Τις περισσότερες ικανότητες στον κόσμο στο να ξεκινήσουν μια καινούργια επιχείρηση έχουν οι Ελληνες. Ο παλιός μύθος του Ελληνα επιχειρηματία που τα καταφέρνει με την επινοητικότητα, την επιμονή και τη φαντασία του φαίνεται ότι βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι επιδόσεις μας όσον αφορά άλλους παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται η πορεία και η ανάπτυξη μιας επιχείρησης είναι άκρως απογοητευτικές. Μικρή υποστήριξη από το περιβάλλον, φόβος για το επιχειρηματικό ρίσκο και ελάχιστη πιθανότητα γρήγορης ανάπτυξης της επιχείρησης αποτελούν επίσης βασικά –και καθοριστικά– χαρακτηριστικά του ελληνικού επιχειρείν.
Στη φετινή μελέτη του Global Entrepreneurship Index, που μελετά την επιχειρηματικότητα παγκοσμίως και συγκρίνει όλες τις χώρες εξετάζοντας 14 μεταβλητές, οι Ελληνες σημειώνουν εξαιρετικά υψηλό σκορ στις δεξιότητες για τη δημιουργία μιας νέας επιχείρησης (Startup – Skills). Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνες νέοι επιχειρηματίες έχουν ικανότητες, ιδέες, διάθεση, εξηγεί ο Κώστας Ηλιόπουλος, ερευνητής του Ινστιτούτου Αγροτικής Οικονομίας και Πολιτικής.
Πολύ παραπάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και αρκετά καλά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο βρισκόμαστε και στον δείκτη που αφορά στο «ανθρώπινο κεφάλαιο». «Υπάρχει μια γενιά ανθρώπων που μεγάλωσε στα χρόνια της ευμάρειας. Πολλοί από αυτούς έκαναν καλές σπουδές στο εξωτερικό και απέκτησαν υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων, που όμως τώρα δεν αξιοποιείται», συμπληρώνει ο κ. Ηλιόπουλος.
Δύο δείκτες
Υψηλές επιδόσεις έχουμε και στον δείκτη ενσωμάτωσης της τεχνολογίας, αλλά και στη δυνατότητα «παγκοσμιοποίησης» της επιχειρηματικής μας δραστηριότητας. Οι επιδόσεις στους δύο αυτούς δείκτες μπορεί να φαίνεται ότι αντιβαίνουν σε όσα βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας στις επιχειρήσεις –οι οποίες δύσκολα δέχονται τον εκσυγχρονισμό– ωστόσο πρέπει να αναλογιστούμε ότι η μελέτη αφορά νέες πρωτοποριακές επιχειρήσεις και όχι παραδοσιακές επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως ένα μαγαζί της γειτονιάς. Ετσι, μια μοντέρνα επιχείρηση μπορεί να έχει την έδρα της οπουδήποτε βολεύει και να εκτείνει τις δραστηριότητές της όσο και όπου θέλει και μπορεί. Επιπλέον οι νέες επιχειρήσεις, που συχνά έχουν σχέση με την υψηλή τεχνολογία ή την πληροφορική, έχουν τη δυνατότητα να βρουν κονδύλια από πανευρωπαϊκά ή και παγκόσμια προγράμματα ανεξάρτητα από τη χώρα όπου αναπτύσσεται η κάθε επιχείρηση και αυτό εξηγεί τον λόγο που οι πρωτοπόρες ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται να βρίσκονται στο μέσο ευρωπαϊκό όρο όσον αφορά στην εξεύρεση κονδυλίων.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, στον δείκτη ανάπτυξης (High Growth) η επίδοση της Ελλάδας είναι πολύ χαμηλή, κάτω από τον μέσο παγκόσμιο όρο, ελάχιστα πάνω από το μηδέν. Ο δείκτης αυτός δείχνει πόσο γρήγορα μια επιχείρηση μπορεί να αναπτυχθεί και άρα να απασχολήσει προσωπικό και μακροπρόθεσμα να βοηθήσει στη λύση της ανεργίας.
Πολύ χαμηλά βρίσκεται και ο δείκτης της αποδοχής του ρίσκου (Risk Acceptance) που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στην Ελλάδα, πολλοί αποφεύγουν οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα γιατί δεν υπάρχουν τα μέσα που θα τους υποστηρίξουν σε μια ενδεχόμενη αποτυχία, λέει ο κ. Ηλιόπουλος. «Ο αποτυχημένος επιχειρηματίας στην Ελλάδα τα χάνει όλα. Αντίθετα, σε άλλες χώρες υπάρχει στήριξη σε περίπτωση αποτυχίας. Οταν ως χώρα έχεις πολύ χαμηλό δείκτη σε αυτόν τον τομέα, αποτρέπεις όσους δεν είναι παραδοσιακοί επιχειρηματίες να προσπαθήσουν…».
Και η υποστήριξη (Cultural Support) προς τους επίδοξους ή νέους επιχειρηματίες όσον αφορά στο περιβάλλον είναι ελάχιστη. «Στη χώρα μας το κέρδος και κατ’ επέκταση οι επιχειρηματίες αντιμετωπίζονται σαν κάτι “κακό”, σαν να είναι κάποιοι ανήθικοι που εκμεταλλεύονται ανθρώπους για να κερδίσουν», επισημαίνει ερευνητής.