Αφιερωμένο στην Σ.
Έφτασα (απ)αισίως τα 77!! Ποτέ δεν το φανταζόμουν με τόσο που κάπνιζα. Πέρασα την επικίνδυνη στροφή της υγείας στα 20. Δεν κάπνισα στην εφηβεία, ούτε καν, για να δω πώς είναι. Και, βέβαια, σε καμία περίπτωση, δεν κάπνισα, για να με αποδεχτεί η τρελοπαρέα μου, που είχε ούτως ή άλλως το χούι να προσελκύει όλους τους αυθάδεις, αιρετικούς και αγυριστοκέφαλους τύπους. Όλοι μέσα στην τουαλέτα για κάπνισμα στα διαλείμματα, εγώ στο προαύλιο. Στα αριστερά μου μια αγνώστου προελεύσεως και σκανδαλιστικού σχήματος πόα, και στα δεξιά μου ο Αλέξανδρος Β. Εκείνος να λύνει τις ψαγμένες ασκήσεις που δημοσίευσε η Ελεθεροτυπία και εγώ να κάνω σύνταξη στο άγνωστο. Στα σκαλάκια, στα αλήθεια, σαν τα τρελά πουλιά.
Τι χαρά που έκανε, ο καημένος, όταν τα κατάφερνε! Δεν πέρασε ποτέ στη σχολή που ήθελε και θυμάμαι έπιασε δύο χρόνια μετά δουλειά σε έναν φούρνο, απ΄ όπου κανένας μας δεν περνούσε ούτε απ΄ έξω, για να μην τον στενοχωρήσουμε. 26 άτομα τότε το τμήμα μας, 16 περάσαμε σε ανώτατες σχολές. Όλοι φοιτητές, καμάρι των γονιών, της γειτονιάς και της κοινωνίας της ψεύτρας. Ο Αλέξανδρος όμως ήταν ο μόνος που έβγαζε μετά το ψωμί του…
Τι έλεγα; Α, ναι. Άρχισα το κάπνισμα στα 20. Από έρωτα. Από τα πέντε πρώτα λεπτά που κάθισα απέναντί Του, με πήρε ο έρωτας και με γονάτισε, με πήρε η αμηχανία και με σήκωσε. Τσιγάρα δεν είχα, πήρα το πακέτο του και το άδειασα. Η αγωγή μου και η περηφάνια μου δεν μου επέτρεπε δανεικά. Στο επόμενο ραντεβού πήρα πακέτο.
Τότε ήμουν σίγουρη ότι πριν από τα τριάντα θα είχα εγκαταλείψει τον άνοστο ετούτο κόσμο, που θέλει πολύ από την τέχνη μου, τα γιατροσόφια μου και τον χρωστήρα μου, για να είναι νόστιμος, να είναι πολύχρωμος, να είναι ωραίος. Κάτι η εφηβεία που φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου, κάτι η νεότητα που απαιτεί την επιλογή σε όλα, κάτι η δραματικότητα του χαρακτήρα μου, κληρονομιά από τη γιαγιά μου, την Αθανασία, που πέθανε νέα και όμορφη, ήμουν σίγουρη, εν πάση περιπτώσει, ότι τα 31 κεράκια δεν θα τα μετρήσω στην τούρτα μου. «Κι από τι θα μας αποχαιρετήσεις, για να ΄χουμε καλό ερώτημα;» με ρώτησε κάποτε η φίλη μου, η Τασούλα. «Από καρδιά» της λέω. «Μόνο αυτή –επιτρέπω- να με προδώσει.» – « Άντε, βρε, μάζεψε κανα φράγκο μέχρι τότε, να σε κληρονομήσω, θέλω να πάω Κούβα» Φράγκα μάζεψα κάποια στιγμή, πάρα πολλά, αγόρασα 6-7 σπουδαίες αναμνήσεις, εκείνη δεν πήγε Κούβα. Έφυγε στα 45 της ξαφνικά, για αλλού (και αυτό δεν είναι λογοτεχνικό τερτίπι) και εγώ ακόμη εδώ να βολοδέρνω.
Έπεσα έξω, λοιπόν. (Τώρα γιατί το «έπεσα» δεν μας πειράζει, ενώ το «έξω» μάς ταπεινώνει, δεν ξέρω… Τα έχει αυτά η ελληνική, τα γοητευτικά και ανεξήγητα )
Τη ζωή άρχισα να την εκτιμώ μετά τα 40. Θέλω να πω, να την παραδέχομαι, να της σφίγγω το χέρι σαν κάποια που δεν ξέρω, αλλά θέλω να την γνωρίσω. Μέχρι τότε ήταν σαν απρόσκλητη ξένη που μπήκε στο σπίτι μου με το κλειδί μου, με τις λάσπες πάνω στη μπουχάρα και είχε και την απαίτηση να τη φιλοξενήσω! Τώρα, στα 77 δεν την εκτιμώ πια • την αγαπάω. Όχι, πως θα έκανα τα πάντα γι΄ αυτήν, αλλά, να … θα σηκωνόμουν στο λεωφορείο, για να καθήσει, βρε αδερφέ.
Δεν είναι ότι την αγαπάω τώρα, γιατί τώρα ανοίγει την πόρτα μου με το κλειδί της και φεύγει. Α, όχι! Τέτοια κοινότοπα δεν τα καταδεχόμαστε εμείς στην οικογένεια Λαβδακίδη. Απλώς, τώρα έχω πολλές ιδέες για το πώς και με ποιους και γιατί θέλω να ζήσω και δεν προλαβαίνω να τις υλοποιήσω.
Το δωμάτιο στο νοσοκομείο λήγει σε 7 (σ΄ αυτό έπεσα μέσα, το είχα προβλέψει, με κυνηγάει αυτό ο αριθμός, εμένα, τον Ολυμπιακό και τον Φαραώ). Το πιο ευχάριστο εδώ μέσα είναι μια κυρά από τη Ρόδο στον διπλανό θάλαμο που τουλάχιστον 5 φορές την ημέρα πετάει τους ορούς, βγαίνει στον διάδρομο και βρίζει τις πιο απίστευτες βρισιές (=σύστοιχο αντικείμενο) που έχω ακούσει, τις πιο χοτ τσίλι πέπερς, τις πιο αστείες, τις πιο φανταχτερές. Κάθε μέρα θέλω τη ρωτήσω αν είναι δικής της επινόησης, ή ντόπιες, αρχαγγελίτικες και να … Θα ήθελα να ζήσω λίγο ακόμη, ίσα να τις καταγράψω και να τις διασώσω ή να τις διαδώσω. Δεν ξέρουν τι χάνουν τα σημερινά παιδιά με το «μ..ά.α» και «μ..ά.α» κάθε μέρα. Εδώ και χρόνια το λέω: Η κοινωνία μας, η γλώσσα μας, η ημέρα μας πάσχει από βρισιές. Μεγάλο έλλειμμα, παιδιά μου! Ελπίζω εσείς, οι νεότεροι, να κάνετε κάτι γι΄ αυτό. Δεν μπορεί να μας επιτίθεσθε με τις δικές μας βρισιές. Είναι σαν να μας κάνετε το τραπέζι βάζοντας το χέρι στην τσέπη μας. Αν είστε άξιοι, να βρείτε τις δικές σας! Και αν είστε μάγκες, να είναι και στα ελληνικά. Καμία έκπληξη, κανένα τσούξιμο στα χείλη, κανένα κοκκίνισμα στο αυτί με τις βρισιές που λέτε κάθε μέρα. Τι να την κάνεις τη βρισιά, άμα την πετάς πετριά και βγαίνει από το κόσκινο πούδρα;
Δεν τολμώ να την ρωτήσω, ωστόσο, την διπλανή, για το υβρεολίβαδο, γιατί μια νοσοκόμα που τόλμησε να της πει πρωί πρωί: « Καλύτερα σε βλέπω σήμερα, γιαγιά!» άκουσε τόσα και τέτοια, που τα λεξικά ερυθρίασαν και ο Αριστοφάνης ζήτησε άδεια μιας ημέρας από τον Κάτω Κόσμο.
Το μόνο ευχάριστο είναι αυτό. Το δυσάρεστο είναι η μουλωχτή ανακοίνωση του του αναπόφευκτου. Καταλαβαίνεις ότι σου κλείνει το μάτι ο Άγιος Πέτρος, όταν το συγγενολόι πλακώνει και σε ψυχοπλακώνει. Μέχρι κι η Μερόπη ήλθε!!!! Έχω να τη δω τη Μερόπη από τη μάχη στα Ίμια και τώρα μου κουβαλήθηκε εδώ με ένα κουτί μουστοκούλουρα. Και έχει το θράσος να μου δίνει κουράγιο και να μου υπόσχεται ότι όλα καλά θα πάνε, λες και έδωσε πρες κόνφερανς ο Θεός και μόνο η Μερόπη ήταν εκεί. Άσε οι γείτονες, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια, οι νύφες, τα ανίψια, τα συμπεθέρια, που κατοικοεδρεύουν και ενεδρεύουν εδώ, με μια κουρασμένη θλίψη, με μια συγγνώμη στα μάτια, που κυλάει στα πτερύγια της μύτης και μέχρι να κατέβει στο στόμα και να αποκτήσει σύμφωνα και φωνήεντα, θα γνωρίζω από κοντά τον Αριστοτέλη, που και εκείνος πολύ με ταλαιπώρησε στα νιάτα μου, αλλά άξιζε τον κόπο. Αν είχα λίγο χρόνο ακόμη, θα τους έπαιρνα μια συνέντευξη, ενδοοικογενειακή, να δω τι θυμούνται από μένα, τι ξέρουν για μένα, γιατί με αγαπούν. Αλλά δεν έχω χρόνο και εδώ που τα λέμε δεν έχω και όρεξη. Γιατί έτσι και αρχίσει η Μερόπη να λέει τι θυμάται από μένα, θα μάθουν όλοι ότι εκείνο το Πάσχα δεν με κράτησε μακριά το Μουσείο Ορσέ αλλά ένα ακριβοπληρωμένο λίφτινγκ.
Τελικά, μην ακούτε τον Έλιοτ. Ο Μάρτιος είναι ο μήνας ο κακός, δεν είναι ο Απρίλης. Ο Καβάφης ήξερε καλύτερα.
Το πιο δυσβάσταχτο όμως εδώ μέσα είναι ο Ενικός. Όλοι σου μιλάνε στον Ενικό. Από τον τραυματιοφορέα μέχρι τον γιατρό. Από την προϊσταμένη, μέχρι την αποκλειστική. Λες και παίζαμε τάβλι μέχρι χθες. Λες και βγάλαμε το κομπινεζόν της ψυχής μας και το αφήσαμε δίπλα στο ποτηράκι με τη μασέλα. Το παιδί όμως, που μου ρύθμισε την τηλεόραση στο δωμάτιο, μού μίλησε σε ακέραιο πληθυντικό και όχι λόγω της ηλικίας μου. Όλοι οι άλλοι Ενικός και απάνω τούρλα. Ενικός και χωρίς Χατζηνικολάου!!! (Πού τον θυμήθηκα πάλι αυτόν; Μεγάλος έρωτας ο Χατζηνικολάου. Άραγε να ζει; Περίπου συνομήλικοι ήμασταν.)
Ο ενικός είναι μάλλον η τελευταία χυδαιότητα που έχει να κουμαντάρει ένας άνθρωπος στις τελευταίες του ώρες. Θα ήθελα να ζήσω κι άλλο λίγο, για να τους κάνω μήνυση. Να τους σέρνω στα δικαστήρια όπως σέρνω το πι. Μήνυση για προσβολή της δημοσίας αιδούς, μήνυση για ηθική παρενόχληση, μήνυση για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς μου, μήνυση για αντιποίηση Αρχής και Τέλους. Δανείζουμε το σώμα μας , εδώ πέρα, στα νοσοκομεία, στο γιατρό, να καλλιεργήσει τις επιστημονικές του δεξιότητες, να εμπλουτίσει την εμπειρία του, να ακονίσει την παρατηρητικότητά του, να ανεβάσει το κασέ του, να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του, νιώθοντας χρήσιμος και σημαντικός, και νομίζει ότι του ανήκουμε. Αλλά τι περιμένεις από τους γιατρούς; Με μεγαλύτερη ευγένεια φέρονται στους ηλεκτρολύτες αίματος, παρά στον άγνωστο άνθρωπο που έχει την ανάγκη τους. Και μάλιστα σ΄ αυτόν που δεν είναι θαμώνας της κλινικής, αλλά περαστικός. Και της κλινικής και της ζωής. Και το ξέρει. Και το ήξερε από τα 17 του.
Αλλά, είπαμε, δεν προλαβαίνω. Τώρα που μπορώ και ξέρω πώς. Δεν προλαβαίνω. Να στον πιάσω εγώ τον μεγαλογιατρό που ενημερώνει όλους τους ακριβοθώρητους συγγενείς εκτός από εμένα για την κατάστασή μου, που μου φωνάζει κιόλας, γιατί μετά την παροχέτευση πονάω και δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του (!), που με εξετάζει χωρίς καν να μου μιλάει, ή να με καλημερίσει, που κωφεύει στις ερωτήσεις μου, που καμώνεται (αν και είναι όντως) τον βιαστικό, για να μην τον στριμώξω με τις λεπτοχειρουργικές ερωτήσεις μου και να στον κάνω … μεγαλοτραυματία! Αλλά ας όψεται! Δεν έχω χρόνο. Μπορεί να έρθει μια εποχή που και οι γιατροί, όλοι αδιακρίτως, θα κερδίσουν την εκτίμησή μου. Την αγάπη μου όχι. Είναι ταμένη στους δασκάλους.
Φτου και βγαίνω, λοιπόν. Φτου μου, που τα κατάφερα ως τώρα. Φτου τους που με άντεξαν τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Φτου ξελευθερία, για όλους.