Εκείνο το απόγευμα, καθόμασταν στο μικρό café που συχνάζαμε και κοιταζόμασταν. Εγώ κάπνιζα και σε κοιτούσα με απορία, εσύ βαριαναστέναζες και με εμφανή ανησυχία στο ύφος σου, έπινες την μπύρα σου. Με παρακαλούσες να σου στρίψω ένα τσιγάρο. Εγώ δεν απαντούσα, σα να μη σε άκουγα και φυσούσα επιδειχτικά τον καπνό προς το μέρος σου δείχνοντας να απολαμβάνω κάθε ρουφηξιά. Για λίγο χαιρόμουν να παίζω με αυτή σου την ανάγκη… εσύ να θες να καπνίσεις και να λες στον εαυτό σου δεν πρέπει, αλλά να θέλεις, κι εγώ να κάνω ότι θέλω, να ανάβω και να σβήνω τα τσιγάρα με άνεση, χωρίς ενοχές, έτσι απλά.
“Λοιπόν θα μου πεις;” Έσβησα το τσιγάρο με αποφασιστικότητα στο τασάκι κι αμέσως πήρα τον καπνό κι άρχισα να στρίβω το επόμενο.
“Να, κοίτα, ξέρεις… είμαι λίγο μπερδεμένος”.
“Δηλαδή;” Σε έκοψα απότομα.
“Να σκεφτόμουν αυτά που συζητούσαμε τις προάλλες. Πώς όλα περνάνε, όλα φεύγουν, όλα χάνονται. Πως ο έρωτας φεύγει“.
“Ναι, και;” Άναψα το τσιγάρο κοφτά και φύσηξα τον καπνό προς το μέρος σου.
“Και, να… έλα τώρα, δεν το βλέπεις; Δεν είμαστε όπως παλιά. Δε μου στέλνεις πια πρωινά μηνύματα. Δεν ανυπομονείς για να με δεις. Δεν έχεις τη λαχταρά που είχες. Κάποτε ξενυχτούσαμε μέχρι το πρωί κάνοντας έρωτα, ή απλά καθόμασταν και μιλούσαμε, ή απλά ακουμπούσαμε ο ένας τον άλλο. Εσύ τώρα τα βράδια μου γυρνάς την πλάτη. Και δε χορεύουμε πια. Κάποτε πίναμε και χορεύαμε αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει. Τώρα σπάνια βγαίνουμε και δε χορεύουμε ποτέ. Και προχθές που βγήκαμε με τα παιδιά δεν ανταλλάξαμε κουβέντα εμείς, εννοώ εμείς οι δύο, μεταξύ μας. Και τις προάλλες…”
Συνέχιζες να μιλάς κι εγώ κοιτούσα πίσω σου την τζαμαρία. Έξω ψιχάλιζε κι ο κόσμος άνοιγε τις ομπρέλες του και υπήρχε μια σύγχυση στο δρόμο, η ίδια που επικρατούσε μέσα μου. Δίπλα στην τζαμαρία η πόρτα. Από πάνω έγραφε «ΕΞΟΔΟΣ» με πράσινα γράμματα. ΕΞΟΔΟΣ… αδιέξοδος, σκέφτηκα. Το πόδι μου άρχισε να τρέμει, το αίμα μου να παγώνει. Άρχισα να πονάω. Πόσο με πλήγωναν αυτά που άκουγα, να ήξερες πόσο πονούσαν τα λόγια σου, σα μαχαίρια που μου ξέσκιζαν τα σωθικά.
“Δεν είσαι όπως ήσουνα. Δεν είμαστε όπως ήμασταν“, ήταν τα τελευταία σου λόγια. “Όλα περνάνε και χάνονται”.
Η βροχή είχε πιάσει για τα καλά και που και που μπουμπούνιζε. Κοιτούσα πίσω σου την τζαμαρία χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη και έμοιαζα να έχω βυθιστεί στο κενό. Παρατηρούσα τις πολύχρωμες ομπρέλες να κινούνται στο δρόμο πάνω-κάτω. Είσαι ερωτευμένος με τον έρωτα, σκέφτηκα. Είσαι σαν τις πολύχρωμες ομπρέλες που κινούνται ακανόνιστα. Σε λίγο η βροχή θα σταματήσει κι όλοι θα κλείσουν τις ομπρέλες και δε θα υπάρχει αυτή η αναστάτωση, ούτε πολύχρωμη ροή. Η ροή των περαστικών θα συνεχίσει να υπάρχει χωρίς σύγχυση, χωρίς χρώμα. Θα είναι άχρωμη. Κι εσύ θα χαθείς σαν τις πολύχρωμες ομπρέλες. Έχεις δίκιο, σκέφτηκα, όλα χάνονται, όλα περνάνε, μα αν κοιτούσες λίγο καλύτερα θα έβλεπες ότι ταυτόχρονα τίποτα δεν αλλάζει και όλα ίδια μένουν. Ο κόσμος δε θα σταματήσει ποτέ να κινείται πάνω-κάτω, ακανόνιστα.
“Ξέρεις κάτι”, σου είπα. “Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μου μιλάς. Λυπάμαι που βλέπεις έτσι τα πράγματα. Εγώ πεθαίνω για σένα, σ’ αγαπώ. Κι αν τόση αξία έχει για σένα ο έρωτας τότε ναι, έχεις δίκιο. Ο έρωτας περνάει και τα παίρνει όλα μαζί του. Δεν ξέρω αν μένει κάτι, αν λέγεται αγάπη, αν είναι πιο δυνατό από τον έρωτα, αν, αν, αν. Δεν έχω απάντηση. Όμως ξέρω να βλέπω αν υπάρχει ομορφιά σε ότι αισθάνομαι. Κι εγώ αισθάνομαι όμορφα μαζί σου, με ή χωρίς έρωτα”.
Σηκώθηκα, φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα στη βροχή χωρίς ομπρέλα. Τι σημασία είχε πια… ένα παιχνίδι είναι ο έρωτας σαν τις ομπρέλες του δρόμου, ένα παιχνίδι κι αγάπη που γίνεσαι μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Μα πάντα θα μένει η ροή, αυτό το περπάτημα στο δρόμο με βροχή, με ή χωρίς ομπρέλα.