(…) Δυστυχής αυτός που φοβάται να ριψοκινδυνεύσει. Γιατί αυτός ίσως δεν απογοητευτεί ποτέ, ίσως δεν γνωρίσει ποτέ την πλάνη, δεν θα υποφέρει σαν αυτούς που έχουν να κυνηγήσουν κάποιο όνειρο.
(…) Στην πραγματική ζωή, η αγάπη έχει ανάγκη από αντίκρισμα. Ακόμα κι αν δεν έχει άμεσο αντίτιμο, δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν υπάρχει μια ελπίδα, όσο μακρινή κι αν είναι, πως μια μέρα θα κατακτήσεις το αγαπημένο πρόσωπο.
(…) Αυτός που αγαπάει πρέπει να ξέρει να χάνεται και να ξαναβρίσκεται.
(…) Στα παιδικά παραμύθια, οι πριγκίπισσες δίνουν ένα φιλί στους βατράχους και αυτοί μεταμορφώνονται σε ωραίους πρίγκιπες. Στην πραγματική ζωή, οι πριγκίπισσες φιλούν τους πρίγκιπες κι αυτοί μεταμορφώνονται σε βατράχους.
(…) Οι θεοί ρίχνουν τα ζάρια κι ελευθερώνουν τον έρωτα από τη φυλακή του. Αυτή τη δύναμη που μπορεί να δημιουργήσει ή να καταστρέψει. Όλα εξαρτώνται από την κατεύθυνση που φυσάει ο άνεμος τη στιγμή που βγήκε από το κελί του.
(…) Το σύμπαν μας βοηθάει πάντα να πολεμήσουμε για τα όνειρα μας, όσο βλακώδη κι αν φαίνονται. Γιατί είναι τα όνειρα μας και μόνο εμείς ξέρουμε πόσο μας στοίχισε να τα ονειρευτούμε.
(…) Η αγάπη μπορεί να μας οδηγήσει στην κόλαση ή στον παράδεισο, αλλά μας οδηγεί κάπου. Πρέπει να τη δεχόμαστε, γιατί τρέφεται από την ύπαρξη μας. Αν την αποφεύγουμε, πεθαίνουμε από πείνα, ενώ έχουμε κάτω από τα μάτια μας κλαδιά φορτωμένα από τους καρπούς του δέντρου της ζωής χωρίς να τολμάμε ν’ απλώσουμε το χέρι να τα μαζέψουμε. Πρέπει να πάμε ν’ αναζητήσουμε την αγάπη όπου κι αν βρίσκεται, έστω κι αν αυτό σημαίνει ώρες, μέρες, βδομάδες απογοήτευσης και λύπης. Γιατί από τη στιγμή που θα κινήσουμε προς αναζήτηση της αγάπης, θα ξεκινήσει κι αυτή να μας συναντήσει. Και θα μας σώσει.
(…) Ο Θεός είναι ίδιος, κι ας έχει χίλια ονόματα, αλλά πρέπει να επιλέξεις ένα για να απευθύνεσαι σε Αυτόν.
(…) Αν αναγνωρίσουμε βαθιά μέσα μας πως ο Θεός μας έπλασε για την ευτυχία, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ό,τι μας οδηγεί στη λύπη και στην ήττα είναι δικό μας λάθος.
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Paulo Coelho “Στις όχθες του Ποταμού Πιέδρα κάθισα κι έκλαψα”
(Εκδ. Α.Α. Λιβάνη)