Ο ήχος των καταρρακτών εξακολουθεί να φτάνει ως το μπαλκόνι μας. Η ροή, ωστόσο, μετά τη διακοπή της νεροποντής, μοιάζει να έχει ανεπαίσθητα λιγοστέψει. Σε αντίθεση με το χθεσινά ανταριασμένο πρωινό, η ατμόσφαιρα σήμερα έχει καθαρίσει αισθητά. Για πρώτη φορά αντικρύζουμε τις κορφές με ψηλότερη το Καταφίδι ή Καταφύγι, στα 2.393 μέτρα. Οι προβλέψεις χιονιού όμως πολύ λίγο επαληθεύτηκαν. Μόνον πάνω από τα 1500 περίπου μέτρα πασπαλίστηκε και άσπρισε ελαφρά ο όγκος των Τζουμέρκων.
Πρώτος μας προορισμός το εξωκκλήσι της Αγ. Παρασκευής. Λίγο πριν φτάσουμε στους καταρράκτες ανηφορίζουμε αριστερά έναν χωματόδρομο, κατάλληλο μόνον για 4×4. Γρήγορα μπαίνουμε στη ζώνη των έλατων και, 900 μέτρα πιο πάνω, συναντάμε ένα ανακαινισμένο παραδοσιακό αλώνι. Στα 2.5 χλμ. ο δρόμος τερματίζει σ’ έναν αυχένα με πλακόστρωτο πλάτωμα. Με την ίδια πλάκα είναι στρωμένο το ανηφορικό, απότομο μονοπάτι προς την κορυφή του λόφου της Αγ. Παρασκευής, στα 1413 μέτρα. Καθόλου δεν θα μας ενοχλούσε, αν το μονοπάτι ήταν χωμάτινο ή πετρώδες ή – βέβαια – παραδοσιακό καλντερίμι. Αντίθετα, μας ξενίζει και μας ενοχλεί αυτό το πλακόστρωτο, τόσο ξένο με την φΰση του βουνοΰ αλλά και τόσο κακότεχνο. Ήδη πολλές πλάκες έχουν αποκολληθεί και οι τσιμεντένιοι αρμοί έχουν θρυμματιστεί. Το χειμώνα με πάγο πρέπει να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Λίγο πιο πάνω βελτιώνεται κάπως η κατάσταση αφοΰ οι πλάκες έχουν αντικατασταθεί με μικρότερες πέτρες, λιγότερο ολισθηρές.Όπως και νάναι, σε λιγότερο από ένα 10 λεπτο φτάνουμε στο εξωκκλήσι της Αγ. Παρασκευής και σ’ ένα δίλεπτο ακόμη στην ομαλή κορυφή του λόφου, στο τσιμεντένιο κολωνάκι της Γ.Υ.Σ. Στο εκτεθειμένο σημείο που βρισκόμαστε ο αέρας είναι ψυχρός και δυνατός. Η θέα όμως είναι από τις πιο εντυπωσιακές. Πολΰ κοντά στα ΒΑ οι κατακόρυφες πλαγιές και χαράδρες των Τζουμέρκων καλυμμένες, αποκλειστικά από έλατα. Σ’ όλο τον ανατολικό ορίζοντα ορθώνονται, η μία μετά την άλλη, οι κορυφές των Τζουμέρκων, γυμνές από βλάστηση, σκέτη πέτρα, προσιτές μόνον σε αναρριχητές και αετούς. Χαμηλά προς τα νότια εκτείνεται η μακρόστενη κοιλάδα του Άραχθου, μισοκρυμμένη στις ομίχλες. Στο βάθος γυαλίζει η επιφάνεια του Αμβρακικού. Πιο πίσω τα Ακαρνανικά βουνά, ένας ορίζοντας πολλών δεκάδων χιλιομέτρων. Στα ΝΔ και Δ το οπτικό μας βεληνεκές περιορίζεται από τον μακρΰ όγκο του Ξεροβουνιοΰ. Πίσω του τα όρη του Σουλίου και ο μισοχιονισμένος Τόμαρος. Βορειότερα το Περιστέρι, η Νεμέρτσικα και η Τΰμφη. Χαμηλά, κατάσπαρτα ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, δεκάδες χωριά και συνοικισμοί. Είναι συναρπαστικό, πόσα ποικίλα τοπία μπορούμε ν’ αντικρΰσουμε από ένα ταπεινό λόφο σε υψόμετρο μόλις 1400 μέτρων.Επιστρέφουμε στο Δασικό Χωριό και μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα βρίσκουμε τον χωματόδρομο που ανηφορίζει στο βουνό. Στα 3.3 χλμ. από την άσφαλτο φτάνουμε σ’ ένα πλάτωμα με το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία και βρΰση χτισμένη με πελεκητή πέτρα από την Διεύθυνση Δασών Αρτας το 1998. Πλούσια ροή απόλυτα παγωμένου νεροΰ. Αδύνατον να πιει κανείς πάνω από τρεις – τέσσερις γουλιές. Εδώ συναντάμε με τα κατσίκια του τον Χρήστο Σαλαμοΰρα του Γεωργίου, από τον Καταρράκτη. Μέτριο ανάστημα, φυσιογνωμία συμπαθητική και γραφική. Αν κι είναι 70 ετών, δεν μοιάζει πάνω από 60. Είναι, προφανώς, η ευνοϊκή επίδραση του βουνού, όπου έζησε ο Χρήστος όλη του τη ζωή.
-Από τα 12 χρόνια μον ανεβοκατεβαίνω στα Τζουμέρκα, λέει ο Χρήστος 365μέρες το χρόνο.
-Δεν βαρέθηκες πια;
-Μ’ αρέσει, αυτή ειν’ η ζωή μον.
Μάθημα απλής φιλοσοφίας από τον ποιμένα των Τζουμέρκων.
Συνεχίζουμε. Το οδόστρωμα αγριεύει το ίδιο και ο καιρός. Στα 5.5 χλμ. συναντάμε μικρό τσιμεντένιο καλύβι και ποτίστρα με νερό καλυμμένο από στρώμα πάγου. Το ελαφρό χιόνι που έχει πέσει τη νύχτα είναι κι αυτό παγωμένο.
-Πάμε να βρούμε έναν απόκρνφο καταρράκτη, λέει ο Χρήστος.
Έδαφος τραχύ, με πέτρες και αγκάθια. 7 λεπτά αργότερα συναντάμε χτιστό κανάλι, που κάποτε διοχέτευε νερό από τα υψίπεδα των Τζουμέρκων στα χωραφάκια που βρίσκονταν χαμηλότερα με κτήματα και καλλιέργειες σιτηρών. Ένα έργο μεγάλου μήκους, αξιοθαύμαστο. Πού και πού διασταυρωνόμαστε με το σηματοδοτημένο μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή. Ακούγεται ήχος βουερός. Μερικές δεκάδες μέτρα μετά αποκαλύπτεται πολύ κοντά μας μια χαράδρα με κατακόρυφες σχεδόν ορθο- πλαγιές. Εδίό σχηματίζεται ένας καταρράκτης με εντυπωσιακή ροή και ύψος που ξεπερνάει τα 50 μέτρα. Καταλήγει στο ρέμα που περνάει αριστερά από τον οικισμό του Καταρράκτη, χωρίς να συναντάει τους άλλους δυο.
Επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Χιονίζει ελαφρά και η θερμοκρασία είναι ένας βαθμός πάνω απ* το μηδέν. Το οίκημα του καταφυγίου διακρίνεται ψηλότερα, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αφήνουμε σε μια απότομη στροφή το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε με τα πόδια σε οδόστρωμα ανώμαλο. παγωμένο και ολισθηρό. 10 σχεδόν λεπτά αργότερα φτάνουμε στο καταφύγιο. σε υψόμετρο 1650 μέτρων. Νωρίτερα έχουμε πηδήξει με δυσκολία πάνω από το ορμητικό ρέμα που διασχίζει το δρόμο και τροφοδοτεί χαμηλότερα τον αθέατο καταρράκτη.
Το καταφύγιο είναι χτισμένο σε σημείο κορυφαίας θέας και απέχει 9 χλμ. από την άσφαλτο. Είναι διώροφο, επενδεδυμένο με πέτρα
και στεγασμένο με πλάκα. Προσωρινά όμως δεν λειτουργεί. Ψηλά στα ΝΑ ορθώνεται η κορυφή Καταφίδι. Ένας τραχύς δρόμος, που συντηρείται το καλοκαίρι, συνεχίζει μέχρι την κορυφή και μετά χαμηλώνει ανατολικά προς Θεοδώριανα. Κάτι βέβαια, που βρίσκει αντίθετους όλους τους ιδεολόγους περιπατητές και ορειβάτες. Προσδοκούμε ν’ ανέβουμε το καλοκαίρι στην κορυφή, όχι βέβαια με το αυτοκίνητο.
Η λασπομαχία στον πρόσφατα διανοιγμένο δασικό δρόμο, που προβλέπεται να ασφαλτοστρωθεί, συνεχίζεται για 7.7 χλμ, ως το εκκλησάκι. Είναι χτισμένο με πελεκητή πέτρα το 1947. Το σημαντικότερο, ωστόσο, χαρακτηριστικό της περιοχής είναι το δάσος των πελώριων βουνο- κυπάρισσων ή κεδροκυπάρισσων, πολλά από τα οποία είναι ηλικίας πολλών αιώνων.