Έλα, κάτσε εδώ μαζί μου.
Σαν το σπίτι σου τα δωμάτια του μυαλού μου – δωμάτια γεμάτα ράφια με βιβλία, με ανοιχτά παράθυρα που βλέπουν την θάλασσα. Με γρύλους να τραγουδάνε κάτω απ’ το παραθύρι ένα γλυκό νανούρισμα. Κάτσε, βολέψου. Απόλαυσε την θέα – κοίτα πόσο κόκκινο είναι το φεγγάρι που εμφανίζεται πάνω από την μαύρη θάλασσα και πόσο κόκκινα φαίνονται τα κύματα. Δες την ομίχλη πως ταξιδεύει μπροστά απ’ αυτήν και αφήνει στο αέρα το υγρό της χάδι.
Κάτσε, κάτσε δίπλα μου να κάτσουμε να τα πούμε. Κάτσε να μου πεις μια ιστορία… Ναι, αμέ – κι εμένα μου αρέσει να ακούω ιστορίες… ειδικά τις ιστορίες σου. Αυτές που με ταξίδευαν μακριά, σε τόπους μακρινούς, σε τοπία γεμάτα ασημένιες ελιές που απλώνονται όσο μακριά βλέπουν τα μάτια σου. Σε βόλτες με τ’ αμάξι και τα μακριά, ατημέλητα μαλλιά σου που δεν δαμάζονται ποτέ να κυματίζουν στον άνεμο.
Δεν μιλάς πολύ κι εγώ δεν μιλάω λίγο. Έχω ξαπλώσει επάνω σου, το κεφάλι μου έχει κουρνιάσει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου, και μου χαϊδεύεις αργά τα μαλλιά και χαμογελάς, όταν βρίσκεις κι άλλες γκρι τρίχες. Και μ’ ακούς που σου μιλάω για όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτά τα δωμάτια του μυαλού μου, το κάθε βιβλίο επάνω σε κάθε ράφι άλλη μια ιστορία, άλλη μια ιστορία μου. Δωμάτια γεμάτα ιστορίες και σκέψεις, κι όλα με ανοιχτά παράθυρα που βλέπουν την θάλασσα. Θαλασσινός αέρας τα γεμίζει, και τα βράδια κάνει υγρασία, αλλά το πρωί είναι όλα τα βιβλία εκεί.
Εκεί ήταν, κάποτε, πιο ζόρικα τις Κυριακές. Αυτά τα βράδια με μια αίσθηση τέλους – αντί ολοκλήρωσης, που σου θυμίζουν τον βαθύ πόνο και παράπονο στη καρδιά, όταν σου έλεγαν οι γονείς σου ότι ήρθε η ώρα να φύγετε από το λούνα παρκ. Που έπεφτες κάτω κλαίγοντας και φωνάζοντας και χτυπώντας τα πόδια γιατί δεν ήθελες να φύγεις ακόμα και ήθελες άλλα 15 λεπτά. Όλα φαίνονται λίγο πιο απαισιόδοξα, νιώθουν λίγο πιο άβολα, λίγο πιο μουντά.
Και σταματάς και με κοιτάς, με αυτό το βλέμμα που με ακτινογραφεί, που με διαπερνάει και με διατρυπάει και βλέπει βαθιά μέσα στο είναι μου, και βλέπει τον βασικό, διπολικό πυρήνα μου – του σκοταδιού και του φωτός. Και χωρίς να πεις λέξη, τα λες όλα με ένα σου φιλί. Όχι απ’ αυτά τα φιλιά κινηματογράφου που σκάνε από πίσω βεγγαλικά και όλοι είναι χαμογελαστοί και χειροκροτούνε. Το δικό σου φιλί είναι ένα μικρό ασημένιο πεφταστέρι ένα βράδυ Οκτωβρίου, αυτά τα βράδια που φοράς για πρώτη φορά μπουφάν από τότε που ξεκίνησε στην πόλη να βαράει σαραντάρια. Αυτό είναι το φιλί σου, και αφήνει γλυκιά επίγευση στα χείλη.
Το τζάμι στο ένα παράθυρο έχει ραγίσει κι αυτό με στεναχωρεί, αλλά γι άλλη μια φορά μου χαμογελάς και ψιθυρίζεις με δάκρυα στο βλέμμα και με βαθιά, ειλικρινή αγάπη, πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος για ένα ραγισμένο τζάμι. Και τώρα χαμογελάω εγώ, γιατί σκέφτομαι όλα μου τα ραγισμένα και σπασμένα ποτήρια – ποτήρια γεμάτες περίπλοκες, κοφτερές, ασημένιες χαραμάδες, που απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση.
Ξέρω, μπορεί να σου ακούγομαι κάπως. Μα ξέρεις κάτι; Μια φορά αναρωτήθηκες αν εσύ μπορείς να καταφέρεις να ενώσεις τα ραγισμένα κομμάτια μου, και σήμερα σου απαντώ ότι πλέον μέσα μου δεν βλέπω ραγισμένα κομμάτια. Σήμερα, κάτω απ’ αυτό το κόκκινο φεγγάρι νιώθω ότι τα κομμάτια μου λάμπουν όλα μαζί, ενωμένα μέσα στην εύθραυστη φύση τους, λάμπουν και χορεύουν σαν ένα ολόκληρο, υπέροχο, μωσαϊκό.
Έτσι νιώθω.
Σαν να μην έχουν πλέον το ίδιο βάρος οι Κυριακές, τα βράδια.
Είναι περίεργο να μην έχουν πλέον σημασία, να είναι απλά ένα βράδυ, εν μέρη σαν όλα τα αλλά, και εν μέρη εντελώς διαφορετικά. Όταν κάθε μέρα είναι Κυριακή, τότε αντιστρόφως κάθε Κυριακή μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε άλλη μέρα. Και έτσι, σιγά σιγά, έρχονται σε ισορροπία αυτά τα εσωτερικά κομμάτια. Όταν ξεχνάς το ποίος είσαι, όταν δεν υπάρχουν καν καθρέφτες να σε δεις και ξεχνάς και το πως μοιάζεις, τότε είναι η καλύτερη ευκαιρία να σε δεις αληθινά. Να σε δεις, πλέον, με τα μάτια της ψυχής.
Έτσι νιώθω.
Με παίρνεις αγκαλιά και με βάζεις για ύπνο, και μου λες πόσο πολύ αδυνάτισα, ότι φαίνομαι πιο αδύνατος από ποτέ, και το λες ειλικρινά από μια καθαρή, καρδιακή, ανησυχία, επειδή θέλεις όντως να είμαι πάντα καλά. Κι εγώ σου λέω ότι δεν έχω νιώσει ποτέ πιο δυνατός. Ότι δεν έχω νιώσει ποτέ να με συνεπαίρνει τόσο ένα σύννεφο ομίχλης, να συγκινούμαι από τα χρώματα των φτερών ενός γερακιού, να αισθάνομαι τόσο άνετα με το άγνωστο και τα ανοιχτά παράθυρα που κάποτε φοβόμουν.
Κοιμάμαι με χαμόγελο στα χείλη.
Και κάνεις να φύγεις από τα δωμάτια του μυαλού μου μέσα, και κοντοστέκεσαι στην πόρτα.
— Να προσέχεις, μου λες.
Πάντα, μωρό μου. Πάντα.