Ξεκλείδωσα απόψε το συρτάρι μου και έβγαλα από μέσα το κουτί με το καλοκαίρι μας. Το άνοιξα σιγά-σιγά και το δωμάτιο, το σπίτι, η πόλη ολόκληρη άρχισε να μυρίζει – να μυρίζει αυτή την αλμύρα που τινάζεται όταν το καράβι αρχίζει να απόκτά φόρα, να μυρίζει αυτό το λάδι που έβαζες στα βρεγμένα απ’ την θάλασσα μαλλιά σου όταν τα χτένιζες, να μυρίζει αυτόν τον γλυκό σου ιδρώτα αυτόν από τα τσαλακωμένα βράδια μας. Να μυρίζει μαργαρίτες – αυτές που πίνονται όχι αυτές που φυτρώνουν – να μυρίζει μακαρόνια με λευκή σάλτσα και καυτερό πιπέρι, να μυρίζει ρακί και τσιγάρα και μετά κι άλλη ρακί κι άλλα τσιγάρα.
Και πήρα μια-μια τις φωτογραφίες μας και τις κοιτούσα και ξεφυσούσα και χαμογελούσα και τις έβλεπα να ζωντανεύουν και να παίρνουν ζωή – να παίρνουν γεύση, να απόκτούν κίνηση, να βγάζουν μουσική…
Γεύσεις από φιλιά σα πρώτα, φιλιά μέσα σε μια κρυστάλλινη θάλασσα κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό, φιλιά με καυτή γεύση ούζου ή τσίπουρου ή όλα αυτά τα όμορφα πράματα μαζί. Γεύσεις σαν το ωμό ψαράκι στο πρώτο σου σούσι, στα πρώτα αυγά ψαριού που έσκασαν στο στόμα σου και γέλασες και σε κοιτούσα χαμογελαστά και χαμογελούσες επειδή:
— Μα έχουν γεύση θάλασσας!
Γεύση μηλόπιτας. Μιας τέλειας μηλόπιτας με παγωμένο παγωτό βανίλια. Που έχει αυτόν τον απόλαυστικό συνδυασμό ζεστού και κρύου, αυτός ο απόλαυστικός συνδυασμός ακραίων άκρων που τόσο σ’ άρεσε και τόσο μισούσες σε εμένα.
Μας είδα εκεί που σε σήκωνα ψηλά στον αέρα και εγώ ένιωθα σα γίγαντας και εσύ ένιωθες σα μικρό παιδί και γελούσες. Και γελούσες με όλη σου την ψυχή από βαθιά μέσα στο στομάχι σου, εκεί βαθιά που ξεκινάνε τα πιο όμορφα γέλια. Εκεί με τα ποδαράκια σου να κλωτσάνε χαρούμενα και ανέμελα και ευτυχισμένα στον αέρα και να μην θέλεις να σε αφήσω γιατί όλα εκεί πάνω είναι πιο όμορφα, εκεί τόσο ψηλά που ακόμα και τα σύννεφα που τόσο μισούσες και που τόση θλίψη σου προκαλούσαν δεν σε αγγίζουν. Είδα αυτά τα απαλά ελάχιστα γαργαλιστικά χάδια στο κάτω μέρος της πλάτης σου που σε ηρεμούσαν και σε ηλέκτριζαν συγχρόνως. Είδα τον τρόπο που χορεύαμε μαζί και κοιταζόμασταν και μιλούσαμε μόνο με τα μάτια και με ένα χαμόγελο. Αρχοντικά, παραδοσιακά χορεύαμε με μία αίγλη από μια άλλη εποχή, χορεύαμε και μου χαμογελούσες ενώ έστριβες το κεφάλι σου και τινάζονταν τα μαλλιά σου και εγώ άπλωνα τα χέρια μου περήφανα και εσύ ήρθες κοντά μου νησιώτικα, με τσαχπινιά.
Άκουσα αυτόν τον ήχο έξω απ’ το μπαλκόνι, αυτό το τζι-τζι-τζι-τζι-τζι που μας νανούριζε τα μεσημέρια και μας κρατούσε ξύπνιους το βράδυ. Ήχους σάλσας, και ροκ κιθάρας, και κρητικής λύρας όλα μαζί να σφυρίζουν, να μας λικνίζουν, να μας αποπλανούν. Αυτόν τον ήχο της θάλασσας όταν ξαπλώσαμε βράδυ και κοιτούσαμε τα αστέρια που έπεφταν από τον ουρανό. Αυτές οι ανάσες. Οι ανάσες μαζί, ανάσες βαριές, ανάσες ανάμεσα σε ανάσες ανάμεσα σε κομμένοι ψίθυροι που τελείωναν σε κραυγές και αναστεναγμούς.
Όλα βγήκαν από το κουτί, το ξύλινο, το παλιό, το όμορφο αυτό κουτί μέσα στο οποίο είχα βάλει μέσα το καλοκαίρι μας. Κολυμπούσαν σαν οράματα μπροστά απ’ τα μάτια μου σε πολύχρωμους χρωματικούς συνδυασμούς και κάλπαζαν και βγήκαν στους δρόμους και στα στενά και στις πλατείες πετώντας αριστερά-δεξιά δεσμίδες φωτός. Και, στο ορκίζομαι, νομίζω μετά το βγάλανε στις ειδήσεις. Θαύμα! φωνάζανε, Θαύμα! Ο Έρωτας έχει πλημμυρίσει την πόλη! Τρομαγμένοι οι μισοί κάτοικοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους, φοβούμενοι αυτό το ξένο χρυσαφένιο φως που τινάχτηκε πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Οι άλλοι όμως… Οι άλλοι όμως… Οι άλλοι χορεύανε στην βροχή.
Και όλα αυτά από το κουτί, με το καλοκαίρι μας, αυτό, αυτό το καλοκαίρι που κλείδωσα σε ένα συρτάρι και το άφησα εκεί στα σκοτεινά. Αντί…αντί να το έχω για πάντα μέσα μου. Να έχω το καλοκαίρι μέσα μου.
Αυτό το αθάνατο καλοκαίρι του πνεύματος – όχι ατελείωτο, ούτε αδιάκοπο – αλλά ειλικρινά…αθάνατο καλοκαίρι μέσα μου.
Χάιδεψα με αγάπη τα μικρά λευκά συννεφάκια που νόμιζαν ότι μπορούσαν να χαλάσουν αυτό το υπέροχο, ατελείωτο γαλάζιο στο οποίο μέσα του έβλεπα εσένα. Γιατί είχα κλειδώσει το καλοκαίρι; αναρωτήθηκα. Δεν μπορούσα καν να θυμηθώ γιατί το έκανα. Νομίζω θύμωσα; Νομίζω στεναχωρήθηκα; Μα με τι να στεναχωρηθώ; έλεγα δείχνοντας το ταβάνι, δείχνοντας εσένα να βγαίνεις απ’ το νερό και να πέφτεις επάνω στην τραγανή και ζεστή από τον ήλιο πετσέτα σου, να βάζεις τα μαλλιά σου στο στόμα σου και να γεύεσαι το αλάτι και να χαμογελάς λαίμαργα που χορταίνεις καλοκαίρι.
Με ένα δυνατό τίναγμα των φτερών τους πετάχτηκαν δυο παπάκια και πετάξανε μακριά και χάθηκαν στα πολύχρωμα φώτα και άφησαν πίσω τους τέσσερις λέξεις γραμμένες στον τοίχο της Αθήνας να λένε: Το καλοκαίρι θα ‘ρθει.
Το καλοκαίρι θα ‘ρθει.
Θα ‘ρθει για σένα και για μένα. Θα ‘ρθει και τις νύχτες θα τραγουδάνε τα τζιτζίκια, και το μπαλκόνι θα μυρίζει αντικουνουπικό και καρπούζι, και το κύμα θα χαϊδεύει απαλά την ακτή όπως εσύ με χάιδευες εμένα. Θα ‘ρθει και θα μας βρει σε άλλες αγκαλιές, σε άλλες παραλίες, να γελάμε με άλλα ανέκδοτα, να αναστενάζουμε για άλλα φιλιά.
Μα δεν πειράζει.
Γιατί; Γιατί το καλοκαίρι θα ‘ρθει. Το καλοκαίρι μέσα μας. Το καλοκαίρι μέσα μου. Το καλοκαίρι μέσα σου.
Και το καλοκαίρι μάτια μου, όλα πάνε λίγο καλύτερα, σωστά;
Έλα. Έλα μη κλαις. Μην κλαις γιατί όταν κλαις εσύ κλαίω και εγώ. Μην κλαις γιατί το καλοκαίρι θα ‘ρθει. Μην κλαις – γιατί το καλοκαίρι θα έρθει. Το κατάλαβες;
Άκου την θάλασσα!
Την ακούς τώρα; Άκου…
Σε καλεί, και σε ρωτάει πότε θα βγάλεις το μαγιό σου και θα επιστρέψεις στην θάλασσα στην οποία ανήκεις γυμνή ώστε να γίνεις ξανά υπέροχη γυμνόστηθη γοργόνα. Δεν την θες άλλο την στεριά και την γη, λέει. Στις φλέβες σου κυλάει αλατόνερο. Εκεί θα πας. Και κάπου εκεί στα βαθιά που θα κολυμπάς θα δεις, εκεί θα δεις και θα βρεις …θα βρεις μια βέρα ολόχρυση! Μόνη της! Να κάθεται στον πάτο του βυθού και στο εσωτερικό αυτού του κύκλου θα δεις, μάτια μου, θα δεις, θα γράφει το εξής:
ΘΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
Και, σου δίνω τον λόγο μου, αυτός που θα το έχει γράψει θα το εννοεί.