Συνέντευξη στη Μαρκέλλα Καζαμία
Γνώρισα την Άννα πριν από περίπου ένα χρόνο, με αφορμή τη συνεργασία μας για την Παράσταση «Γάμοι, Κηδείες και δεν έχω τίποτα να φορέσω» που ανεβαίνει στις 12 Δεκεμβρίου (στο Badminton Loft) για δεύτερη χρονιά στην Αθήνα μετά την περσινή της επιτυχία. Η έμπνευση της για το θεατρικό αυτό έργο αφορά τη μόδα και τα ρούχα και την εξάρτηση που έχουν από αυτά οι γυναίκες κάθε εποχής, καθώς συνδέονται άμεσα με τη ψυχοσύνθεση τους. Άλλωστε πάντα το ντύσιμο της γυναίκας είναι συνδεδεμένο με τις πιο σημαντικές και απόκρυφες στιγμές της ζωής της.
Χαρούμενη, δημιουργική, σε διαρκή κίνηση, εμπνέεται διαρκώς και γράφει, ασχολείται με την πολιτική και αρθρώνει λόγο για τα κακώς κείμενα. Φτιάχνει πάντα χαρακτήρες και ήρωες που ζουν ανάμεσα μας, δίπλα μας και ταυτιζόμαστε μαζί τους γιατί μπορεί να τους μοιάζουμε και λίγο…
Ήσουν φοιτήτρια στην ΑΣΟΕΕ και κατέληξες στη Δραματική Σχολή με σκοπό να γίνεις ηθοποιός ή σκηνοθέτης τελικά;
Ήμουν φοιτήτρια στην Δραματική Σχολή όταν κατέληξα στην ΑΣΟΕΕ. Πάντως δεν είχα σκοπό να γίνω οικονομολόγος. Ηθοποιός, όπως όλα τα κοριτσάκια ήθελα να γίνω, αν και τελικά πραγματοποίησα το πρωταρχικό παιδικό μου όνειρο να γίνω συγγραφέας.
Τι σε οδήγησε να γράψεις σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο και αργότερα για το θέατρο;
Η ζωή, που άλλους τους ανεβάζει, άλλους τους κατεβάζει. Βρέθηκα να γράφω by accident. Σκηνοθετούσα μία επιθεώρηση και μου έλειπε ένα κείμενο για γυναίκες (είδες σύμπτωση;). Δεν μου έκαναν το χατίρι οι συγγραφείς που ήταν πολύ «μάτσο» τύποι, και κάθισα και το έγραψα μόνη μου. Έτσι άρχισαν όλα.
Ήσασταν πάντα συγγραφικό ζευγάρι με τον Χάρη Ρώμα. Είναι αναγκαίο αυτό για μια επιτυχημένη δουλειά; Είναι καλύτερο να γράφει κανείς σε συνεργασία με κάποιον μόνιμο συγγραφικό «παρτενέρ»;
Δεν υπάρχει πανάκεια για την επιτυχημένη δουλειά. Η συγγραφή ενός θεατρικού έργου ή ενός βιβλίου είναι κατά βάση μοναχική δουλειά, όχι ότι συνεργασίες δεν μπορούν να παράξουν αριστουργήματα, αλλά το σενάριο είναι άλλο πράγμα και ειδικά το κωμικό και ειδικά το τηλεοπτικό που απαιτεί και έναν τεράστιο όγκο δουλειάς. Είναι σαν την αγάπη, θέλει δύο για να ζεσταθεί. Και δεν κάνω πλάκα, θέλει τουλάχιστον ένα δεύτερο μάτι για να εκτιμήσει αντικειμενικά το timing, το χιούμορ, τη δομή. Ή σε ισότιμη συνεργασία, όπως ήταν η δική μου με τον Χάρη, είτε έχοντας κάποιον σαν βοηθό ή χωρίζοντας τους ρόλους. Άλλος για τη δομή, άλλος για τον διάλογο, άλλος για το rewrite ή όπως γίνεται στις Αμερικάνικες και Αγγλικές σειρές που ένας έχει την ιδέα, ο creator της σειράς και υπάρχει ένας αριθμός συνεργαζόμενων σεναριογράφων.
Πώς φτιάχνεις τους χαρακτήρες για ένα έργο; Τι σε εμπνέει και πώς γίνεται να είναι τόσο αληθοφανείς;
Με εμπνέουν άτομα που ξέρω, παίρνω κάποια στοιχεία από αυτά, όπως κοινωνικά χαρακτηριστικά ή ιδιόμορφο χιούμορ, τα συνδυάζω με πράγματα από εμένα, με καταστάσεις που θα ήθελα να έχω ζήσει ή να μη μου έχουν συμβεί με τίποτα, τα πετάω στον μύλο της μυθοπλασίας και πατάω το enter. Μετά αρχίζει η δημιουργία και η πραγματική δουλειά που είναι χαμαλίκι. Γράφω, πετάω, ξαναγράφω, ξαναπετάω, επιστρέφω στο αρχικό, το απορρίπτω, και φτου κι απ την αρχή. Καμιά φορά εμπνέομαι όχι από τον ρεαλιστικό κόσμο, από άλλα έργα καλλιτεχνικά. Έτσι κι αλλιώς από τότε που εφευρέθηκε ο κινηματογράφος, η διαχωριστική γραμμή του τι έχεις ζήσει πραγματικά και του τι έχεις δει στο σινεμά είναι δυσδιάκριτη. Ήρθε και το ίντερνετ κι όλα μπερδεύονται γλυκά.
Πώς εμπνεύστηκες την ιδέα για το έργο «Γάμοι, Κηδείες και δεν έχω τίποτα να φορέσω;». Αφορά μόνο τις γυναίκες ή και τους άντρες το θέμα αυτό;
Από την εποχή που η ντουλάπα μου ήταν γεμάτη και ποτέ δεν είχα τι να φορέσω. Τώρα η ντουλάπα μου είναι ακόμα γεμάτη, αλλά όλα είναι τόσο παλαιάς μόδας που πάλι δεν έχω τι να φορέσω. Πέρα από την πλάκα, αυτό είναι ένα γυναικείο σύνδρομο που δεν έχει να κάνει μόνο με το ταξικό του πράγματος, έχω λεφτά άρα έχω και τι να φορέσω, αλλά με τον τρόπο που έχουμε μεγαλώσει. Αφορά στην ουσία το ότι η πραγματική εικόνα μας ποτέ δεν μας ευχαριστεί, σε σχέση με το φαντασιακό ιδεώδες που πλάθουμε για τον εαυτό μας και που είναι εκείνο το οποίο η μαζική κουλτούρα και ο σεξισμός μας έχει υποβάλει. Φυσικά, αφορά και τους άντρες γιατί το έργο στην πραγματικότητα μιλάει για σχέσεις και ένα πολύ μεγάλο μέρος του είναι αφιερωμένο στην σχέση μας με τους άντρες. Άσε που ταυτίζονται γιατί όλοι έχουν περάσει το ψυχόδραμα της απελπισμένης συντρόφου μπροστά στην ντουλάπα.
Και φυσικά η μόδα είναι αυτή που περισσότερο και από την μουσική χαρακτηρίζει μια εποχή. Αν δεις ένα πουά φόρεμα με φουρό ξέρεις ότι μιλάμε για τα fifties, ένα στενό μεταξωτό ανσάμπλ με ασορτί καπέλο σε παραπέμπει στην δολοφονία του Κένεντι. Ένα τζιν καμπάνα συνδυασμένο με ταγάρι αντί τσάντας, στην μεταπολίτευση.
Γιατί ασχολείσαι τόσο ενεργά με την πολιτική; Πιστεύεις ότι μπορούν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα σε αυτόν τον τομέα ώστε να μπορούν να συμμετέχουν νέοι και με πιο υγιή νοοτροπία και όραμα άνθρωποι;
Ασχολούμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ίσως παίζει ρόλο και ο τρόπος που μεγάλωσα, όλα στο σπίτι ήταν πολιτικά, με την Αριστοτελική έννοια του όρου. Κι επειδή δεν είμαι idiot, ασχολούμαι με τα κοινά, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο προσωπικό από το πολιτικό και τίποτε πιο πολιτικό από το προσωπικό. Δεν πιστεύω ότι είναι θέμα ηλικίας, αλλά ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας. Ξέρω κάτι 25άρηδες που έχουν γεννηθεί γέροι, και κάτι γέρους που πατάνε τους έφηβους και σε αντιλήψεις και σε αγωνιστικότητα. Είναι όπως στην Τέχνη. Ξέρεις κανέναν πιο νέο από τον Γούντι Άλεν;
Είσαι αισιόδοξη για το μέλλον; Και τι θα έλεγες στους νεότερους που επιθυμούν να κάνουν πράγματα σε ένα δύσκολο χώρο όπως αυτός της τέχνης;
Αισιόδοξη είμαι από την φύση μου, αλλά δεν θεωρώ ότι το να σκέφτεσαι θετικά επιφέρει καρπούς, είμαι αντιΚοέλιο σ αυτό το θέμα. Το μέλλον δεν θα γίνει από μόνο του καλό, θα το κάνουμε εμείς, αν το θελήσουμε και αν αγωνιστούμε για αυτό. Το να είσαι αισιόδοξος χωρίς να παλεύεις για το αύριο είναι απλά χαζοχαρουμενιά. Τίποτε δεν χαρίζεται, όλα κερδίζονται. Στους νεότερους στο χώρο της Τέχνης θα έλεγα να προχωρήσουν ούτως ή άλλως. Πάντα ήταν δύσκολος χώρος και πάντα είχε οικονομική κρίση. Όταν ρώτησαν την φτασμένη πια Μπίλι Χολιντέϊ πως αντιμετώπισαν σπίτι τους την κρίση του 29, απάντησε: Δεν την καταλάβαμε, στο σπίτι μου είχαμε πάντα Κραχ.
(δείτε λεπτομέρειες για την παράσταση της Άννας Χατζησοφιά, κάνοντας κλικ εδώ)