-Μπορείτε να διαλέξετε ανάμεσα σε έξι είδη γλυκών ή την πιατέλα με τα φρούτα.
“Φέρ’τε τα έξι γλυκά.”
-Όχι, εννοώ να διαλέξετε ένα.
“Κι εγώ εννοώ και τα έξι.”
Στην πλατεία του Μετσόβου γενικά είναι ψιλοκλέφτες στις ταβέρνες αλλά οι μικροί καφενέδες, οι κρυμμένοι πιο μέσα είναι γλύκα. Σα να λέμε ότι οι κλασσικές ξύλινες οδοντογλυφίδες είναι καλές για να βγάζεις κάτι που έχει κολλήσει στα δόντια σου αλλά είναι και καλές και για να κολλάνε στα δόντια σου. Έφαγα και τα έξι γλυκά αργά αργά αν και έβλεπα μια παρέα έξω στο κρύο που περίμενε το τραπέζι μου. Εγώ είμαι σαν τους χοντρούς που κολλάνε στα μισά της νεροτσουλήθρας. Αναγκάζω τους γραμμωμένους μάγκες να πέσουν πάνω μου και κατεβαίνουμε όλοι μαζί σαν στραβοχυμένο φαγητό, πέφτουμε στην πισίνα στο τέλος και όσο εγώ ανεβάζω το μαγιώ που έχει βγει ο μισός κώλος μου, οι άλλοι προσπαθούν να ανακτήσουν την χαμένη τους αξιοπρέπεια. Δίπλα ένα κοριτσάκι έτρεξε σε έναν που έκανε τον Αη Βασίλη έξω από το καφέ και του είπε κάτι χαριτωμένο στο αυτί. Ο Αη Βασίλης χαμογέλασε, της είπε “μην ανησυχείς καθόλου!” και το παιδί έφυγε χαρούμενο.
Βγήκα να περπατήσω λίγο να τα χωνέψω. Λένε ότι ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα όταν διασκεδάζεις. Έτσι εξηγείται ότι νιώθω ότι είμαι ακόμα στο 1998 εγώ μάλλον. Έκατσα στο παγκάκι να διαβάσω λίγο ποίηση. Με Λειβαδίτη συχνά ρίχνω γκόμενες, διάλεξα μια έκδοση που γράφει φαρδιά πλατιά το όνομά του στο εξώφυλλο. Διάβασα και κάπου ότι είναι της μόδας τα μούσια, έχω μουστάκα μεγάλη ήδη, είμαι πανέτοιμος. Δυστυχώς ήρθε μια γριά. Της άρεσε ο Λειβαδίτης λέει. Είχε και μούσια. Της εξήγησα ότι αυτός όλο σε νησιά πήγαινε, ακόμα και εξορία στη Λήμνο ή την Μακρόνησο προτίμησε, παρά στα βουνά.
Την μπουρδούκλωσα κάπως αλλά με κοιτούσε ακόμα. Επιστράτευσα το κόλπο που κάνει ο φίλος μου ο Βαγγέλης όταν έχει κουραστεί και θέλει του αδειάσουμε την γωνιά για να την πέσει για ύπνο: βάζει τον 5χρονο γιο του να μας παίξει φλογέρα. Ε, άρχισα κι εγώ με μια φυσαρμόνικα, πλήρης επιτυχία και άμεση, η γιαγιά έφυγε σιγά σιγά, σέρνοντας τις παντοφλίτσες της. Εύκολο ήταν. Σαν αυτά τα ελαφρώς παραμορφωμένα, πλάγια γράμματα που πρέπει να είσαι άνθρωπος για να τα καταλάβεις. Έφτιαξαν προηγμένη τεχνητή νοημοσύνη και υπερυπολογιστές αλλά τα πλάγια γράμματα τους μπερδεύουν ακόμα. Εμ βέβαια. Αφού λέει η Microsoft ξεκίνησε στο γκαράζ του μπαμπά του Bill Gates. Η Apple στο πίσω δωμάτιο του θετού πατέρα του. Η Xiaomi στην τουαλέτα του παππού και η Huawei στην παπουτσοθήκη της ξαδέλφης του. Έτσι που πάμε, η επόμενη μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας θα αρχίσει από την τσέπη μου.
Άφησα δίπλα μου τον Λειβαδίτη, έκρυψα την φυσαρμόνικα και κοίταξα την Πίνδο. Μερικοί άνθρωποι χτίζουν τείχη γύρω τους, εγώ κάνω υπόγεια πυρηνικά καταφύγια σε ψηλά βουνά. Πήρα το αγέρωχο ύφος μου, αυτό που έχω όταν σκέφτομαι φιλοσοφικά ή/και μου έρχεται να κλάσω και δεν έχω αποφασίσει αν θα την ευχαριστηθώ ή θα την αναγκάσω να διαφύγει στα μουλωχτά. Τράνταξε το παγκάκι αλλά το ευχαριστήθηκα. Μέχρι που είδα την κοπέλα που είχε κάτσει στην άκρη του διακριτικότατα, τόσο ήσυχα που δεν την είχα πάρει χαμπάρι. Το χέρι της ήταν έτοιμο να ακουμπήσει τρυφερά το εξώφυλλο του Λειβαδίτη όταν αμόλησα τον Βεζούβιο εγώ.
Αυτό δεν μαζευόταν εύκολα. Άρπαξα το βιβλίο, άνοιξα μια τυχαία σελίδα και άρχισα να απαγγέλλω με στόμφο:
“Να το κλάσω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.”
Γέλασε. Ή ήξερε την κανονική βερσιόν ή ήταν κουφή, οπότε ούτε την κλανιά άκουσε ούτε το ποίημα. Απαιτούνται 10 με 15 μυς για να χαμογελάσεις αλλά πάνω από 30 για να συνοφρυωθεί ένα πρόσωπο. Δεν ήξερα αν ήταν γοητευμένη ή απλά τεμπέλα. Στην κάτω μεριά της πλατείας, εκεί στο ίδρυμα του Βαρώνου, δυο σκύλοι αλυχτούσαν.
“Νταξ, το πιάσαμε ρε σκύλοι, η ζωή είναι μια ανείπωτη θλίψη χωρίς φάρμακο, μια αρρώστια που διαλύει την ψυχή σας”, είπα με μαγκιά φιλοσοφική.
Γέλασε. Άρα δεν ήταν κουφή. Ή αυτό ή είδε την κολλημένη σπασμένη οδοντογλυφίδα στο δόντι μου. Ξέρεις ότι γέρασες όταν παραδέχεσαι στον γιατρό σου την πραγματική ποσότητα αλκοόλ που κατεβάζεις κάθε μέρα. Εγώ δεν έχω πρόβλημα με το σώμα μου πια. Είμαι σαν τον Έρικ Κλάπτον όταν παίζει με όπλα. Ο Σερίφης έχει ένα κακό προαίσθημα αλλά ο βοηθός του σερίφη πάντα χαλαρός, όσες φορές κι αν τραγουδήσεις το ρεφραίν.
Απέναντί μας το κοριτσάκι που είχα δει πριν έξω από το καφέ είχε βρει έναν άλλον Αη Βασίλη, του Δήμου νομίζω ήταν αυτός. Έτρεξε πάλι πάνω του χαρούμενη και του είπε κάτι στο αυτί. Ο Αη Βασίλης γέλασε, άρχισε να απαντάει, αλλά στα μισά το κοριτσάκι σηκώθηκε τσαντισμένο.
-Μα αφού σου είπα πριν λίγο τι θέλω!
Δεν πρόλαβα να γελάσω που ένα πεντάχρονο κατάλαβε μόνο του ότι δεν υπάρχει Αη Βασίλης, γιατί εκείνη την ώρα μπήκε στην πλατεία ένα μεγάλο τζιπ, στο οποίο ο πανέξυπνος ιδιοκτήτης είχε φορέσει κέρατα στα τζάμια. Το έχω ξαναδεί βέβαια, χαριτωμένο είναι αν και καθόλου πρακτικό. Ένας ελαφρώς μεθυσμένος κυνηγός όμως με γυρισμένη την πλάτη μάλλον δεν είχε ξαναδεί τέτοια διακόσμηση αυτοκινήτου. Όπως έπιασε το κέρατο στην περιφερειακή του όραση, γύρισε με την οπλισμένη καραμπίνα και έριξε κατευθείαν. Ευτυχώς ήταν άχρηστος στο σημάδι, αλλά τα πίσω τζάμια έσπασαν. Κονφούζιο στην πλατεία, γύρισα να δω αν η κοπελιά δίπλα μου το διασκέδαζε όσο εγώ.
Άφαντη. Είχε πάρει και τον Λειβαδίτη. Κάτι ξέρει ο Αη Βασίλης κι έρχεται μόνο μια φορά τον χρόνο.
.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι διάσημος συγγραφέας. Οπότε αν είναι να ψάχνει γκόμενες σε παγκάκια στο Μέτσοβο, το κάνει με δικά του βιβλία, όχι Λειβαδίτη βέβαια. Η φωτογραφία είναι κλεμμένη από την Mary Kyameti όπως και το Μέτσοβο και ο Λειβαδίτης. Η κλανιά όλη δική μου.