Σταματήσαμε στη στάση Πανεπιστήμιο, επειδή η Έλενα είπε πως ήθελε να περπατήσουμε λίγο. Προορισμός: βραδινό φόρεμα στο Κολωνάκι. Μου φάνηκε κάπως παράξενο, αυτή που περπατάει αποκλειστικά σε διαδρόμους γυμναστηρίων ήθελε τώρα περιπάτους και κορδελάκια.
Η μάνα της μόνο που δεν την πλήρωνε για να σηκωθεί από το κρεβάτι κάθε πρωί -το πρωί τρόπος του λέγειν- άλλο είναι το πρωί για μένα, άλλο για την Έλενα. Απόρησα λοιπόν που ήθελε και ποδαρόδρομο. Κι είχα να κάνω και δουλειές, αλλά χατίρι δεν χαλούσα ούτε στην Έλενα ούτε στη θεία Αλέκα. Ήταν οι αγαπημένες μου από τότε που ήμουνα μικρή κι είχα την αποκλειστικότητα στα αποφόρια της ξαδέρφης.
Είχα να τη δω κανένα τρίμηνο και το τελευταίο που περίμενα να μου πει ήταν πως αρραβωνιάζεται. Ούτε καν γκόμενο δεν είχε πριν από τρεις μήνες, τι συνέβη τόσο ξαφνικά; Καιγόμουν από περιέργεια να μάθω τα καθέκαστα.
Ανεβήκαμε την κυλιόμενη σκάλα προς την έξοδο. Εκείνη προχώρησε μπροστά με βήμα ενθουσιώδες και δυνατό. Επιτάχυνα λίγο το δικό μου βήμα προσπαθώντας να την προφτάσω. Ευτυχώς άναψε κόκκινο για τους πεζούς γιατί όπου να ’ναι μου τελείωναν οι ανάσες. Κι ακόμα δεν είχα μάθει τίποτα για τα νέα.
Πήραμε προς τα πάνω την Πανεπιστημίου, ώσπου κοντοστάθηκε σε ένα ραγισμένο πλακάκι κοιτώντας το φανερά εκνευρισμένη. Έσκυψε κάπως και τα μαλλιά της έπεσαν όλα μπροστά στο πρόσωπό της και χάθηκε ολόκληρη μέσα στο κόκκινο παλτό που φορούσε. Τη φαντάστηκα σαν θλιμμένη, παραπονιάρα κοκκινοσκουφίτσα στην άκρη μιας παγωμένης λίμνης, κάπου στη Νέα Ζηλανδία.
Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά, εγώ οραματιζόμουνα λίμνες στη μέση της Πανεπιστημίου, ενώ εκείνη ήταν ολοφάνερο πως περπατούσε στο πεζοδρόμιο, παίρνοντας σε ευθεία τις πλάκες που έπρεπε επιπλέον να είναι και αράγιστες. Είχα προσέξει επίσης πως κανένα βήμα της δεν έπρεπε να πατάει πάνω στις ενώσεις των πλακών. Πότε είχαν συμβεί όλα αυτά στην ξαδέρφη μου;
Κούνησα το κεφάλι μου να συνέλθω. Την παρακίνησα να συνεχίσουμε και ξεκίνησα μια κουβέντα περί του φορέματος που θα ψωνίζαμε σήμερα, αν είχε δει κάτι, τι χρώμα ήταν, επεσήμανα πως το κόκκινο πήγαινε πάρα πολύ με τα ξανθά μαλλιά της, θα ήταν κοντό το φόρεμα ή μακρύ; Αλήθεια που τον είχε γνωρίσει, πως τον λένε, πόσο χρονών είναι, είναι ψηλός, κοντός, έχει χιούμορ, τι δουλειά κάνει; Μιλούσα μόνη μου, μέχρι που το χέρι της με τράβηξε πίσω και αριστερά. Κόντεψα να πέσω μέσα στη μέση του πεζοδρομίου να γελάνε κι οι σπασμένες πλάκες με τα χάλια μου.
Μπήκαμε στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου και τότε ήταν λες κι εκεί που έβλεπα ψυχολογικό θρίλερ, κάποιος με πέταξε ξαφνικά σε αίθουσα με αισθηματικό. Καφέδες ζεστοί και μυρωδάτοι σουλατσάριζαν επάνω σε δίσκους κι έπειτα προσγειώνονταν στα τραπέζια, όπου γύρω τους απλώνονταν χαλαροί άνθρωποι πάνω σε σιδερένιες καρέκλες, μισοκοιμισμένοι μετά το μεσημεριανό λιάσιμο.
Εκείνος καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι πίσω στη γωνία, δίπλα σε ένα καταπράσινο παρτέρι. Μόλις μας είδε, πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε να μας προφτάσει, πριν ακόμα τα πόδια μας περάσουν το σκαλάκι στο τέλος του μικρού διαδρόμου, εκεί ακριβώς όπου ξεκινούσε η μικρή όαση καταμεσής της Πανεπιστημίου. Με είχε δει άραγε; Ζήτησα του Θεού να με προστατέψει, ας κάλυπταν τα μαύρα μου γυαλιά όλο μου το πρόσωπο αυτομάτως.
Εκείνη ανέβασε με χάρη το μποτάκι της επάνω στο σκαλί κι εκείνος την κοίταξε στα μάτια σαν ξελιγωμένος. Ένα χαμόγελο, που είχα ξαναδεί, απλώθηκε στα χείλη του. Θα αναγνώριζα το λύκο ακόμα και στην άκρη τη γης. Με τα δάχτυλα ιδρωμένα, κρατήθηκα με δυσκολία από το χέρι της Έλενας να μην λιποθυμήσω. Ευτυχώς εκείνη δεν ένιωσε τίποτα από την αναστάτωσή μου. Απλώς αφέθηκε στην αγκαλιά του με τον ενθουσιασμό της να ξεχειλίζει από τα αυτιά.
«Μου έλειψες τόσο πολύ!» του είπε γελώντας και σουφρώνοντας μια ιδέα τη μύτη της, ενώ του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. «Ω, να σου συστήσω την ξαδέρφη μου, η Αλεξάνδρα, δεν είναι καταπληκτική;» γέλασε σηκώνοντας ελαφρά την αλογοουρά μου.
Απόρησα ειλικρινά με όλη αυτή την παράσταση που έδινε μπροστά στα μάτια μου η Έλενα. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι κιόλας.
«Ο Πάρις» είπε απευθυνόμενη σε μένα για να ολοκληρωθεί η γνωριμία.
Άπλωσα το χέρι μου προς τον Πάρη, ψελλίζοντας κάτι ακατάληπτα. Ούτε στιγμή δεν είχα ξεχάσει εκείνο το παγωμένο χέρι που εισέβαλε σαν αστραπή μες την παλάμη μου. Τραβήχτηκα απότομα, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να κρύψω την ταραχή μου. Εκείνος έδειχνε εντελώς ψύχραιμος. Γύρισε στην Έλενα, την αγκάλιασε τρυφερά και καθίσαμε. Μία που κάθισα στα αναμμένα κάρβουνα της καρέκλας μου και μία που σηκώθηκα λες κι είχα αρπάξει φωτιά. Όχι αυτό δεν θα μπορούσα να το αντέξω! Έπρεπε να φύγω από εδώ, αμέσως! Σήκωσα το κινητό μου κι έκανα πως μιλούσα. Κάτι επείγον, έπρεπε να φύγω γρήγορα. Συγνώμη!
Βγήκα σχεδόν τρέχοντας στην Πανεπιστημίου και το πορτοκαλί φως από το σούρουπο που θα απλωνόταν σε λίγο πάνω από την πόλη καθρεφτίστηκε στα τζάμια μιας μεγάλης Τράπεζας απέναντι. Αναποφάσιστη σκέφτηκα μερικά δευτερόλεπτα αν έπρεπε να πάω προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Το Σύνταγμα φάνηκε πιο ελκυστικό.
Ούτε που τον κατάλαβα πως με ακολουθούσε. Έστριψα στο πρώτο στενό αριστερά. Ένοιωσα τους περαστικούς σαν λωρίδες από μαστίγιο, έτοιμους να με τιμωρήσουν. Ήρθε δίπλα μου στο στενό πεζοδρόμιο κι εγώ συνέχισα να περπατάω, προσπαθώντας να αποφύγω τα μαστίγια που έρχονταν από απέναντι. Ήταν λάθος μου να στρίψω. Καλύτερα να έμενα στο ζεστό φως της Πανεπιστημίου.
Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε στην είσοδο εκείνης της παλιάς πολυκατοικίας γραφείων μπροστά σε μια σκάλα ντυμένη με κατακόκκινη μοκέτα. Η πλάτη μου ακουμπούσε τώρα στο ξύλινο κάγκελο κι όσο με έσφιγγε μέσα στη αγκαλιά του, καθώς το στόμα του έψαχνε τρόπο να λεηλατήσει ξανά το μέσα μου, είχα την αίσθηση πως όπου να ’ναι θα διαλυόμουν στα εξ ων συνετέθη και θα με έβρισκαν οι αθώοι ένοικοι εκείνης της πολυκατοικίας ξαπλωμένη στον πάτο της σκάλας διαλυμένη σε σκόνη, όταν θα κατέβαιναν κλείνοντας τα γραφεία τους γύρω στις εννιά.
Άκουγα τώρα την ανάσα του βαριά κάπου πίσω από τα αυτιά μου. Αστραπές και βροντές περνούσαν εμπρός στα μάτια μου. Και σκηνές από το παρελθόν, τις θυμόμουν ολοκάθαρα. Άνοιξα την πόρτα κι άκουσα στο βάθος την ίδια ανάσα που άκουγα και τώρα. Μόνο που δεν ήταν στο δικό μου λαιμό που βαριανάσαινε, ούτε και στο δικό μου στόμα που ανακούφιζε ο λύκος τη δίψα του. Κοκκινοσκουφίτσες υπάρχουν πολλές.
Και μια από αυτές περίμενε τώρα στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου να την κατασπαράξει κι αυτή. Θεέ μου, τι έπρεπε να κάνω έτσι όπως είχαν γίνει τα πράγματα; Αναρωτήθηκα αν είχα δικαίωμα να την προειδοποιήσω, αν θα ήταν σωστό να την ενημερώσω για το ποιόν του μέλλοντος αρραβωνιαστικού. Τον έσπρωξα πίσω, το παιχνιδάκι είχε τελειώσει, όρθωσα ανάστημα, ίσιωσα τη μπλούζα κι αποφάσισα, πως τελικά δεν μου άξιζε να με βρουν πεθαμένη από έρωτα στον πάτο της σκάλας μιας παλιάς πολυκατοικίας.
Γυρίσαμε πίσω κι εκείνος κορδώθηκε τάχα πως είχε καταφέρει να με ηρεμήσει, η ξαδέρφη μου θαύμασε, επρόκειτο αναμφίβολα για μεγάλο τζέντλεμαν.
«Δεν ήταν τίποτα!» μάσησα μια δικαιολογία πως τάχα μια φίλη μου είχε χωρίσει με το φίλο της κι είχα αναλάβει την παρηγοριά της κάθε φορά που τον θυμότανε.
« Αυτό ήταν όλο κι όλο κι έτρεξες σαν να είχες δει φάντασμα;»
Δεν φάνηκε να νοιάζεται ούτε τόσο δα για το πού είχα πάει αυτά τα ακριβώς επτά λεπτά που έλειψα. Έφερε την καρέκλα της κοντά στον Πάρη και ξάπλωσε φιλάρεσκα στον ώμο του. Τα ξανθά της μαλλιά απλώθηκαν σαν φλόγες επάνω στο κόκκινο παλτό που φορούσε ακόμα. Εκείνος άπλωσε τη χερούκλα του πίσω από την πλάτη της και θα έβαζα στοίχημα πως τον είδα να μου κλείνει το μάτι με νόημα. Πάντα είχε θράσος αυτός ο τύπος.
Χτύπησε το τηλέφωνο της Έλενας κι ήταν η θεία Αλέκα. Η Έλενα, ενώ της μιλούσε, γύρισε προς το λαιμό του Πάρη κι έβγαλε έξω τη γλώσσα της γλύφοντάς τον, λες κι ήταν μονάχα οι δυο τους σε εκείνο τον κήπο.
«Ναι, μητέρα, εδώ είμαστε με την Αλεξάνδρα. Ο Πάρις όχι! Πού θες να ξέρω εγώ πού είναι ο Πάρις; Μάλλον στο γραφείο του μπαμπά, υποθέτω. Θες κάτι; Γεια!»
Ήμουνα σίγουρη. Η θεία Αλέκα είχε μυριστεί το λύκο, μάνα ήταν. Πληρώσαμε και φύγαμε κάπως ξαφνικά. Χαιρετήσαμε τον Πάρη, εγώ δια ψυχρότατης χειραψίας, η Έλενα μόνο που δεν έφτασε τη γλώσσα της μέχρι το λαρύγγι του. Στα δέκα βήματα που κάναμε εγώ κι εκείνη ξανά στην Πανεπιστημίου με κατεύθυνση το Κολωνάκι κι απώτερο σκοπό την αγορά φορέματος για τον αρραβώνα με το διάολο, η Έλενα ξανάπιασε το τηλέφωνο, τίναξε τα μαλλιά της πίσω, λες και επρόκειτο να βάλει φωτιά σε όλο τον κόσμο με τα ξανθά της μαλλιά και τηλεφώνησε στον αρραβωνιαστικό.
«Ναι, Μάνο, αγάπη μου, έλα το βράδυ από το σπίτι, θα σου γνωρίσω και την ξαδέρφη μου. Σε φιλώ, σε αγαπώ».
Γύρισε σε μένα με άνεση.
«Μάνος, από το Μενέλαος. Ο αρραβωνιαστικός μου, εξαιρετικό παιδί! Θα σ’ τον γνωρίσω το βράδυ. Θα έρθεις το βράδυ, έτσι δεν είναι; Θέλω να πιστεύω πως μπορώ να υπολογίζω στην εχεμύθειά σου».
« Αστειεύεσαι; Εννοείται!» είπα και μάζεψα τα σαγόνια μου.
Νύχτωνε πια και τον είδα να χάνεται μες το σκοτάδι. Τι θα μπορούσα να κάνω; Ο κόσμος δεν είχε ποτέ έλλειψη από Έλενες, όπως δεν είχε κι από Πάρηδες και λύκους και κοκκινοσκουφίτσες. Κι εγώ δεν ήμουν παρά ένα απλό πρόβατο. Να ξεκινούσα Τρωικό πόλεμο; Δεν το έβρισκα καθόλου σωστό.
* Ο πίνακας στο κέιμενο είναι του Rubens, The Garden of Love