T.S. Eliot
Πάμε λοιπόν, εσύ και εγώ,
όταν το απόγευμα
ξεχύνεται στους ουρανούς
σαν ασθενής που εισπνέει αιθέρα
πάνω από ένα τραπέζι,
πάμε, μέσα από συγκεκριμένους
μισοερειπωμένους δρόμους
με τις μουρμούρικες υποχωρήσεις
κουρασμένων νυχτών που κουρνιάζουν
σε μιας νύχτας φτηνά ξενοδοχεία
και σε γεμάτα πριονίδια εστιατόρια με ράφια από στρείδια:
δρόμοι που ανοίγονται σαν κουραστική διαμάχη
μιας ανομολόγητης αλλά μάλλον τυχαίας πρόθεσης
για να σε οδηγήσουν σε μια συντριπτική ερώτηση:
“Που πάμε;;”, μη ρωτάς , άσε να πάμε, …να πάμε…
Μέσα στο δωμάτιο οι γυναίκες πηγαινοέρχονται
συζητώντας για τον Μικελάντζελο.
Η κίτρινη σκόνη που τρίβει την πλάτη της
πάνω στα τζάμια των παραθύρων,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει τη μουσούδα του
πάνω στα τζάμια των παραθύρων
γλείφοντας τη γλώσσα του
στις γωνιές του απογεύματος ,
παρατεινόμενος στις λιμνούλες
που στέκονται μέσα στους οχετούς,,
και αφήνει να πέφτουν στην πλάτη του
οι καπνοί που βγαίνουν απ’ τις καμινάδες
γλιστρώντας δίπλα στις ταράτσες,
κάνοντας ένα ξαφνικό άλμα,
και βλέποντας ότι ήταν
μια απαλή νύχτα του Οκτώβρη,
κουλουριάστηκε μια φορά παντού στο σπίτι,
και αποκοιμήθηκε.
Και πράγματι θα υπάρχει χρόνος
για τον κίτρινο καπνό που γλιστρά
κατά μήκος του δρόμου,
τρίβοντας την πλάτη του
στα τζάμια των παραθύρων
θα υπάρχει χρόνος , θα υπάρχει χρόνος
για να προετοιμάσει ένα πρόσωπο
να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς,
θα υπάρχει χρόνος
για να δολοφονήσει και να δημιουργήσει,
και χρόνος για όλες τις δουλειές
και μέρες των χεριών σου
που σηκώνουν και ρίχνουν
μια ερώτηση πάνω στο πιάτο σου,
χρόνος για σένα και για μένα ,
και ακόμη χρόνος για εκατό αναθεωρήσεις,
και για εκατό οράματα και επαναλήψεις,
πριν από το πρωινό με καφέ και τοστ.
Και πράγματι θα υπάρχει χρόνος
για να αναρωτηθείς “Τολμώ;” , “Τολμώ;”
χρόνος για να γυρίσεις πίσω
και να κατέβεις τις σκάλες
καθώς εγώ με ένα φαλακρό spot
στη μέση των μαλλιών μου θα τρέξω ξοπίσω σου,
-Θα πουν: Πώς αδυνάτισαν
και αραίωσαν έτσι τα μαλλιά του;-
Το πρωινό μου παλτό,
και το κολάρο μου σφιχτοδεμένο
μέχρι το πηγούνι μου,
Το κοστούμι μου φίνο και ταπεινό,
αλλά θα πουν : “Πως αδυνάτισε έτσι;”
…Για σκέψου , τολμάμε
να ενοχλήσουμε το σύμπαν;
Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
για αποφάσεις και επαναλήψεις,
όπου αυτό το λεπτό κερδίζει
την αντιστροφή των πραγμάτων…
Γιατί τους ξέρω ήδη όλους, τους ξέρω όλους,
ξέρω τα πρωινά, τα μεσημέρια ,τα απογεύματα ,
έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουτάλια καφέ,
ξέρω τις φωνές που πεθαίνουν με μια πτώση θανάτου
από ένα δωμάτιο κάπου στο βάθος,
έτσι λοιπόν πώς να αποτολμήσω;…
Και γνωρίζω ήδη τα μάτια, τα γνωρίζω όλα,
τα μάτια που σε βολεύουν σε μια τυποποιημένη φράση,
και όταν συμβιβάζομαι
απλωμένος πάνω σε μια καρφίτσα,
όταν είμαι καρφωμένος
σπαρταρίζοντας σε μια κορνίζα
πάνω σε ένα τοίχο,
τότε πώς θα πρέπει να ξεκινήσω
να ξεφουρνίζω τα άσχημα τελειώματα
όλων των ημερών και των τρόπων μου,
…και πώς να το αποτολμήσω;
Και ξέρω ήδη τα χέρια, τα ξέρω όλα,
χέρια σε βραχιόλια , λευκά και γυμνά,
… και μήπως είναι το άρωμα απ’ τα ρούχα μου
που με κάνει τόσο απόμακρο;
Χέρια που ξαπλώνουν πάνω σε ένα τραπέζι ,
ή δένονται με ένα σάλι;
Και μήπως τότε πρέπει να αποτολμήσω;
Και πώς να ξεκινήσω;
Μήπως θα πρέπει να πω
ότι έχω πάει το σούρουπο
και έχω παρακολουθήσει τον καπνό
να ανεβαίνει απ’ τις καπνοδόχους
των σπιτιών μοναχικών ανδρών
κλεισμένων στα μανίκια των πουκαμίσων τους ,
μοναχικών ανδρών που κρέμονται απ’ τα παράθυρα;
Θα ‘πρεπε να είχα γίνει ένα ζευγάρι τραχιά ,σκληρά νύχια
που γρατζουνάνε επιφάνειες ήσυχων θαλασσών
καθώς το μεσημέρι , το απόγευμα , αυτές κοιμούνται τόσο ειρηνικά,
και χαιδεύονται από μακριά δάχτυλα,
αποκοιμισμένα… κουρασμένα… ή κάνοντας τους αρρώστους,
απλωμένα πάνω στο πάτωμα , εδώ δίπλα σε σένα και μένα .
Δικαιούμαι , μετά από τσάι και κέικ,
να έχω τη δύναμη να κατευθύνω
τη στιγμή στην κρίση της;
Αλλά όμως έχω κλάψει και αναδιπλωθεί,
έχω κλάψει και προσευχηθεί
αν και έχω δει το κεφάλι μου
(να γίνεται σιγά σιγά φαλακρό)
και να το φέρνουν σε δίσκο,
δεν είμαι προφήτης και αυτό δεν είναι θέμα ,
αλλά έχω δει τη στιγμή
της μεγαλύτερης αναλαμπής μου,
και έχω δει τον αιώνια πρωτόγονο
άνθρωπο να κρατάει το παλτό μου,
να χρεμετίζει και να ουρλιάζει, και προς στιγμήν ,φοβήθηκα…
Και θα άξιζε μετά απ’ όλα αυτά,
μετά τα φλιτζάνια, τη μαρμελάδα και το τσάι,
μεταξύ της πορσελάνης και μιας συζήτησης μεταξύ μας ,
να καταπιούμε και να ξεχάσουμε το θέμα με ένα χαμόγελο,
να στίψουμε το σύμπαν σε ένα μπαλάκι,
να το κυλήσουμε κοντά σε μια συντριπτική ερώτηση,
ή να πούμε : “Είμαι ο Λάζαρος , φύγε απ’ τους νεκρούς.”
και “Έλα πίσω να σου τα πω όλα, θα σου τα πω όλα”,
εάν ένας βάζοντας ένα μαξιλάρι στο προσκεφάλι της ,
θα έπρεπε να πει:” Δεν εννοούσα αυτό,
δεν εννοούσα καθόλου αυτό, καθόλου αυτό.”
Και θα άξιζε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
θα άξιζε πραγματικά τον κόπο
μετά από ηλιοβασιλέματα ,
κατώφλια σπιτιών και ανάστατους δρόμους,
μετά από νουβέλες , και φλιτζάνια καφέ,
μετά από φορέματα που σέρνονται στο πάτωμα,
…όλα αυτά , και άλλα;
Είναι δυνατόν να εννοώ ακριβώς αυτό που λέω!
Αλλά όπως ένα μαγικό φανάρι
ρίχνει στα νεύρα των σχεδίων πάνω σε μια οθόνη:
Δε θα άξιζε τον κόπο
εάν ένας από μας ,βάζοντας ένα μαξιλάρι στο προσκεφάλι σου
ή πετώντας ένα σάλι προς το μέρος μου ,
και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε:
“Δεν εννοούσα αυτό, δεν εννοούσα καθόλου αυτό”.
Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ,
ούτε φτιάχτηκα για να είμαι.
Είμαι ένας φύλακας λόρδος,
ένας που για να μεγαλώσει μια πρόοδο,
θα ξεκινήσει μια δυο σκηνές έστω και ζηλοτυπίας,
συμβουλεύοντας ωστόσο τον πρίγκιπα,
χωρίς αμφιβολία είμαι ένα ωφέλιμο εργαλείο,
διαφορετικό, που χαίρεται όταν χρησιμοποιείται,
πολιτικό, προσεχτικό , και λεπτολόγος,
γεμάτος υψηλή εκφραστικότητα,
αλλά καμιά φορά λίγο αργός,
φορές φορές , πράγματι σχεδόν γελοίος,
σχεδόν, μερικές φορές , ο Ανόητος.
Μεγαλώνω..μεγαλώνω
και θα πρέπει να φοράω
τα παντελόνια μου γυρισμένα…
Μήπως πρέπει να κάνω
τα μαλλιά μου προς τα πίσω;
Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Μάλλον θα πρέπει να φοράω
λευκά “ χαρούμενα” παντελόνια
και να περιφέρομαι στις παραλίες …
Έχω ακούσει τις φωνές
των σειρήνων μία προς μία,
αν και δε νομίζω ότι θα τραγουδήσουν σε μένα.
Τις έχω δει να καβαλούν τα κύματα
κάνοντας την άσπρη κόμη των κυμάτων να γυρνάει προς τα πίσω
να σκουραίνει λίγο λίγο σε μαύρο
όταν ο άνεμος φυσάει στο νερό άσπρο και μαύρο.
Έχουμε ξαπλώσει στις αμμουδιές
δίπλα σε κορίτσια στεφανωμένα με κόκκινα και καφέ φύκια ,
…μέχρι να μας ξυπνήσουν ανθρώπινες φωνές και πνιγούμε.