«Είχα μείνει άφωνη όταν εξαφανίστηκες. Νόμιζα πως ήμασταν φίλοι, οι φίλοι δεν κάνουν τέτοια. Τουλάχιστον σε εμένα έπρεπε κάτι να πεις. Ακόμα έχω τα νεύρα μου μαζί σου.»
«Αν μου ρίξεις μια μπουνιά θα σου περάσει;»
«Δεν ξέρω , δεν βαράω ανθρώπους. Παλιά βαρούσα κανέναν άμα μου την έδινε, θυμάσαι στο πάρτι του Απόστολου που είχα τραβήξει τα μαλλιά της Κατερίνας; Στα καλά καθούμενα μου πέταξε το ποτό της στη μούρη, δεν έφταιγα εγώ για το μαλλιοτράβηγμα. Εκείνη νόμιζε πως τα είχαμε και την πλήρωσα χωρίς να φταίω. Ηλίθια χαζογκόμενα. Τώρα στα τριάντα πέντε, δεν κάνω τέτοια. Έχω κάνει και πολύ γιόγκα, βοηθάει ξέρεις.»
«Δεν φέρνεις καμιά μπίρα να πιούμε;»
«Το μόνο που κατάφερα να μάθω είναι ότι βρισκόσουν κάπου στη Γερμανία»
«Σε είδα στο μπαλκόνι πριν ακόμα χτυπήσω το κουδούνι. Το ξέρεις ότι έχεις ομορφύνει πολύ; Και να σκεφτείς κανείς ότι όταν σε άφησα είχες ακόμα σπυράκια.»
«Κι εσύ ήσουν σαν κρεμανταλάς, σιγά το γκόμενο. Από τότε δεν μου άρεσες. Κι όταν έφυγες, δεν μου άρεσες ακόμα πιο πολύ. Το ξέρεις ότι έχω σκίσει όλες τις φωτογραφίες που είχαμε μαζί;»
«Είχα τους λόγους μου και το ξέρεις.»
«Ο πατέρας σου πέθανε πια, πάνε πέντε χρόνια, θα μπορούσες να μου έχεις τηλεφωνήσει. Ευτυχώς που η μητέρα σου δεν ζούσε να δει το τέλος. Δεν σου άξιζε αυτός ο πατέρας, όχι δεν σου άξιζε. Δεν ήξερα τότε όλη την ιστορία, δεν ήξερα τι μαρτύρια τραβήξατε σε εκείνο το σπίτι. Ούτε τι ήταν η λέξη αλκοολικός δεν ήξερα καλά καλά. Ξέρεις τι διάβασα τις προάλλες; Όποιος δεν έχει καλό πατέρα, πρέπει να φροντίσει να βρει έναν. Νομίζω ο Νίτσε το είπε. Ελπίζω εκεί που πήγες να βρήκες έναν άξιο πατέρα. Να φέρω κανένα μεζέ;»
«Μη μου πεις πως έμαθες να κάνεις και μεζέδες; Ούτε αυγό τηγανητό δεν ήξερες. Πες το μου τώρα ότι έχεις παντρευτεί κιόλας. Πήγα στο θείο μου, ναι ήταν ένας άξιος πατέρας.»
«Ότι ήθελα έκανα, δεν θα σου δώσω και λογαριασμό. Όχι δεν έτυχε, εσύ; Βρέθηκε θύμα να σε παντρευτεί;»
«Έχεις περίοδο; Νομίζω ότι έχεις, ναι. Έτσι έκανες και τότε. Παντρεύτηκα μια Σουηδέζα. Χωρίσαμε ένα βράδυ Μαΐου, επειδή φίλησα μια φίλη της.»
«Πότε έκανα έτσι εγώ; Και τι εννοείς “έτσι”; Σιγά τις γκόμενες πια κι αυτές οι Σουηδέζες, ξεπλυμένες . Και καλά σου έκανε, άκου φίλησες μια φίλη της!»
«Πάντα μύριζες φρεσκάδα, τα μαλλιά σου, γιατί έκοψες τα μαλλιά σου; Άσε με λίγο να τα φιλήσω.»
«Είπα κοντά τα χέρια σου. Με προκαλείς.»
«Κάτσε μισό λεπτό να βάλω πάνω από το αυτί σου ένα τριαντάφυλλο. Έτσι, τώρα είσαι σαν και τότε, αλητάκι του δρόμου, μικρή μου τσιγγάνα.»
« Δεν πας καλά! Πότε έμοιαζα εγώ με τσιγγάνα; Μόνος σου το σκέφτηκες να φέρεις τριαντάφυλλα; Ή ρώτησες καμιά φίλη σου Σουηδέζα; Ευτυχώς που δεν έτυχε να τα φτιάξουμε και να σε παντρευτώ και μετά να φιλάς τις φίλες μου.»
«Μη μιλάς για λίγο, μπορείς να μη μιλάς;»
«Κάτω τα χέρια σου.»
«Μου έλειψες.»
«Θα σε χτυπήσω! Τουλάχιστον πάμε μέσα, θα μας δει η γειτόνισσα, δεν ξέρεις για τι γρουσούζα μιλάμε.»
«Νομίζω πως πέρασαν αιώνες. Άσε με να χαθώ μέσα στη μυρωδιά των μαλλιών σου, οπωσδήποτε να τα μακρύνεις, τώρα που ήρθα θα τα μακρύνεις.»
«Πέρασαν ολόκληρα δεκαπέντε χρόνια και μια μέρα. Θεέ μου, πραγματικά θέλω να σε χτυπήσω!»
«Σ`αγαπώ, μη μιλάς.»