“Κυριακή. Τέλεια. Γυμναστήριο, βιβλιοθήκη, θα μου δώσει καμιά μπουκάλα κρασί ο γείτονας, μπορεί να τα πιω παρέα με τους φίλους μου & έχω ήδη μπάφο στο αυτί.”
Σκυλίσια η ζωή στη φυλακή. Όλα πληρωμένα βέβαια. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κάνουν όλοι αυτό που έκανα. Όταν με έπνιγαν τα χρέη απλά φρόντισα να έρθω φυλακή. Συνοπτικές διαδικασίες. Έψαξα λίγο να δω τις καλές μονάδες, σαν το στρατό ένα πράγμα. Για τι έγκλημα θα περάσω καλύτερα.
Ζωή και κότα. Μου λείπουν τα παιδιά μου αλλά το βράδυ που διαβάζω ιστορίες για τους άλλους εδώ (οι μισοί δεν ξέρουν να διαβάζουν) έχω λίγο από την θαλπωρή και καθόλου από τις ενοχλητικές ερωτήσεις. Μάλλον ντρέπονται να σηκώσουν το χέρι όταν έχουν άγνωστες λέξεις στο «Παραμύθι χωρίς όνομα». Το διάλεξα επίτηδες για να μην το ψάξει κανείς άλλος στην βιβλιοθήκη και έχω ανταγωνισμό.
«Ο Χριστός σώζει» μου είπε ένας από τους άλλους που ξέρουν να διαβάζουν. Μια χαρά συναισθήματα αν τον πετύχαινα έξω αλλά ότι χειρότερο στην φυλακή. Φαντάζομαι θα μου την πέσει στο ντους.
Καλύτερα αυτός παρά ο άλλος που είναι ντυμένος σαν ράπερ. Να είμασταν σε φυλακή στο Λος Άντζελες κάτι πάει κι έρχεται. Στο Μανδραβίνο όμως; Όταν τον πρωτοείδα του είπα κατευθείαν την γνώμη μου: «φίλε, μάλλον είσαι μυστικός πράκτορας. Παιδάκι από τα Βόρεια Προάστια, σπούδασες εγκληματολογία στην Αμερική και σε έβαλαν εδώ να εκμαιεύσεις τα μυστικά μας. Τράβα αλλού καλύτερα και ντύσου ρεμπέτης.»
Μια μέρα εκεί που διάβαζα το παραμύθι σε όλους το βράδυ, πετάχτηκε με πολύ κουλτουριάρικη ερώτηση. «Όταν εγκατέλειψε ο Πρωθυπουργός την χώρα των Μοιρολάτρων, πως ακριβώς πήρε μαζί του τα λεφτά από το δημόσιο ταμείο;” Τον αγνόησα την πρώτη φορά. «Και το γειτονικό κράτος που στέλνει οικονομική βοήθεια γιατί το κάνει; Έπαιζε μνημόνιο εκείνη την εποχή;”
Κάποιος του πέταξε ένα πηρούνι από το απέναντι κελί. Πρέπει να τον πέτυχε.