O Κος Παπαδόπουλος περπατούσε στο πεζοδρόμιο και σκεφτόταν ότι παρά τις τόσες αντιξοότητες της εποχής, ευτυχώς είχε την υγεία του. Λίγοι άνθρωποι κοντά στα 60 ακόμα ήταν μια χαρ…
Το χρηματοκιβώτιο πέφτοντας τον πέτυχε στο κεφάλι και ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Ίσως να πέθανε ακόμα με τις ευτυχισμένες σκέψεις του. Ίσως να μην άκουσε την τσιρίδα από τον 4ο.
Εκεί πάνω, στο διαμέρισμα η ένταση ήταν μεγάλη. “Τι εννοείς σου έπεσε; To βάλαμε εκεί για να σφουγγαρίσεις το πάτωμα καλύτερα, όχι για να πετάξεις όλες μας τις οικονομίες από το παράθυρο!!!!” Ο άντρας και η γυναίκα κοιτούσαν ανήμποροι το χρηματοκιβώτιο στον δρόμο. Είχε προσγειωθεί κάπως πλαγιαστά και η πόρτα ήταν μια μισάνοιχτη, λίγο φαινόταν το κρανίο του Κου Παπαδόπουλου, τα αίματα έφευγαν στον υπόνομο κατευθείαν και ούτε τα παρατήρησαν. Με το αεράκι κάποια χαρτονομίσματα έφευγαν.
“Αααααχ! Είχα πιαστεί εκεί μέσα!” Το πάκο πενηντάευρα πατικώθηκε άσχημα στο σημείο που ράγισε η πόρτα του χρηματοκιβώτιου. Μερικά είχαν σκιστεί, άλλα έγιναν ένα με το χαρτί από το μηχάνημα της τράπεζας που τα βάζει εκατό εκατό μαζί. Δυο τρία όμως ήταν ελεύθερα. Πιο πάνω στον ουρανό ένα πενηντάευρο ήδη έφυγε πετώντας μακριά.
“Ευτυχώς έχω την υγεία μου” σκεφτόταν. “Αν έμενα εκεί μέσα στο χρηματοκιβώτιο δυο μέρες ακόμα θα είχα σκάσει”. Ένιωσε το αεράκι, κοιτούσε με ενθουσιασμό την θέα της πόλης από κάτω.
Όλη μέρα είχε συννεφιά. Η πρώτη στάλα έπεσε βαριά βαριά και πέτυχε το πενηντάευρο στο δόξα πατρί.