να συμμετέχει σε μερικές από τις πιο παράτολμες ορειβατικές αποστολές. Ιδρυτικό μέλος της TREKKING HELLAS, έχει εκπαιδεύσει και συνοδεύσει χιλιάδες ανθρώπους σε κάθε μορφής δραστηριότητα στη φύση. Κάτι βέβαια, που συνεχίζει μέχρι σήμερα, εδώ στον Καταρράκτη των Τζουμέρκων. Παρέχοντας, επί πλέον, διαμονή και εστίαση στο Δασικό Χωριό. Που, μαζί με άλλα πέντε σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, δημιουργήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας προηγουμένων κυβερνήσεων, για να συμβάλει στην ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού. Έτσι ο Χρήστος ανέλαβε εδώ και πέντε χρόνια τη λειτουργία του συγκεκριμένου Δασικού Χωριού, που έχει επιπλέον το πλεονέκτημα, ότι βρίσκεται κοντά στον τόπο καταγωγής του, τους Ραφταναίους.
-Από τα παιδικά μου χρόνια, δυο ήταν οι μεγάλες μου αγάπες στη φύση της περιοχής, λέει ο Χρήστος. Ο Άραχθος και τα Τζουμέρκα. Πάνω από χίλιες φορές έχω κατέβει μέχρι τώρα με rafting το ποτάμι. Αλλοτε είναι βουερό και τρικνιιισιιένο και άλλοτε ήπιο και γαλήνιο. Πάντοτε όμως θεαματικό και πανέμορφο. Το ωραιότερο ποτάμι για rafting στην Ελλάδα, που απευθύνεται σ’ ένα ευρύ κοινό. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν ζήσει μαζί μου στο ποτάμι εμπειρίες αληθινά συναρπαστικές.
-Φαντάζομαι. ότι και τα πρώτα σου ορειβατικά βήματα στα Τζουμέρκα τα έχεις κάνει, λέω στον Χρήστο.
-Παραδόξως όχι, μου απαντάει Από το χωριό έφυγα στα 12, αμέσως μετά το Δημοτικό. Μέχρι τότε δεν είχα προλάβει ν’ ανέβω στο βουνό. Αυτό που θυμάμαι, ωστόσο, είναι, ότι ρωτούσα συνέχεια τη γιαγιά μου να μου πει, τι υπήρχε πίσω απ’ τις κορφές, πίσω από εκείνον τον πελώριο ορεινό φράχτη που απέκλειε τον
ορίζοντα. Ήταν τέτοια η θέση τον σπιτιού μας, που οι κορυφές των Τζουμέρκων ήταν το πρώτο πράγμα πον έβλεπα το πρωί και το τελενταίο το βράδν. Στα μάτια της παιδικής μον ηλικίας φάνταζαν θεόρατες, ως τον ονρανό. Ήταν μια διαρκής πρόκληση, ένα ακατανίκητο κάλεσμα. Ναι, μπορώ να πω με κάθε βεβαιότητα, ότι εκείνες οι κορνφές των Τζονμέρκων είχαν καταλυτική επίδραση στην κατοπινή αγάπη μον για τον κόσμο των βοννών.
Η νύχτα προχωράει. Επί τέλους κάποια στιγμή φτάνει και ο Βολιώτης φίλος μας, ο Κυριάκος Παπαγεωργίου, ταλαιπωρημένος από χιονοθύελλα και ομίχλες στην ορεινή διάβαση του Μπάρου, πάνω από τους Καλαρρύτες και το Ματσούκι. Είναι μια διαδρομή που σκαρφαλώνει ως τα 1900 περίπου μέτρα και διασχίζει τοπία ανυπέρβλητης ωραιότητας. Με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ωστόσο, το εγχείρημα μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες.
-Να βάλω ένα ντόπιο τσιπουράκι από «ζαμπέλλα»; ρωτάει ο Χρήστος.
Κανείς μας δεν αρνείται και, πολύ περισσότερο, ο βολιώτης φίλος μας, μετά μάλιστα την πολύωρη ταλαιπωρία του μέσα στα βουνά. Αποσυρόμαστε στο ξύλινο σπιτάκι μας. Ψηλοτάβανο, ευρύχωρο, με μεγάλο καθιστικό, πλήρη κουζίνα, μπανιέρα στο μπάνιο και υπνοδωμάτιο για τρεις. Τις πάμπολλες κατασκευαστικές ατέλειες που υπήρχαν, τις έχει περιορίσει ο Χρήστος στο ελάχιστο. Το τζάκι μας ανάβει αμέσως και τραβάει περίφημα, χωρίς ίχνος καπνού. Ο θόρυβος της βροχής δυναμώνει στην τσίγκινη σκεπή, συνυπάρχει υπέροχα με το τριζοβόλημα των ξύλων. Η πρώτη νΰχτα στην αγκαλιά των Τζουμέρκων είναι όπως πραγματικά πρέπει να είναι.
ΤΟ ΔΕΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Περιμένουμε υπομονετικά την σταδιακή υποχώρηση της ομίχλης και της νύχτας, την επικράτηση της μέρας. Δεν συμβαίνει πριν από τις 10. Βγαίνω για λίγο στο μπαλκόνι. Ένας θόρυβος, σαν μουγκρητό, φτάνει στ’ αυτιά μου. Ψάχνω ολόγυρα, προσπαθώ να εντοπίσω την αιτία του βουητοΰ. Τα πάντα είναι ήρεμα, τίποτε δεν κινείται. Το βλέμμα μου σταματάει μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στα Τζουμέρκα. Είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται ο εντυπωσιακός όγκος του βουνοΰ. Οι κορυφές βέβαια εξακολουθούν να είναι αθέατες πίσω από βαριά, σταχτόγκριζα σύννεφα.
Εκεί λοιπόν, στο κέντρο των Τζουμέρκων, ξεχύνονται από δυο διόδους στα σπλάχνα των γκρεμών δυο γιγάντιοι, ολόλευκοι καταρράκτες. Τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα μας χωρίζουν στην ευθεία. Δεν είναι όμως ικανά να σταθούν εμπόδιο ανάμεσα στον φοβερό πάταγο των καταρρακτών και σε μας. Ποτέ δεν έχουμε ξαναδεί και κυρίως, ξανακούσει, θόρυβο καταρράκτη από τόση απόσταση. Είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Η βροχή εξακολουθεί να πέφτει, δεν μας κρατάει όμως ο τόπος. Οι καταρράκτες των Τζουμέρκων μας έλκουν κοντά τους με τη δύναμη μαγνήτη.
Κείμενο και εικόνα από το καταπληκτικό αφιέρωμα στο δασικό χωριό Κέδρος του περιοδικού Ελληνικό Πανόραμα.