(Μια ιστορία για το νόμο της βαρύτητας και τους κανόνες της ζωής).
Μικρό παιδί σαν ήμουνα είχα τις δικές μου παιδικές εμμονές, πάθη κι επιθυμίες. Μία από αυτές είχε να κάνει με το πόσο ψηλά μπορούσα να πηδήξω. Σαν γνήσιο αγοράκι της εποχής, μου είχε κολλήσει όταν έβλεπα τους μπασκετμπολίστες του NBA να πηδάνε στο Θεό και να καρφώνουν τη μπάλα στο καλάθι κάνοντας διπλή πιρουέτα στον αέρα.
Έβαλα λοιπόν στόχο να μπορέσω κι εγώ κάποτε να καρφώσω τη μπάλα στο καλάθι. Από τη μέρα που το σκέφτηκα δεν έχανα την ευκαιρία να πηδάω οπουδήποτε για να δοκιμάζω το άλμα μου. Στην αρχή ήταν το ταβάνι του σπιτιού, μετά η μαρκίζα της εισόδου της πολυκατοικίας, μια τέντα στο δρόμο, ένα κλαδί δέντρου στο πάρκο.
Μέρα με τη μέρα κατόρθωνα να φτάνω τους στόχους που έβαζα πηδώντας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι δηλαδή θα πρέπει να ήμουν πολύ αστείο θέαμα για τους γείτονες να με βλέπουν να πηδάω όπου βρεθώ κι όπου σταθώ σαν παλαβό καγκουρό και να γεμίζω δαχτυλιές τα ταβάνια των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας.
Με τον καιρό ένοιωθα πραγματικά το άλμα μου να βελτιώνεται. Κάτι τα συνεχή πηδήματα κάτι η οργιώδης ανάπτυξή μου κατά την εφηβεία που μου έδινε πόντους συνέχεια, είχα σημειώσει αισθητή πρόοδο.
Κάποια στιγμή αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσω και με τη στεφάνη της μπασκέτας. Το άλμα μου είχε βελτιωθεί και μπορούσα να την ακουμπήσω. Πρώτα ένα δάχτυλο, μετά δύο, τρία, μετρούσα χιλιοστό-χιλιοστό την πρόοδό μου. Στη συνέχεια δοκίμασα να καρφώσω, με μικρά αντικείμενα, στην αρχή μια τσίχλα, ένα μπρελόκ, μετά ένα μπαλάκι του τένις. Μικρές νίκες που μου έδιναν αυτοπεποίθηση και πίστη, ότι κάποτε θα καρφώσω μια μπάλα του μπάσκετ όπως οι κανονικοί παίκτες. Ήμουν πολύ κοντά στ’ αλήθεια.
Μια μέρα σκέφτηκα να δοκιμάσω στο σχολείο με μια μπάλα του βόλεϊ (που είναι πιο μικρή από αυτή του μπάσκετ). Τι συγκλονιστική μέρα ήταν εκείνη, ακόμα τη θυμάμαι. Πήρα φόρα κι εκτινάχτηκα στον αέρα με στυλ που θα ζήλευε κι ο Μάϊκλ Τζόρνταν. Ήταν σε ένα διάλειμμα και με έβλεπαν και τα κορίτσια.
Και ναιαιαι! Τα κατάφερα να καρφώσω με το ένα χέρι τη μικρή μπάλα του βόλεϊ. Ουάου! Τι αίσθηση ήταν αυτή. Ήμουν ένας μικρός θεός πηδηχταράς κι αλματερός. Μου έμεναν πια λίγα χιλιοστά για να καρφώσω και με μια κανονική μπάλα του μπάσκετ. Τότε θα είχα ολοκληρώσει το στόχο μου.
Το επόμενο διάστημα, επιδόθηκα σε μία διαρκή φρενήρη προσπάθεια να καρφώσω με μπάλα του μπάσκετ. Όλη μέρα πηδούσα και ξαναπηδούσα, αλλά δεν τα κατάφερνα που να πάρει. Λες και η βαρύτητα είχε βαλθεί να με κρατήσει κάτω επειδή τόλμησα να αψηφήσω τους νόμους της. Κι αυτά τα λίγα χιλιοστά που χρειαζόμουν δεν τα βρήκα ποτέ. Πέρασαν μήνες, χρόνια και το άλμα μου δεν αυξήθηκε ούτε μια τρίχα. Ήμουν σε απόγνωση, κόντεψα να πάθω κατάθλιψη, μέχρι που το πήρα απόφαση. ΔΕΝ μπορούσα να πηδήξω ψηλότερα, αυτό ήταν. Είχα φτάσει και ίσως και να είχα ξεπεράσει τα όριά μου.
Την ιστορία μου αυτή τη θυμόμουν πάντα, ιδίως όταν μεγαλώνοντας άρχισα να ακούω τις αμερικανιές του τύπου: “The sky is the limit to your dreams” και κάποιοι επέμεναν ότι μπορείς να κάνεις ότι θέλεις στη ζωή αρκεί να το βάλεις στόχο. Όχι φίλοι μου, δεν είναι ακριβώς έτσι. Μπορείς να πηδήξεις ψηλά πολύ ψηλά, αλλά όχι μέχρι τον ουρανό. Η μάλλον για να το θέσω αλλιώς ο καθένας μας έχει το δικό του ουρανό που μπορεί να φτάσει.
Για όλους και για όλα υπάρχουν όρια κι όχι μόνο στα άλματα, αλλά σε όλες τις προσπάθειες και τους αγώνες της ζωής. Όρια φυσικά, ακαδημαϊκά, οικονομικά, συναισθηματικά. Παντού υπάρχει ένας πήχης που περιμένει να περάσουμε από πάνω του. Έρχεται όμως η στιγμή που ο πήχης δεν μπορεί ν’ ανέβει παραπάνω. Αυτό είναι κανόνας στη ζωή, και σαν το νόμο της βαρύτητας όποιος/α προτίθεται να τον παραβεί και να τον ξεπεράσει ας ετοιμάζεται για δυσάρεστες εκπλήξεις.
Τρεις δεκαετίες σχεδόν μετά το μεγαλειώδες εκείνο άλμα μου, παρατηρώ τους γιούς μου που φαίνεται να έχουν το ίδιο κόλλημα στο πήδημα που είχε κι πατέρας τους. Αλλά αυτοί θα τα καταφέρουν να φτάσουν ψηλότερα από μένα, είμαι σίγουρος.