Την πρώτη φορά που διάβασα μια από τις ιστορίες ήταν για…τεχνικούς λόγους. Πάντα με απασχολούν θέματα με τον υπολογιστή των γονιών μου, κάτι θέλει αλλαγή ή ρύθμιση. Κάτι γέμισε, κάτι σβήστηκε κατά λάθος. Είναι γενικά φίλοι της τεχνολογίας, πολύ γνώστες για την ηλικία τους θα έλεγα. Ε, μερικές φορές είναι κάτι επείγον ή σημαντικό. Στην προκειμένη κάτι έγραφε που τον ένοιαζε, οπότε το έκανα backup. Το έβαλα και σε ένα στικάκι να το περάσω στον δικό μου σκληρό δίσκο για έξτρα προστασία.
Ως εκεί. Λίγο που το κοίταξα, μου φάνηκε αυτοβιογραφικό.
Μπορεί να ήταν και δέκα χρόνια πριν. Αλλά δεν το διάβασα. Μάλλον το είχα βάλει στο κουτάκι “αν πεθάνει, τότε να το διαβάσω”. Φαινόταν προσωπικό. Αλλά τόσα χρόνια αργότερα μπλέχτηκα πιο πολύ γιατί αποφάσισε να το βγάλει σε βιβλίο. Οπότε πρακτικά θέματα πολλά. Και πάλι όμως δεν το διάβασα ολόκληρο κανονικά, μόνο τα αποσπάσματα που έπρεπε να μαζέψω κάπως, την κεφαλίδα που έχασε την σελίδα της, το κομμάτι που είχε κολλήσει ανεξήγητα σε λάθος κεφάλαιο. Η αδελφή μου έκανε προτάσεις και διορθώσεις, εγώ μόνο φρόντισα να δουλεύει ο ορθογραφικός έλεγχος και να σώζω τις βερσιόν χωρίς μπερδέματα.
Ούτε με το εξώφυλλο δεν ασχολήθηκα. Τόσα προγράμματα, τόσες γνώσεις, τόση εμπειρία, θα ήταν πρώτης τάξης ευκαιρία ίσως. Αλλά όχι. Κάτι πάντα με σταματούσε. Αυτό το βιβλίο είναι του πατέρα μου. Τι κι αν ζήταγε βοήθεια, τι κι αν είχε τον χαρακτηριστικά ανοιχτό και παιδαγωγικό του τρόπο, βράχος εγώ. Και τώρα κάθεται δίπλα μου ζεστό από τον τυπογράφο το πρώτο τυπωμένο κανονικό βιβλίο με την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα και πάλι δεν διστάζω να το ανοίξω.
Οι “Ιστορίες του Αιγαίου” είναι αυτοβιογραφία αλλά από τις έξυπνες. Όχι ένας παππούς που γράφει “όταν ήμουν στην Αντίσταση μια φορά είδα από μακριά τον Βελουχιώτη”, ούτε “στην Μακρόνησο τρώγαμε φακές τις Πέμπτες¨, ούτε “μεγάλωσα στο χωριό μου και τον δάσκαλο τον λέγανε Παντελή”. Έχω διαβάσει αρκετά τέτοια. Έχουν την αξία τους τόσο για αυτόν που τα αφήνει παρακαταθήκη, όσο και για τα παιδιά και τα εγγόνια του αλλά ως εκεί. Αυτό το βιβλίο είναι πολύ πιο ενδιαφέρον γιατί η ζωή του πατέρα μου είναι οι άνθρωποι που γνώρισε.
Όταν γράφω “γνώρισε” υποτιμώ το ρήμα όμως. Ο πατέρας μου είναι σαν αυτά τα εξωγήινα πλάσματα που ρουφάνε ανθρώπους στις ταινίες. Αν του πεις μια πόλη στην Ελλάδα ή το εξωτερικό θα σου απαντήσει με ανθρώπους. Τον περιπτερά στα Τρίκαλα που έχει δυο κόρες στο πανεπιστήμιο, η Ρούλα είχε ήδη παντρευτεί, η μικρή σπούδαζε Ιατρική. Τον ψαρά που καταγόταν από την Κρήτη αλλά τώρα έμενε αλλού, πάλι με όλο το οικογενειακό του δέντρο όπως και της γυναίκας του και ένα αξιοπερίεργο των δυο τους. Δεν σταματάει ποτέ. Δεν έχει όριο η απίστευτη μνήμη του και το ενδιαφέρον του να μάθει άλλους ανθρώπους.
Η κάθε ιστορία είναι 99% αλήθεια. Μερικά ονόματα άλλαξε μόνο και έβαλε μερικές σάλτσες για ενδιαφέρον. Έδεσε νήματα από ανθρώπινες ζωές, τα έπλεξε λίγο για να μην φαίνονται σαν αχτένιστα μαλλιά. Για να διαβάζονται από όλους. Φαντάζομαι κι εγώ θα το ανοίξω κάποτε να το διαβάσω όλο κανονικά απ’την αρχή ως το τέλος.
Αλλά όχι ακόμα.