Η Άννα είχε πέσει τ` ανάσκελα στον καναπέ μου, τα δάκρυά της μούσκευαν τα μαξιλάρια και ο μουντός ουρανός της έκανε σιγόντο, καθώς το απλανές της βλέμμα κοιτούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο.
Τι να της πω;
Πώς να την παρηγορήσω που την άφησε το αντικείμενο του πόθου της και τώρα ψάχνει αλλού για πιο καλά γονίδια;
Της μίλησα για το μάταιο του έρωτα, για αυτή την απάτη που εκμεταλλεύεται το αίσθημα επιβίωσης του ανθρώπου.
Ξεκίνησα να της μιλάω για τον Σοπενχάουερ.
Αυτός είπε πως όσο αιθέριος κι αν μας φαντάζει ο έρωτας, στη ρίζα του βρίσκεται πάντοτε η γενετήσια ορμή.
Στο βάθος του τούνελ των ερωτικών σχέσεων κατοικεί η διαιώνιση του είδους.
Ένα ροδαλό και κλαψιάρικο μωρό νταντεύεται ασυνείδητα σε κάθε έρωτα.
Κι εσύ κλαις επειδή δεν έκατσε η φάση και δεν θα διαιωνίσεις το είδος σου;
Με κοίταγε πολύ τσαντισμένη. Δεν κάνω για παρηγορήτρα, το ξέρω.
Όσο εγώ μιλούσα εκείνη μούσκευε τα μάγουλά της σιωπηλά, κάνοντας μικρά διαλείμματα για να σμίξει τα φρύδια και να με κεραυνοβολήσει με το βλέμμα της.
Την ένιωθα.
Έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της, μαράζωνε από θλίψη, το σύμπαν κατέρρεε γυμνό μπροστά στα μάτια της.
Η ζωή της έχανε κάθε νόημα, ήταν ανούσια και άτονη χωρίς εκείνον κι εγώ της έλεγα μπαρούφες.
Ανοίγω το ραδιόφωνο να κάνουμε λίγο κέφι, να ελαφρύνει η ατμόσφαιρα.
«Πεθαίνω για σένα» ήταν το πρώτο τραγούδι που ακούσαμε.
Το δεύτερο ήταν το «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου, να τραγουδήσω στερνή φορά».
Όλη η πλάση κόντρα μας πήγαινε.
Το έκλεισα στα μουλωχτά πριν πλημμυρίσει το σαλόνι μου απ΄ την Άννα.
Υπάρχουν κι άλλοι άξιοι του ενδιαφέροντός σου σε αυτό τον κόσμο, της είπα.
Μη στεναχωριέσαι.
Στο παιχνίδι της ζωής άνθρωποι πάνε κι έρχονται, θα χάσεις κι άλλους, θα σε βρουν καλύτεροι, μπορεί και χειρότεροι.
Όσο εγώ της μιλούσα για τον τελικό σκοπό του έρωτα και προσπαθούσα να την πείσω να μη σκάει για ένα χαμένο κρίκο στην προσπάθεια του ζευγαρώματος, το τραπεζάκι του σαλονιού γέμιζε με σκουπισμένα χαρτομάντιλα.
Τυχερή Άννα.
Σε νοιώθω, της παραδέχτηκα τελικά.
Ξέρεις τι θα έδιναν οι άνθρωποι -κι εγώ ανάμεσά τους- για να χύσουν έστω ένα καυτό δάκρυ γι’ αυτό τον παραλογισμό του έρωτα;
Ξανά και ξανά.
Να λεηλατηθούν από αυτόν τον αντίπαλο κι ας είναι να πέσουν στη μάχη του εξουθενωμένοι, όπως εσύ τώρα.
Να αναλωθούν αναστενάζοντας, να βασανιστούν για ένα και μοναδικό πλάσμα.
Αυτή τη γλυκιά τρέλα του έρωτα αναζητάμε όλοι, τα φλογερά του βέλη να νοιώσουμε ξανά, να αντικρίσουμε πάλι τον ουρανό με ερωτευμένα μάτια.
Κι ύστερα ας τρυπηθεί η καρδιά μας από χιλιάδες φαρμακερές καρφίτσες.
Και τι πειράζει κι αν είμαστε δέσμιοι ψυχρών υπολογισμών για την διαιώνιση του είδους μας κατά πως λένε κι οι φιλόσοφοι;
Υποψιάζομαι ότι δεν καψουρεύτηκαν ποτέ να δουν τη γλύκα.
Αυτό τον απροσδόκητο ενθουσιασμό που μόλις έχασες Άννα, αυτόν δεν ψάχνουμε όλοι μας;
Αναθάρρησε η Άννα, σηκώθηκε και με αγκάλιασε τρυφερά.
«Αλήθεια;» με ρώτησε σαν να απόλαυσε ό,τι της είπα.
Ναι, αλήθεια. Ερωτευτείτε, χαλαστείτε, χτυπηθείτε.
Βρες να ερωτευτείς αμέσως άλλον Άννα. Δεν κοιτάς που μπήκε η άνοιξη;
Ας ανοίξουνε ξανά οι πύλες της κολάσεως να χωθούμε όλοι μέσα.
Αυτά τα υπέροχα και θαυμαστά καζάνια που βράζουν στα υγρά τους, ευτυχισμένα ανθρώπινα κορμιά.
Λιώσε μας άτιμε, διαβολεμένε έρωτα, βράσε μας, ψήσε μας.
Μόνο να μην καούμε, για να ξαναερωτευτούμε.