Ήταν ένα βροχερό κυριακάτικο πρωινό του Γενάρη. Όλα έμοιαζαν ίδια, με εκείνη την κανονικότητα που με έπνιγε. Η μάνα απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού – έτσι είχε αποφασίσει να διαχειρίζεται την κατάσταση… αν όλα ήταν στην εντέλεια εξωτερικά ίσως να τακτοποιούνταν και μέσα της, μάταια όμως! Κι εγώ είχα κολλήσει στη Γαλλική Επανάσταση, κολλημένη σε μια σελίδα της ιστορίας…λες να ήταν σημαδιακό; Ήθελα να κάνω κι εγώ τη δική μου επανάσταση; Μπα φοβόμουν τόσο πολύ για να επαναστατήσω…κι ας ούρλιαζε η ψυχή μου για λίγη ελευθερία!
‘Είναι περασμένες μία κι ο μπαμπάς δεν έχει γυρίσει ακόμα’, μονολόγησα. Μήπως του έχει συμβεί κάτι; Μα δε θα αργούσε για το κυριακάτικο τραπέζι μας, εκεί που τρώμε όλοι μαζί, κι η σιωπή μας τσακίζει τις ψυχές μας… Μήπως του έχει συμβεί κάτι;
Το βιβλίο κολλημένο στην ίδια σελίδα, μα είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ! Ανησυχώ…Λες να έχει πάθει κάτι; Τον τελευταίο καιρό δυσκολεύεται πολύ και βυθίζεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του και στο ποτό…Αυτό το καταραμμένο ποτό… Μήπως του έχει συμβεί κάτι;
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η αδερφή του.
‘Έφτασε;’, ρωτάει με ψεύτική ανησυχία στη φωνή.
‘Όχι. Πριν πόση ώρα έφυγε;’, φανερά θορυβημένη η μάνα μου.
‘Πριν κανά μισάωρο. Αχ βρε παιδί μου, τι θα γίνει με το χάλι του; Πίνει πολύ. Πρέπει να βρεις ένα τρόπο να τον κάνεις να σταματήσει.’,
Λες και υπάρχει τρόπος, σκέφτηκα.
Αμυνόμενη η μάνα μου, της απαντά:
‘Τα έχω προσπαθήσει όλα… τι άλλο να κάνω;’
Και το μπαλάκι των ευθυνών πηγαίνει από τη μία στην άλλη…δε μπορώ να τις ακούω άλλο. Κλείνω την πόρτα του δωματίου μου, που σε λίγο θα ανοίξει κι η μάνα μου θα μου ζητήσει να πάω στη γειτονιά να τον ψάξω, γιατί έπρεπε να έχει ήδη γυρίσει. Κι εγώ στρατιωτάκι αμίλητο, αγέλαστο θα υπακούσω τυφλά και θα εκτελέσω την εντολή με απόλυτη ακρίβεια κι ας μη θέλω – όπως κάθε φορά που ο πατέρας με στέλνει να του αγοράσω ποτό, κι ας μη θέλω- κι ας φοβάμαι για το τι θα αντικρύσω, κι ας θέλω τόσο πολύ να της ζητήσω να με προστατέψει, μα δε βγαίνει φωνή, ούτε καν ψίθυρος! Κλείστο κι αυτό μέσα σου και βγες, πάρε τα πόδια σου και πήγαινε να τον βρεις!’
Δεν πήρα μπουφάν κι ας έχει κρύο! Στην ψυχή μου το κρύο είναι μεγαλύτερο. Τρέχω, κάνω βόλτα το τετράγωνο κι αρχίζει να βρέχει. Κλαίει ο ουρανός για μένα, δεν έχω εγώ τέτοια πολυτέλεια…Μα που μπορεί να είναι; Μήπως του έχει συμβεί κάτι; Βλέπω από μακριά το αυτοκίνητο παρκαρισμένο. Τρέχω προς το μέρος του και τον βλέπω να είναι ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο και να τουρτουρίζει από το κρύο. Εκεί στις κρύες πλάκες του δρόμου, είναι κουρνιασμένος ο ήρωάς μου… Με κοιτάει με βλέμμα χαμένο. Το οινόπνευμα κυλάει άφθονο στις φλέβες του όπως το αίμα έχει συσσωρευτεί γύρω απ’την καρδιά μου που πάει να σπάσει.
‘Χτύπησες; Ζαλίστηκες; Τι έπαθες;’, τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις που δεν πρόκειται να απαντήσει. Κι εγώ μιλάω ακατάπαυστα γιατί δεν ξέρω τι άλλο να κάνω…
‘Πιάσε το χέρι μου να σε σηκώσω’. Μα πώς να τον σηκώσω; Είναι ασήκωτο αυτό το φορτίο για μένα….
Με κοιτάει με μάτια φοβισμένα. Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας φοβάται πιο πολύ. Μα δε θα το σκέφτομαι για πολύ ακόμα. Τον πιάνω από τους ώμους και με όση δύναμη έχω τον σηκώνω!
‘Στηρίξου πάνω μου’, του λέω. Κι οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί…
Γυρνάμε σπίτι για να παιχτεί η επόμενη πράξη του δράματος:ο καβγάς, για την κατάστασή του, που δεν τον αντέχει άλλο η μάνα μου, που δε σκέφτεται το παιδί του, που το ένα, που το άλλο…κι αφού η άκρη δε θα βγει, θα πιει άλλα δυο ποτηράκια, έτσι για να αισθανθεί πιο δυνατός… Και μετά σιωπή. Και κανείς από τους δυο τους δε ρωτάει πώς είμαι. Κι ας φοβάμαι, κι ας έχω μπουχτίσει από αυτή την κατάσταση…
Πέρασαν πολλές τέτοιες Κυριακές κι άλλες τόσες που έπνιξα το θυμό και την απογοήτευση, τον πόνο και τη ντροπή και δηλητηρίασα την ψυχή μου με ενοχές…Έγειραν οι πλάτες μου από το φορτίο.
Τώρα πια σε καταλαβαίνω…πονούσες, φοβόσουν και δεν είχες τρόπο να μιλήσεις γι’ αυτό που σου συνέβαινε… Αναζητούσες μάταια την ανακούφιση σε κάτι ψεύτικο.
Και τη μάνα την καταλαβαίνω…θα μπορούσε να με έχει προστατέψει, μα δε μπορούσε να προστατέψει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό…
Τώρα πια το ξέρω… ήμουν παιδί, δε μπορούσα να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω να κόψεις το ποτό…
Οι πληγές επουλώθηκαν κι έσβησαν το σημάδι τους. Αύριο ξημερώνουν τα γενέθλιά σου και η συγχώρεση είναι το δώρο μου…