“Όταν γίνει 12 χρονών το παιδί, θα πάει και θα τα πει στο δικαστήριο και θα δεις τι θα πάθεις!”
Είναι πιπίλα όλων όσων δεν έχουν επιμέλεια. Γιατί όλοι μας έχουμε αδικηθεί (προφανώς) και όλοι μας είμαστε σίγουροι ότι τα παιδιά “θέλουν εμάς” και όχι τον/την άλλον γονιό. (Δυαδικό είναι το σύστημα, αποκλείουμε να θέλουν και τους δυο…) Οπότε κάτι σαν την Δευτέρα Παρουσία, θα έρθει η άγια μέρα που θα δικαιωθούμε…
Αμ δε.
1. Δεν υπάρχει “νόμος” για συγκεκριμένη ηλικία που πρέπει να ακουστεί η γνώμη των παιδιών. Υπάρχουν κοινοτικές οδηγίες, προτάσεις, συζητήσεις, προηγούμενο, αλλά όχι κάτι συγκεκριμένο και ακλόνητο. Ο/η δικαστής μπορεί να κρίνει ότι δεν πρέπει να ταλαιπωρηθούν τα παιδιά ή ότι δεν είναι το πιο κρίσιμο στην υπόθεση η γνώμη τους.
2. Δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να λάβει υπόψη τις επιθυμίες των παιδιών. Μπορεί να θέλουν τον γονιό που τα κακομαθαίνει. Ή όποιον αγοράζει περισσότερα παιχνίδια.
3. Δεν είναι καθόλου εύκολο ένας δικαστής να εκμαιεύσει από τα παιδιά πράγματα. Εκτός από όλη την ψυχολογική βία που θα έχουν εισπράξει από τους γονείς πριν την επίσκεψη στο γραφείο του δικαστή, τα παιδιά είναι πολύ μαζεμένα μπροστά σε έναν άγνωστο για λίγα λεπτά. Τι να πρωτοπούνε; Τι είναι το “σωστό”; Πως να μην στεναχωρήσουν τους γονείς αν μάθουν τι ειπώθηκε; Είναι άπειρες πολύ λεπτές γραμμές και δυστυχώς ακόμα στην Ελλάδα χωρίς σαφές πλαίσιο.
4. Τα παιδιά επηρεάζονται εύκολα από το αμέσως προηγούμενο διάστημα ή ακόμα και την προηγούμενη μέρα. Μπορεί απλά να μην έχουν συνηθίσει μια νέα κατάσταση ή να την έχουν συνηθίσει κι ας σας φαίνεται εσάς τρελή. Σε τρία λεπτά δεν μπορούν εύκολα να περιγράψουν κάτι τέτοιο.
Το όλο νομικό σκεπτικό βασίζεται στην λογική ότι ο δικαστής εκπροσωπεί τα παιδιά. Προσπαθεί να αποφασίσει τι είναι καλύτερο για αυτά. Υπό αυτό το πρίσμα είναι καλό ότι συνήθως, ασχέτως ηλικίας, ζητάνε πιο συχνά τα τελευταία χρόνια να δούνε τα παιδιά. Αλλά δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε εγγύηση ότι θα βγει η σωστή (αυτή που θέλετε εσείς) απόφαση.