…πως την ανέχεται o Μπαμπάς; Θυμάμαι μερικές υπέροχες στιγμές τα κυριακάτικα πρωινά πού έπαιζα μαζί του σκάκι και πού εκείνος έβαζε δίσκους μέ ρωσική ή εβραϊκή μουσική και τραγουδούσε χαρωπός, κουνώντας το κεφάλι στoν ρυθμό τους.
Αργά ή γρήγορα ή πρωινή μελωδία θρυμματιζόταν άπ’τή φωνή τής Μάνας πού ούρλιαζε άπο πάνω: «φτάνει ή μουσική, φτάνει πιά ή φασαρία ! Χωρίς να πει λέξη, ο πατέρας μου σηκωνόταν, έκλεινε τόν φωνόγραφο καί συνέχιζε το παιχνίδι μας σιωπηλός. Πόσες φορές δέν ευχήθηκα, Σέ παρακαλώ, Μπαμπά, σέ παρακαλώ, μόνο αύτή τή φορά, δώσ της μια να πέσει αναίσθητη!
Γιατί λοιπoν τής κουνούσα το χέρι; Καί γιατί τή ρωτούσα, τίς τελευταίες ώρες τής ζωής μου, «Πώς τά πήγα, Μάνα;» Είναι δυνατoν -κι αύτή ή εκδοχή μέ διαλύει— νά έζησα ολη μου τή ζωή έχοντας ώς πρωταρχικό μου ακροατήριο αύτή τήν αξιοθρήνητη γυναίκα; Όλη μου τή ζωή πάσχιζα νά ξεφύγω, ν’άποδράσω άπ*τo παρελθόν μου — άπ’τό γκέτο, άπο τά φυλαχτά, τίς ψαλμωδίες, τίς μαύρες καμπαρντίνες, άπ τό μπακάλικο. Όλη μου τή ζωή προσπαθούσα νά κατακτήσω τήν ελευθερία καί τήν ωριμότητα. Είναι δυνατoν να μήν κατάφερα νά ξεφύγω ούτε άπ’τo παρελθόν μου ούτε άπ’τή μάνα μου;
Ι.Yalom