Γιώργος Προγουλάκης – Ιστορικός
Πριν ξεκινήσουμε, ορισμένες προκαταρκτικές διευκρινίσεις, σχετικές με τον τίτλο, μου φαίνονται απαραίτητες:
Από την αφορία στην καταχρέωση, πού και πότε; Τα παραδείγματα τα οποία θα χρησιμοποιήσουμε προέρχονται από περιοχές του ελληνικού χώρου, κατά την περίοδο της βενετσιάνικης, της οθωμανικής ή, στην περίπτωση της Κέρκυρας, της αγγλικής κυριαρχίας. Η τελευταία μεγάλη κρίση για την οποία θα μιλήσουμε είναι αυτή του 1850, τελευταία μεγάλη αγροτική κρίση που γνώρισε ολόκληρη η Ευρώπη, πριν μπει για τα καλά στη βιομηχανική εποχή.
Βέβαια, η αποτυχία της σοδειάς δεν είναι η μόνη αιτία που μπορεί να οδηγήσει τα αγροτικά νοικοκυριά, αλλά και τα νοικοκυριά της πόλης, στο δανεισμό. Οι πόλεμοι και οι επιδημίες επίσης εμποδίζουν την ομαλή αναπαραγωγή του οικονομικού, ανατρέπουν τις σταθερές της καθημερινής ζωής και προκαλούν -παροδικές ή μόνιμες- αναδιατάξεις στην κοινωνική δομή. Τόσο οι πόλεμοι όσο και οι επιδημίες δεν θα μας απασχολήσουν όμως εδώ,γιατί διαθέτουν τη σχετική τους αυτονομία σε σχέση με το στενό χώρο της οικονομικής ζωής· δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη φορολογική επιβάρυνση, για την οποία αρκετός λόγος θα γίνει στη συνέχεια.
Ένα τελευταίο ζήτημα, εισαγωγικά: φοβάται κανείς όταν αισθάνεται ότι κινδυνεύει, και ο κίνδυνος μπορεί να είναι λογικός ή υπερφυσικός. Η Αριάδνη Γερούκη μας μίλησε ήδη για τους άλογους φόβους και για ό,τι αυτοί σημαίνουν. 0 φόβος του οικονομικού, πάντως, δεν σηματοδοτεί τίποτε το υπερφυσικό. Αλλά, όπως μας έδειξε ο G. Lefevre στη μελέτη του για έναν άλλο Μεγάλο Φόβο, αυτόν που κατέλαβε τα εξεγερμένα πλήθη της γαλλικής επανάστασης μπροστά στον κίνδυνο της ξένης εισβολής,[1] όλοι οι φόβοι σε πραγματικά γεγονότα εδράζονται, γεγονότα ή καταστάσεις που αποτυπώνονται με τέτοιο τρόπο όμως στη συλλογική συνείδηση, ώστε να δημιουργείται κάποτε μια παραπλανητική εικόνα της πραγματικότητας.
Θα δούμε, λοιπόν, στη συνέχεια τους λόγους για τους οποίους οποιαδήποτε πρόβλεψη σχετικά με τον όγκο της επόμενης σοδειάς ήταν αδύνατη, καθώς και το πόσο συχνά αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί βίωναν τις συνέπειες της άφορης χρονιάς που, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και το θανατικό. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές των ανθρώπων εκείνων, ιδιαίτερα των φτωχότερων, που βρίσκονταν σε μια μόνιμη οικονομική ανασφάλεια. Θα μιλήσουμε όμως και για το φόβο των ανώτερων στρωμάτων, γιατί όλες οι εξουσίες, η εκκλησία, το κράτος, οι γαιοκτήμονες, οι έμποροι, οι αρχές των πόλεων καλούνται να ερμηνεύσουν και να διαχειριστούν το φάσμα της πείνας· και όταν δεν το κατορθώνουν υφίστανται τις συνέπειες, δηλαδή ταραχές και εξεγέρσεις.
Προσπάθησα να περιορίσω τις αναφορές στα “τεχνικά” των κρίσεων, τα αυστηρά οικονομικά τους χαρακτηριστικά: άλλωστε δεν είναι πια του συρμού και η συνεχής παράθεση αριθμών βαραίνει το κείμενο και το καθιστά, αναμφίβολα, κουραστικό· δεν ξέρω όμως γιατί, νομίζω ότι δεν προσπάθησα αρκετά.
1.1. Το μείζον πρόβλημα συνίσταται στην αδυναμία τιθάσευσης της φύσης, στην αδυναμία ελέγχου των φυσικών όρων της παραγωγής. Γιατί το βασικό ζήτημα στις παραδοσιακές, κλειστές, αγροτικές κοινωνίες ήταν η επίτευξη της αυτάρκειας σε δημητριακά. Το σχήμα είναι γνωστό: το χωριό έπρεπε να παράγει τα απαραίτητα σιτάρια του και, επιπλέον, ένα πλεόνασμα ικανό να θρέψει την πόλη στην οποία υπαγόταν. Στις ελληνικές περιοχές όμως, αλλά και γενικότερα στο χώρο της Μεσογείου, το μέγεθος της παραγωγής διέφερε σημαντικά από τη μια χρονιά στην άλλη. Όπως γράφει, στη δεκαετία του 1930 ακόμα, ένας γεωπόνος της Αγροτικής Τράπεζας, αν υπολογίσουμε τη μέση απόδοση του σιταριού στο εξαπλάσιο του σπόρου, συχνά έχουμε σοδειές με απόδοση μόνο διπλάσια της σποράς, ενώ άλλοτε το ποσό του σπόρου δεκαπλασιάζεται ή σπανιότερα δωδεκαπλασιάζεται.[2]
Οι μεγάλες αυτές διαφορές οφείλονται στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, στη μετεωρολογική συγκυρία, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή της σοδειάς, συνήθως για δύο λόγους: είτε λόγω απουσίας βροχοπτώσεων κατά τους εαρινούς μήνες (και κυρίως το Μάρτιο και τον Απρίλιο) είτε εξαιτίας του λίβα, του νότιου ζεστού άνεμου που έρχεται από την Αφρική.
Και οι ισχυρές βροχές του φθινοπώρου, όμως, μπορούν επίσης να προκαλέσουν την καταστροφή της παραγωγής:
1816 ιουνίου 11 έβρηξεν και ύστερα δεν έβρηξεν έως αυγούστου 26, ύστερα έβρηξεν και έγινεν ακρίβεια μεγάλη.
18 γρόσια το σιτάρι το λουτζέκι, από τον φεβρουάριον αρχήνησε και εστά-
θη έως πρώτη ιουλίου, ύστερα ήλθε δώδεκα γρόσια, ^
μας πληροφορεί ένα χρονικό από την Κοζάνη· εδώ, η άκαιρη κατανομή των βροχοπτώσεων, και μόνο αυτή, θα προκαλέσει αύξηση της τιμής του προϊόντος κατά 50%.
1.2. Αν η αβεβαιότητα για το αύριο ήταν τόσο έντονη σε περιοχές που, συνήθως, παρήγαγαν μόνες τα απαραίτητα για τους ανθρώπους τους δημητριακά, είναι εύκολο να φανταστούμε την αστάθεια των οικονομιών εκείνων που βασίζονταν σε εμπορευματικές καλλιέργειες, το προϊόν των οποίων είχε προορισμό κάποιες μακρινές αγορές. Είναι, μεταξύ άλλων, η περίπτωση της Κρήτης: στις αρχές του 17ου αι., αλλά και προηγουμένως, κάλυπτε τα ελλείμματά της σε σιτηρά με τις εξαγωγές κρασιού. Το ζητούμενο όμως, για τη βενετσιάνικη διοίκηση, ήταν η επίτευξη της αυτάρκειας και στα 1630, ο μηχανικός Basilicata προτείνει “να μην αφεθεί να φυτευτούν άλλα αμπέλια”. Και ακόμα: “όπου τα χωράφια είναι πιο κατάλληλα για την σιτοκαλλιέργεια τα αμπέλια να ξεριζώνονται, κάνοντάς τα χωράφια”.[3] Είναι επίσης η περίπτωση των Ιονίων, ιδιαίτερα της Κέρκυρας, που μετά το 1700 αναλαμβάνει την τροφοδοσία της βιομηχανίας της Βενετίας με το απαραίτητο λάδι. Είναι τέλος, τα μικρά, άγονα, νησιά του Αιγαίου, αν και εκεί το πρόβλημα είναι διαφορετικό: “σε μόνιμη ανισορροπία ανάμεσα στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και στο δημογραφικό δυναμικό”, προσπαθούν να καλύψουν το πλεό- νασμά τους σε ανθρώπους με την εξειδίκευση στην αλιεία, τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο.[4]
Όπως και να’ χει, το βέβαιο είναι ότι η αποφυγή των οικονομικών κρίσεων στις περιοχές αυτές των εμπορευματικών καλλιεργειών εξαρτάται από την επιτυχία της παραγωγής και άλλων τόπων. 0 Κρητικός και ο Κερκυραίος θα ήταν τυχεροί αν απέφευγαν τα ζιζάνια που κατέστρεφαν τα αμπέλια και τις ελιές τους, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Μια επιζωοτία στην αγγλική κτηνοτροφία ή μια ύφεση της βενετσιάνικης υφαντουργίας θα μείωναν τη ζήτηση των προϊόντων τους. Κρασί και λάδι θα έμεναν απούλητα στις αποθήκες, καθώς η κρίση θα μεταφερόταν από τη μία αγορά στην άλλη.
2. 0 Κώστας Κωστής είναι εκείνος που, έχοντας πραγματοποιήσει την αποδελτίωση του συνόλου των διαθέσιμων πηγών, μας έδωσε μια -κατά το δυνατόν- πλήρη καταγραφή των γεωργικών κρίσεων στον ελληνικό χώρο, κατά την περίοδο 1650-1830.[5] Στην εργασία του λοιπόν, έχοντας αφαιρέσει τις περιπτώσεις εκείνες όπου η κρίση προέρχεται από επιδημίες ή πολεμικά γεγονότα, απομένουν 180 περίπου περιστατικά, όπου σε απομνημονεύματα, ενθυμήσεις, χρονικά και σημειώματα στα περιθώρια κωδίκων, γίνεται φανερό ότι οι άνθρωποι της εκάστοτε περιοχής, αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εύρεση των απαραίτητων για τη διατροφή τους αγαθών. Είναι όμως προφανές ότι βρισκόμαστε σε μια υποκαταγραφή, οφειλόμενη στην αποσπασματικότητα των πηγών: η μόνη δημοσιευμένη σειραϊκή πηγή που διαθέτουμε, οι μεταφράσεις του Σταυρινίδη από το Τούρκικο Αρχείο Ηρακλείου, των ετών 16501765, δεν αρκούν για να καλύψουν τα κενά για την Κρήτη, γιατί αφορούν κυρίως το ανατολικό τμήμα του νησιού·[6] τα απομνημονεύματα του Κερκυραίου γαιοκτήμονα Νικόλαου Αρλιώτη, περιορίζονται στην περίοδο 17601810 και αναφέρουν οκτώ περιπτώσεις σιτοδείας, γεγονός που μας προϊδεάζει πάντως για την πραγματική συχνότητα με την οποία το νησί περνούσε τέτοιου τύπου δοκιμασίες.[7]
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις προκαλούν τα προηγούμενα, σημειώνουμε ότι οι περιοχές που φαίνεται να πλήττονται περισσότερο είναι η Μακεδονία, η Ήπειρος και η κατά τα άλλα σιτοπαραγωγός Θεσσαλία– οι δύο κυριότερες πόλεις του ελληνικού χώρου, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, δεν ήταν δυνατόν φυσικά να λείπουν από τον κατάλογο: η Θεσσαλονίκη αναφέρεται εικοσιμία φορές, τα Γιάννενα επτά.
Όλες αυτές οι κρίσεις δεν έχουν την ίδια τροπικότητα. Άλλοτε, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι έπληξαν μία μόνο περιοχή, όπως συνέβη το 1690 στο Ηράκλειο, όπου “τα ελαιόδενδρα δεν εκαρποφόρησαν, η χρονιά ήτο στείρα, άι ευεργετικαί βροχαί, θεία βουλήσει, ήσαν ελάχισται* συνεπεία τούτου δεν ηυδοκίμησαν τα σπαρτά και τα δημητριακά μας”·[8] αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιπες επαρχίες της Κρήτης, ειδικότερα τα Χανιά, έμειναν ανέπαφα, απλώς τα έγγραφα του ιεροδικείου της πόλης έχουν καταστραφεί και δεν γνωρίζουμε τίποτα σχετικό. Κάποτε πάλι, η κρίση φαίνεται ότι ήταν γενικευμένη: στα 1779, από επτά διαφορετικές πηγές, μαρτυρείται κακή σοδειά στη Θεσσαλονίκη, σιτοδεία και πείνα στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Σέριφο και το Πήλιο. Τέλος, σιτοδεία και λιμός μαρτυρείται επίσης στη Θεσσαλία.
Εκτός από τη γεωγραφική τους ακτίνα, και το χρονικό ανάπτυγμα των κρίσεων διαφέρει: στην πλειονότητά τους διαρκούν ένα χρόνο· η παράταση μιας σοβαρής κρίσης για δύο ή τρεις γεωργικούς κύκλους θα συνεπαγόταν πιθανότατα την ερήμωση της περιοχής στην οποία είχε εκδηλωθεί. Έτσι, διαβάζοντας για την “πείνα” που ξέσπασε στα Κύθηρα ανάμεσα στο 1667 και το 1673, για επτά δηλαδή ολόκληρα χρόνια, μπορούμε να είμαστε, για άλλη μια φορά, σίγουροι για την αμφισημία των πηγών. Αμφισημία που, όπως και ο Κώστας Κωστής επανειλημμένα σημειώνει, δεν μας επιτρέπει σωστές σταθμίσεις για την ένταση της κρίσης. Τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την ανάγκη, την έλλειψη, τη σιτοδεία, τψ> ακρίβεια (χωρίς άλλο προσδιορισμό), την πείνα, τους λιμούς που αναφέρονται στα κείμενα; Ο θάνατος πάντως, εμφανίζεται δέκα φορές, χωρίς όμως πάντοτε η ακραία αυτή διάσταση της κρίσης να οφείλεται μόνο στην αφορία και τον επακόλουθο λιμό: το 1693, ο πληθυσμός και οι γενίτσαροι των Χανίων είχαν έλθει “εις αξιοθρήνητον κατάστασιν (…) εση- μειώθησαν δε και κρούσματα θανάτων εκ του ενσκύψαντος λιμού”, αλλά η καταστροφή της σοδειάς και η ύψωση των τιμών οφείλονται, εν μέρει τουλάχιστον, στα πολεμικά γεγονότα εκείνου του έτους.[9] Φαίνεται λοιπόν ότι σπάνια η καταστροφή της σοδειάς, αποκλειστικά και μόνο λόγω της μετεωρολογικής συγκυρίας, ήταν τόσο μεγάλη ώστε να οδηγήσει αυτόματα στο θανατικό. Οι εξουθενωμένοι πληθυσμοί που έμεναν πίσω όμως, όταν ο λιμός είχε πια περάσει, ήταν ευεπίφοροι σε κάθε είδους επιδημία.
3.1.1. Όπως γράφει ο F. Braudel, “δύο καταναγκασμοί δρούσαν στο επίκεντρο της ιστορίας της Μεσογείου: η φτώχια και η αβεβαιότητα του αύριο. Αυτή, επισημαίνει, ήταν ίσως η αιτία της φρονιμάδας, της λιτότητας, της επινοητικότητας των ανθρώπων”.[10] Η κρίση δεν αποτελούσε απλώς ένα ενδεχόμενο, αλλά μια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που οφείλεται, σύμφωνα με τον κανονιστικό – εκκλησιαστικό λόγο στις αμαρτίες των ανθρώπων, στην παραβίαση των θεϊκών εντολών:
Ω αδελφέ μου, και διατί στέλνει ο Θεός εις τους ανθρώπους τόσους πειρασμούς και τόσους κινδύνους και τόσα θανατικά (…) και πολέμους και αιματοχυσίες και σκλαβιές (…) και σεισμοί και βρονταί (…) και πείνα και χαλάζι [και] λοιμικές αστένειες πολλές;
(…) και άλλα πολλά τα τοιαύτα όμοια δεν έρχονται εις τον κόσμον είμητα με το να είμεσθεν ημείς οι άνθρωποι πόρνοι, μοιχοί και άδικοι και ανελεή- μονες και αμετανόητοι. Διά ταύτα και διά τα τοιαύτα στέλνει ο Θεός τες πολλές του οργές εις ημάς τους ανθρώπους διά να ιδούμεν και ημείς τα πολλά του φοβερίσματα, να παύσωμεν πάσα είς από τα κακά μας θελήματα και ως φρόνιμοι και γνωστικοί να κάμωμεν αποχή την αμαρτίαν και να πέσωμεν εις μετάνοιαν (…)
γράφει στο χρονικό του ο Παπασυναδινός.[11]
Στα 1763, ο Πασάς του Χάνδακα προσπαθεί να περιορίσει τη μοιχεία στην πόλη, ανησυχεί γιατί διάφοροι συζούν “με αλλοεθνείς γυναίκας, άνευ νομίμου γάμου” και προειδοποιεί “πάντας τους κατοίκους του βιλαετίου”, παραδειγ- ματίζοντάς τους με τα δεινά της Θεσσαλονίκης, στην οποία προηγουμένως ο ίδιος είχε υπηρετήσει:
Εσχάτως δε και εν Θεσσαλονίκη, όταν ο λαός συμμορφωθείς επανήλθεν εις την ευθείαν οδόν, είπον εις τους παρευρισκομένους: Μωαμεθανοί, εάν συνεχίσετε τον βίον σας καθ’ όν τρόπον διάγετε αυτόν τώρα, ελπίζω ότι θα σας διαφυλάξει ο Υψιστος από σιτοδείαν, πανώλην, σεισμούς και πυρκαϊ- άς. Μετά την αναχώρησίν μας όμως εκείθεν, όταν επεδόθησαν πάλιν ούτοι εις ανοικείους πράξεις και επανήλθεν η πρότερον κατάστασις, τότε, θεία κρίση, αι συμφοραί διεδέχθησαν η μία την άλλην.[12]
Και στα δύο κείμενα, η πείνα, οι λοιμοί, οι πυρκαγιές, οι σεισμοί δεν οφείλονται παρά στους ίδιους τους ανθρώπους και στα αμαρτήματά τους, κυρίως σε αυτά της μοιχείας και της πορνείας που ανατρέπουν τις σταθερές και οδηγούν τους παραβάτες (αλλά όχι μόνον αυτούς) στον οικονομικό εκπεσμό και την απώλεια. Αυτό, όπως αναφέρει ο Παπασυναδινός, συνέβη σε κάποιον Παπασκαρλάτο που “με το να έχει την λύσσαν της πορνείας, άφησεν την παπαδίαν του και επήρε την μοιχαλίδα”, τούρκεψε, έγινε καπιτζής [= θυρωρός], “επτώχυνεν και δεν είχεν τον επιούσιον άρτον”.[13] Όλα τούτα γίνονται αποδεκτά από τα μέλη μιας κοινωνίας της οποίας τα νοητικά εργαλεία, όπως λέγει ο Α. Gourevitch, δεν επιτρέπουν την κατάταξη των φαινομένων σε διαφορετικά επίπεδα -σε διαφορετικές σφαίρες-, ανάγουν τις έννοιες του πλούτου και της φτώχιας, της ιδιοκτησίας, των τιμών και της εργασίας σε ηθικές κατηγορίες και εξηγούν όλα τα γεγονότα, είτε αυτά αφορούν τα συλλογικά πεπρωμένα είτε τις προσωπικές περιπέτειες, ως εκδηλώσεις – σύμβολα της θεϊκής παρουσίας.[14] Και, όπως μας έδειξε ο Φίλιππος Ηλιού, θα χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι το 1793 για να εμφανιστεί, στα καθ’ ημάς, η πρώτη επώνυμη προσπάθεια ανατροπής αυτού του ιδεολογικού συστήματος, με την έκδοση του βιβλίου “Περί Θεοκρατίας”, από το Χριστόδουλο Παμπλέκη.[15]
3.1.2. Πέρα όμως από την εκκλησία που, διαμεσολαβώντας ανάμεσα στους ανθρώπους και στο Θεό, πραγματοποιεί λειτουργίες και οργανώνει λιτανείες ώστε να προκληθεί βροχή ή να εξαλειφθούν τα ζωύφια που καταστρέφουν τη σοδειά,[16] σε έναν κόσμο όπου το υπερφυσικό βρίσκεται παντού, που η αρρώστια και ο θάνατος δεν θεωρούνται φυσιολογικά φαινόμενα, αλλά αποδίδονται πολλές φορές στη δράση σκοτεινών δυνάμεων, ο καθένας αναγκάζεται να γίνει και λίγο μάγος προκειμένου να προστατεύσει την παραγωγή του.[17] Γύρω από το σωρό του αλωνιού διαδραματίζονται διάφορες τελετουργίες που συνδέουν, άλλοτε έμμεσα και άλλοτε με έμφαση, την επιθυμητή γονιμότητα του ζευγαριού με αυτή της γης. Ή πάλι, συσχετίζουν την καλή σοδειά με το στέριωμα του σπιτικού, όπως συμβαίνει στη Ρόδο, όπου μετά το τέλος του θερισμού, μιά δέσμη στάχυα τοποθετείται στο κεντρικό δοκάρι του, την μεσιά.[18] Συγχρόνως, με βάση τα “σημάδια”, αναπτύσσεται μια πρακτική μετεωρολογία, κάποτε με αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Στο Δρυμό της Μακεδονίας, για παράδειγμα, όταν τελειώσει το αλώνισμα και λυθούν τα βόδια, παρατηρούν πού θα ξυστεί το μεγαλύτερο από αυτά: αν ξυστεί στο κεφάλι, ο χειμώνας θα είναι πρώιμος, αν ξυστεί στην ουρά, ο χειμώνας προβλέπεται όψιμος.[19]
3.2. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι τα νοικοκυριά δεν κατέφευγαν σε άλλα μέσα περιμένοντας το ξέσπασμα της κρίσης, κάθε άλλο. Προετοιμάζονταν γι’ αυτήν αποθησαυρίζοντας. Τα νομίσματα που φυλάγονταν δεν ήταν απαραίτητο, εκτός και αν συνθήκες πολιτικής ανασφάλειας το επέβαλλαν, να βρίσκονται κρυμμένα στα σεντούκια, χτισμένα στους τοίχους[20] ή οπουδήποτε αλλού’ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αυτούσια ως αναπόσπαστο μέρος της γυναικείας φορεσιάς, σύμφωνα με τους περιηγητές, και το θέμα είναι γνωστό.[21] Άλλοι πάλι, όχι κατ’ ανάγκην εύποροι, επέτρεπαν στον εαυτό τους την πολυτέλεια του κοσμήματος. 0 κίνδυνος εδώ προέρχεται από το γεγονός ότι, στην περίπτωση που ήταν αναγκαία η άμεση εκποίηση τους, η εργασία του τεχνίτη που είχε επεξεργαστεί το πολύτιμο μέταλλο μπορούσε να απαξιωθεί εντελώς. Για αυτή τη διπλή λειτουργία του κοσμήματος οι πάντες έχουν συνείδηση: η αγρότισσα η Μαρία, ηρωίδα του Μικρού Λάθους στο διήγημα του Πολυλά, σκέφτεται:
πόσες φορές αυτά τα χρυσαφιά, τούτη η καϊμένη της η προίκα, εχρησίμευ- σε γιά να σηκώσουν από το κατάστημα [= το ενεχυροδανειστήριο] καμμιά πενηνταριά δραχμές, διά να μην σαπείο άνδρας της εις την φυλακήν.[22]
4.1. Δεν έρχονταν όμως μόνο τα νοικοκυριά αντιμέτωπα με το φόβο της πείνας αλλά και η πολιτική εξουσία. 0 Μεγάλος Βεζύρης, υπόλογος απέναντι στο Σουλτάνο, έπρεπε να φροντίζει για την ομαλή τροφοδοσία της Ιστα- μπούλ, αυτού του πολεοδομικού τέρατος, με τους 700.000 κατοίκους, ήδη στις αρχές του 17ου αι. Κάτι που, σύμφωνα με τον R. Mantran, γινόταν κατορθωτό μόνο χάρη στη διεύθυνση της οικονομίας από το κράτος, τον καθορισμό ζωνών ανεφοδιασμού και σε ένα συνεχές πηγαινέλα καραβανιών και πλοίων.[23] Γιατί η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, για να τραφεί, χρειαζόταν καθημερινά “300-500 τόνους στάρι, είχε ανάγκη κάθε χρόνο 200.000 βόδια, τέσσερα εκατομμύρια πρόβατα, τρία εκατομμύρια αρνιά, χώρια τα βαρέλια με μέλι, ζάχαρη, ρύζι και τα σακιά με το τυρί, το χαβιάρι, και το βούτυρο”.[24] Το 1621 όμως, αυτό το μέχρι τις τελευταίες του λεπτομέρειες οργανωμένο σύστημα καταρρέει: “Εγίνην μεγάλη πείνα εις τον κόσμον (…) επάγωσεν η θάλασσα εις την Πόλη και δεν ήρχονταν καράβια (…) και από το άλλο μέρος και η ακρίβεια, και επωλήθην το ψωμί από εννέα δράμια διά έναν άσπρο. Και ήλθαν οι πολίτες εις μεγάλην στενοχωρίαν και τα εμίσια [= les fruits sees] έφαγαν όλα και πάλιν λιμοκτονούσαν” γράφει ο Παπασυναδινός, με αποτέλεσμα να εξεγερθούν οι γενίτσαροι, να “χαλάσουν” το Βεζύρη και να πνίξουν το Σουλτάνο. Η κρίση δεν θα αποδοθεί από τους πληθυσμούς που τη βιώνουν στις κλιματολογικές συνθήκες, στο βαρύ χειμώνα που “πάγωσε την θάλασσα”, αλλά θα ερμηνευτεί με ανθρωπολογικούς όρους: ο θαυματουργός βασιλιάς, ο βασιλιάς – φούρναρης, στην περίπτωσή μας ο σουλτάνος, απέτυχε να εκπληρώσει τα καθήκοντά του και πληρώνει το αποτέλεσμα της αδυναμίας του.
4.2. Επιδημίες και πείνα αποτελούσαν τους δύο μεγάλους εφιάλτες για τις διοικήσεις των πόλεων, όμως μόνο η δεύτερη μπορούσε να οδηγήσει σε εξεγέρσεις. Στο σιτοφόρο Χάνδακα, το σιτάρι στο οποίο θα κατέφευγαν οι αρχές για να θρέφουν τον πληθυσμό σε περίπτωση ανάγκης φυλαγόταν σε υπόγειες αποθήκες και ανανεωνόταν κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, για να μην σαπίσει.[25] Η εξαγωγή του στις χώρες των Φράγκων μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με ρητή εντολή από το Διβάνι [26] ενώ η πώληση του σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας επιτρεπόταν μόνο αν υπήρχε επάρκεια και ο έμπορος που υπέβαλλε την αίτηση είχε προηγουμένως μεταφέρει στην πόλη κάποιο προϊόν που έλειπε, συνήθως βούτυρο, ξυλεία, καφέ ή ζάχαρη.[27] Χωρίς και σε αυτή την περίπτωση να είναι βέβαιο ότι θα δινόταν η επιθυμητή άδεια.[28] Το λαθρεμπόριο οργίαζε, βέβαια, και οι Σφακιανοί είχαν χτίσει φούρνους στο νησί της Γαύδου, απ’ όπου εφοδίαζαν τα διερχόμενα πλοία με παξιμάδια, καταφέρνοντας να μεταφέρουν κρυφά στην επαρχία τους 40.000 μουζούρια σιταριού, “παραγινόμενοι ούτως υπαίτιοι σιτοδείας εν τη νήσω”.[29]
Τον Αύγουστο του 1756, τα πράγματα στο Χάνδακα ήταν κρίσιμα: στο λιμάνι υπήρχαν μόνο 1.000 μουτζούρια σιταριού, ποσότητα που δεν επαρκούσε παρά για τρεις μόνο μέρες. Στις 11 του μήνα συνήλθαν σε σύσκεψη υπό την προεδρία του διοικητή “άπαντες οι αξιωματούχοι και δύο έμποροι” για να δουν πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση, στην πραγματικότητα, όμως, δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα. Η επιβολή, εκείνη τη στιγμή, διατίμησης στο σιτάρι απορρίπτεται, γιατί θα είχε ως συνέπεια, μετά από λίγες μέρες, να παρουσιαστεί έλλειψη στο ψωμί. Η τιμή του λοιπόν αφήνεται ελεύθερη και το μόνο που αποφασίζουν οι αρχές είναι να γίνει διανομή του υπάρχοντος σίτου στους αρτοποιούς, αντί 31 παράδων το μουτζούρι. Δύο μέρες αργότερα, σε νέο συμβούλιο, αποφασίστηκε η διανομή 2.000 μουτζου- ριών σιταριού, που βρισκόταν μέσα σε ένα ιστιοφόρο στο λιμάνι και ανήκε στο γαμπρό του Αγά των γενιτσάρων, έναντι 34 παράδων το μουτζούρι αυτή τη φορά.[30] Επρόκειτο πιθανόν για ακούσια πώληση από μεριάς του ιδιοκτήτη, σε υψηλή πάντως τιμή, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα, αυτά για παράδειγμα που είχε πάθει στις Σέρρες ο Μεχμέτ Γιαζατζής, όταν τη χρονιά της πείνας, την ώρα που όλοι οι αγάδες και οι προεστοί έδωσαν σιτάρι στους ψωμάδες, αυτός όχι μόνον δεν τους έδωσε, αλλά τροφοδοτούσε τα καράβια επιτυγχάνοντας καλύτερες τιμές. Φαίνεται όμως ότι το παράκανε, με αποτέλεσμα, παρά τις εντολές του καδή, να “ωρμήσουν όλοι οι Τούρκοι και να χαλάσουν τα σπίτια του και να διαγουμίσουν όλα του τα υπάρχοντα από μικρόν έως μέγα και να τζακίσουν τα κεραμίδια όλα και να κόψουν τους στύλους και τα σπίτια να καταγρεμνήσουν”. Τα κατοπινά τρεξίματα και έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο άτυχος Μεχμέτ, προκειμένου να επιτύχει την τιμωρία των πρωταιτίων, αποδείχθηκαν άχρηστα.[31]
Οι εντάσεις, λόγω της έλλειψης σιτηρών, ήταν συχνές. Το 1783 στην Κέρκυρα, αν και η πόλη διέθετε τη σιταποθήκη της, οι φουρνάρηδες αναγκάζονται να πουλούν το ψωμί πίσω από τα παράθυρα των αρτοπωλείων, “εις εκάστην θύραν των οποίων εφρούρουν δύο στρατιώται”.[32] Τρία χρόνια αργότερα, η σιταποθήκη, το fondaco, διαλύθηκε από τη βενετική σύγκλητο, λόγω των καταχρήσεων των υπαλλήλων που εργάζονταν σε αυτό αλλά και γιατί κρίθηκε ως “ένα ίδρυμα ολέθριο για την πρόοδο και ελευθερία του εμπορίου”, και επιτράπηκε στον καθένα να αγοράζει σιτάρι και αλεύρι, να φτιάχνει ψωμί όπως του αρέσει και να το πουλά. Σύντομα οι αρτοποιοί, εκμεταλλευόμενοι αυτή την ελευθερία, “κάνανε τα ψωμιά πολύ μικρά επιβαρύνοντας έτσι τον λαό”, γράφει ο ταμίας της κοινότητας των Κερκυραίων, Στυλιανός Βλασσόπουλος.[33]Πιο πρακτικοί οι Άγγλοι, αμέσως μετά την κατάληψη των Επτανήσων το 1814, άφησαν κατά μέρος τις θεωρίες περί ελευθερίας του εμπορίου και έθεσαν τη διακίνηση των σιτηρών κάτω από κρατικό μονοπώλιο, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες του Καποδίστρια: κάθε εμπορική επιχείρηση νεκρώθηκε, πολλοί κεφαλαιούχοι εγκαταλείπουν τα νησιά και πηγαίνουν να ζήσουν αλλού, διαμαρτύρεται μάταια ο κυβερνήτης στο αγγλικό υπουργείο αποικιών.[34]
5.1.1. Τι συνέπειες έχει η κρίση αφορίας στις πριν τη βιομηχανική επανάσταση οικονομίες, στις οικονομίες δηλαδή εκείνες όπου κυριαρχεί ο αγροτικός τομέας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη· εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κοινωνία, για την οποία μιλάμε κάθε φορά, από το βαθμό και τους τρόπους διείσδυσης του χρήματος στο εσωτερικό ενός τρόπου παραγωγής, του φεουδαλικού, στον όποίο οι δυνάμεις της αγοράς είχαν περιθωριακή θέση και όπου οι αξίες χρήσης, και όχι τα εμπορεύματα, είχαν τον κυρίαρχο ρόλο. Είναι η περίπτωση της Πολωνίας, την οποία εξετάζει ο W.Kula. Η γη του φέουδου, αφιερωμένη στην παραγωγή δημητριακών, είναι μοιρασμένη σε δύο τμήματα: το πρώτο βρίσκεται στην κατοχή αγροτών – δουλοπάροικων και, σε ομαλές περιόδους, η παραγωγή που πραγματοποιείται εκεί επιτρέπει τη συντήρηση των νοικοκυριών των άμεσων παραγωγών, αφήνοντας πιθανόν και κάποιο πλεόνασμα. Το δεύτερο τμήμα, η “ελεύθερη γη” του φέουδου, καλλιεργείται χάρη στις αγγαρείες που οφείλουν οι αγρότες του κτήματος και το προϊόν της καταλήγει στον κύριο της γης. Ιδεατά, το κτήμα λειτουργεί ως αυτάρκης παραγωγική μονάδα, ικανή να καλύψει όλες τις ανάγκες των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτό ,[35]Σε οικονομίες αυτής της μορφής, οι άφορες χρονιές ήταν καταστροφικές για όλους, κυρίως όμως για το γαιοκτήμονα, γιατί ο άμεσος παραγωγός είχε τη δυνατότητα να μετακυλίσει σε αυτόν ένα μέρος τουλάχιστον των επιπτώσεων της κρίσης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε, προκειμένου να επιβιώσει, να τραφεί με τα σιτάρια που υπήρχαν στις αποθήκες και τα οποία προορίζονταν για τη σπορά της επόμενης χρονιάς, χωρίς ο φεουδάρχης να έχει τη δυνατότητα αντίδρασης: αφού ο δουλοπάροικος τού ανήκε, εναπόκειτο σε αυτόν να τον βοηθήσει τις δύσκολες στιγμές, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος η αγγαρεύσιμη εργατική του δύναμη να χαθεί.[36]
Σε ένα τέτοιο σύστημα, όπως και στη λιγότερο κλασική μορφή του, όπου οι υποχρεώσεις του άμεσου παραγωγού σε αγγαρεία έχουν αντικατασταθεί από οφειλόμενες σε είδος και μόνο αναλογικές γαιοπροσόδους, ο ρόλος της πίστης ήταν περιορισμένος. Η αναγκαστική αλληλεγγύη και βοήθεια του φεουδάρχη προς τους αγρότες του εκδηλωνόταν και με την αναβολή της απαίτησης καταβολής των οφειλόμενων μεριδίων,[37] τα χρέη όμως που έτσι λογιστικά συσσωρεύονταν, έμεναν πιθανόν ανεξόφλητα για πάντα: ο φεουδάρχης μπορούσε να επιτύχει τη φυλάκιση κάποιων οφειλετών ή την αποβολή τους από το κτήμα, το πρόβλημα όμως, η υποχρέωσή του δηλαδή να φροντίζει τις άφορες χρονιές για τη διατροφή των “ανθρώπων του”, παρέμενε. Γιατί, ως γνωστόν, ο παραγωγικός συντελεστής “γη”, από μόνος του, δεν παράγει απολύτως τίποτα.
5.1.2. Τα πράγματα είναι διαφορετικά αν οι οφειλές του άμεσου παραγωγού προς τον ιδιοκτήτη της γης είναι σταθερές και ανεξάρτητες από το μέγεθος της παραγωγής ή αν πρέπει να αποδοθούν σε χρηματική μορφή. Είναι η περίπτωση της Γαλλίας κατά το 18ο αι., που αναλύει ο Ε. Labrousse,[38] όπου η οικονομία είναι, μερικώς τουλάχιστον, εκχρηματισμένη. Τα χρόνια της κρίσης, η ανισορροπία ανάμεσα στη μειωμένη προσφορά και την ανελαστική ζήτηση έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής των δημητριακών, άνοδος όμως που είναι αναλογικά κατά πολύ μεγαλύτερη από την πτώση του όγκου της παραγωγής. Εδώ, αντίθετα από το μοντέλο του Kula, τα δύσκολα χρόνια δεν είναι καταστροφικά για όλους. Ενώ το εισόδημα των κατόχων γαιοπροσόδου αυξάνεται, οι μικροί παραγωγοί, εκείνοι που μόλις και μετά βίας τα βγάζουν πέρα σε ομαλές συνθήκες λόγω της ανεπάρκειας του κλήρου τους, αναγκάζονται να καταφύγουν στην αγορά, χρεωνόμενοι ίσως για να προμηθευτούν το αναγκαίο σιτάρι. Δεν είναι όμως μόνον αυτοί που αντιμετωπίζουν δυσκολίες: καθώς το σύνολο του διαθέσιμου εισοδήματος του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού ξοδεύεται στην αγορά των δημητριακών, η ζήτηση για άλλα προϊόντα μειώνεται– τα εργαστήρια μένουν χωρίς παραγγελίες, οι συντεχνίες σταματούν την παραγωγή, η κρίση μεταφέρεται στις πόλεις. Με τα παρεπόμενά της: τις ταραχές που συνήθως ακολουθούν ή, αν η οικονομική κρίση συμπέσει με αδυναμία νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, την επανάσταση. Η Επανάσταση του 1789, γράφει ο Labrousse, “ξεσπά την χρονιά, σχεδόν τον μήνα, που η τιμή του σιταριού φτάνει στο μέγιστο των τελευταίων 56 χρόνων”.[39]
5.1.3. Μια τρίτη τέλος, διαφορετική από τις προηγούμενες, εκδοχή της κρίσης μάς παρουσιάζει ο W. Abel: στον Μάκβεθ του Σαίξπηρ, κάνει την εμφάνισή της η φιγούρα ενός γαιοκτήμονα που έχει αυτοκτονήσει, πνιγμένος μέσα στα χρέη που του προκάλεσε όχι η αφορία, αλλά η υπερπαραγωγή του τελευταίου αγροτικού κύκλου.[40] Βρισκόμαστε βέβαια στα 1600, αλλά ο τόπος όπου διαδραματίζεται ένα τέτοιο επεισόδιο δεν θα μπορούσε παρά να είναι η Αγγλία: το αγρόκτημα του κατεστραμμένου ιδιοκτήτη παράγει για την αγορά, η εύφορη χρονιά οδηγεί στην πτώση της τιμής του προϊόντος, τα έσοδα της επιχείρησής του -γιατί για επιχείρηση καπιταλιστικού τύπου πρόκειται- μειώνονται, ενώ τα έξοδά της -οι μισθοί των εργατών που απασχολεί, η αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου- μένουν σταθερά, με αποτέλεσμα τη χρεοκοπία. Κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί στο οικονομικό σύστημα που περιγράφει ο Kula.
6.1.1. Η πραγματικότητα γίνεται πιο πολύπλοκη, όταν στα θεωρητικά σχήματα που μόλις θυμηθήκαμε, εκτός από το γαιοκτήμονα και τον καλλιεργητή, εισάγουμε και ένα τρίτο πρόσωπο, τον εκμισθωτή των προσόδων της γης. Κατά την περίοδο 1815-1818, ο Ιωάννης Κωλέττης νοικιάζει από τον
Μουχτάρ Πασά, γιο του Αλή, τις προσόδους τεσσάρων τσιφλικιών στην περιοχή των Τρικάλων έναντι ενός σταθερού ποσού. Η παρακολούθηση των λογαριασμών του, όπως αυτοί καταγράφονται στον πρώτο τόμο του αρχείου του,[41] μας δείχνει τις συνέπειες τόσο της καλής όσο και της αποτυχημένης σοδειάς και για τα τρία πρόσωπα που εμπλέκονται, τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και στην απόσπαση του πλεονάσματος, σε μια προκεφαλαιο- κρατική οικονομία. 0 Κωλέττης, λοιπόν, το 1816 συγκέντρωσε, προφανώς λόγω μειωμένης παραγωγής, 20% λιγότερη σίκαλη και αραποσίτι σε σχέση με το 1815 από τα χωριά που είχε εκμισθώσει, η τιμή στην οποία τα πούλησε όμως ήταν κατά 80% υψηλότερη· τα έσοδά του αυξήθηκαν από 15.000 σε 23.000 γρόσια. Αντιθέτως, μια χρονιά υπερπαραγωγής δημιουργούσε δυσκολίες στη διάθεση του προϊόντος. Τον Απρίλιο του 1819, το αραποσίτι του προηγούμενου έτους έμενε ακόμα στις αποθήκες και, μέσω ενός συνεταίρου του, προσπαθούσε να το πουλήσει στο Μωριά· ένα μήνα αργότερα, η επιτυχία του εγχειρήματος παρέμενε ακόμα αμφίβολη.[42] Ο κύριος της γης, σε κάθε περίπτωση, είχε εξασφαλίσει σταθερά εισοδήματα.
6.2.1. Αν τα χαρτιά του Κωλέττη μάς δίνουν τη δυνατότητα μιας από τα μέσα διερεύνησης της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στον όγκο της παραγωγής, τις δυνατότητες κερδοφορίας του χρήματος και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα νοικοκυριά των καλλιεργητών, οι κώδικες του ιεροδικείου του Χάνδακα, που αφορούν ολόκληρη την ανατολική Κρήτη, μας επιτρέπουν μία πληρέστερη εικόνα, χάνοντας όμως σε λεπτομέρειες. Η κατάσταση που επικράτησε στο νησί μετά την κατάληψή του από τους Οθωμανούς είναι, σε αδρές γραμμές, γνωστή από τον kanunname του 1671: η γη παραδόθηκε ως τέλεια ιδιοκτησία στους κατόχους της, ο έγγειος φόρος καθορίστηκε στο 1/5 της παραγωγής για τα δημητριακά και κατ’ αποκοπή σε 10 δράμια αργύρου για κάθε 1,5 στρέμμα αμπελιού ή καρποφόρων δένδρων, πρακτικά της ελιάς· οι άπιστοι έπρεπε να πληρώνουν επίσης τον κεφαλικό φόρο, 48, 24 ή 12 δράμια αργύρου, ανάλογα με την τάξη στην οποία είχαν καταταγεί.[43] Η ίδια η λογική του συστήματος επιβάλλει εδώ την υποχρεωτική εμπορευματοποίηση ενός μέρους, και μάλιστα σημαντικού, του προϊόντος: τα 24 δράμια αργύρου, ή τέσσερα γρόσια που όφειλε η μεσαία τάξη των χριστιανών,[44] ισοδυναμούσαν με 175 κιλά σιταριού,[45] ποσότητα που είναι σχεδόν ίση με όση χρειάζεται ένας άνθρωπος για την ετήσια διατροφή του.
6.2.2. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, ποιος δανείζει, ποιος δανείζεται, και πότε; Ας πάρουμε μια συνηθισμένη χρονιά:
Η συγκομιδή των προϊόντων ημών των πτωχών ραγιάδων περατούται καθ’ έκαστον έτος εν τη νήσω ταύτη κατά τας αρχάς του Αυγούστου, επειδή όμως η είσπραξις και ενοικίασις του κεφαλικού φόρου και του φόρου των αμπέλων μας, διενεργείται εις τας αρχάς του μηνός Μαρτίου (…) αναγκαζόμεθα ως εκ τούτου να δανει- ζώμεθα με 10 και 15% διά να πληρώσωμεν τους φόρους τούτους, τα εναπομείναντα δε προϊόντα μας μόλις επαρκούν διά την πληρωμήν των τοκογλύφων και ούτω οι δυστυχείς ημείς καταλήγομεν εις την ανάγκην να υστερούμεθα και αυτού του ενός παρά διά να αγοράσωμεν τον επιούσιον άρτον μας. Από τούδε και εις το εξής να εισπράττεται ό τε κεφαλικός και ο επί των αμπέλων φόρος μας εις τας αρχάς του Αυγούστου,
διαβάζουμε σε μία αίτηση “απάντων των προκρίτων της νήσου Κρήτης”, το 1692.[46] Η διαφοροποίηση μεταξύ του λογιστικού έτους των δημοσιονομικών της Αυτοκρατορίας και του παραγωγικού κύκλου καθιστούσε αναπόφευκτη, για τους φτωχότερους,την προσφυγή στον τοκογλύφο.
Άλλοτε πάλι, ήταν οι υπερβάσεις από τον ενοικιαστή των φόρων που, συμπιέζοντας το εισόδημα του καλλιεργητή, οδηγούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Γιατί κάθε μουκατάς [= κατ’ αποκοπήν φόρος] νοικιαζόταν για ένα χρόνο και οι φοροεισπράκτορες, γνωρίζοντας ότι θα τον έχουν στην κατοχήν τους μόνο για ένα ή δύο χρόνια, “προσπαθούν να αφαιρέσουν από τας χείρας των ραγιάδων ολόκληρον την παραγωγήν των, καταπιέζοντες και καταδυναστεύοντες αυτούς ποικιλοτρόπως”. Το 1720, η Πύλη προσπαθεί να αντιδράσει και αποφασίζεται όλοι οι δημόσιοι μουκατάδες να πωλούνται “υπό τύπον μαλικιανέ”, να κατακυρώνονται δηλαδή ισοβίως στον πλειοδότη,[47] το μέτρο όμως δεν φαίνεται να έφερε αποτέλεσμα. Οι αγοραστές των φόρων, αφού επιτύχουν στο μικρότερο χρονικό διάστημα το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, θα τους μεταπωλήσουν στη συνέχεια[48] και οι παραδειγματικές εκτελέσεις των υπεύθυνων για την πώληση των μουκατάδων δεν έχουν αποτέλεσμα.[49]
6.2.3. Δεν δάνειζε φυσικά μόνον ο Δεφτεράρης. Δάνειζαν επίσης και τα Ιερά Τεμένη, με επιτόκιο 15%,[50] και σε ένα τέτοιο Τέμενος θα καταφύγουν οι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού Καστέλλι προκειμένου να δανειστούν, για μερικούς μήνες, 800 ασλάνια.[51] Οι Μητροπολίτες αντίθετα συνήθιζαν να δανείζονται χρήματα και εφόδια από τους γενίτσαρους και, αν πέθαιναν ή καθαιρούνταν πριν την εξόφλησή τους, την αποπληρωμή του χρέους αναλάμβαναν οι διάδοχοι τους.[52]
Υπήρχαν και οι έμποροι, που δάνειζαν έναντι μελλοντικής παράδοσης του προϊόντος. Αυτό μπορούσε να είναι το λάδι, στις δυτικές επαρχίες, στο Ρέθυμνο και κυρίως στα Χανιά: όταν το 1659 πεθαίνει στο Ρέθυμνο κάποιος έμπορος από την Τύνιδα, του χρωστούσαν διάφορες ποσότητες λαδιού 31 πρόσωπα, χριστιανοί και μουσουλμάνοι.[53] Η προαγορά του λαδιού ήταν συνηθισμένη πρακτική, όπως μας έδειξε η εργασία της Τριανταφυλλίδου- Baladie για το εμπόριο της Κρήτης, κατά το 18ο αι.[54] Όταν το 1716 η σοδειά αποτυγχάνει, ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη θα επιτύχει την έκδοση σουλτανικού φιρμανιού, με το οποίο διατάσσονται οι ενδιαφερόμενοι να επιστρέψουν στους Γάλλους εμπόρους και πλοιάρχους τα χρήματα που είχαν λάβει λόγω προαγοράς του προϊόντος.[55] Άλλοτε πάλι, στη συμφωνία ανάμεσα στα δύο μέρη, προβλέπεται εναλλακτική λύση: ο τιμαριώτης Ali δανείζεται από τον Musli Aga 90 ρεάλια γρόσια “έχοντα τον ακριβή βαθμόν της καθαρότητος και του βάρους”, με την υποχρέωση να του παραδώσει 315 μίστατα λαδιού την επόμενη χρονιά’ “εάν όμως θεία βουλήσει το έτος τούτο δεν καρποφορήσουν τα ελαιόδενδρα”, υποχρεούται να παραδώσει 315 μου- τζούρια σιταριού.[56] Εκτός από το λάδι, προαγοράζονται επίσης τυρί, σταφίδα, μετάξι και καυσόξυλα.[57]
6.2.5. Τα προηγούμενα δείχνουν ότι ο δανεισμός, δεν αντιμετωπιζόταν απλώς με ανοχή από το εξουσιαστικό μόρφωμα, αλλά, ακόμη περισσότερο, οι κυριότεροι εκπρόσωποι του -τεμένη, δεφτεράρηδες, γενίτσαροι- συμμετείχαν ενεργά σε αυτόν. Τούτο παρά την εντολή του κορανίου, που απαγορεύει τον έντοκο δανεισμό, όπως απαγορεύει επίσης και οποιαδήποτε εμπορική πράξη, στην οποία η αξία των προϊόντων που ανταλλάσσονταν δεν ήταν απολύτως ίση· η χανεφίτικη ερμηνευτική άποψη του ιερού νόμου όμως, την οποία ακολουθούσε η Αυτοκρατορία νομιμοποιώντας τον δανεισμό με τόκο, το riba, είχε φθάσει μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι “η ανάγκη νομιμοποιεί ακόμη και ότι, αυστηρά μιλώντας, ήταν απαγορευμένο”[58]. Κάποτε βέβαια εμφανίζονται και καδήδες που, εφαρμόζοντας με αυστηρότητα τον ιερό νόμο, το seriyat, υποχρεώνουν το δανειστή να αρκεστεί στην επιστροφή του κεφαλαίου του και μόνο. Πρόκειται όμως, κυριολεκτικά, για σπάνιες αποφάσεις, που συναντάμε δύο μόνο φορές ανάμεσα στα 2.800 έγγραφα του Αρχείου που εξέδωσε ο Σταυρινίδης.[59]
6.2.6. Η αδυναμία εξόφλησης του δανείου οδηγεί στον πλειστηριασμό των ακινήτων του οφειλέτη, αν το χρέος είναι προς το Δημόσιο ή αν κάτι τέτοιο ρητά είχε συμφωνηθεί ανάμεσα στα δύο μέρη· αλλιώς, ο χρεώστης υποχρεούται στην πώληση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας του προς το δανειστή, σε τιμή που καθορίζεται υπό την επίβλεψη του καδή και η οποία θα μπορούσε να αποκλίνει από την πραγματική αξία των μεταβιβαζόμενων αγαθών, υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Ούτως ή άλλως πάντως, οι αναγκαστικές εκποιήσεις λόγω χρεών, που διασώζονται στο κεντρικό αρχείο του ιεροδικεί- οο, είναι πολύ λίγες ώστε να αντέξουν σε οποιαδήποτε στατιστική επεξεργασία[60]. Ακριβώς αυτός ο μικρός αριθμός τους όμως, και με την επιφύλαξη των εκπλήξεων που ίσως να μας επεφύλασσαν τα αρχεία των δικαστών των χωριών, των kadi naibi, που έχουν καταστραφεί, μας δείχνει ότι στην ανατολική τουλάχιστον Κρήτη, μέχρι το 1750, η τοκογλυφία δεν ήταν η κυρίαρχη μορφή απόσπασης του πλεονάσματος. Οι ρυθμοί και η έκτασή της ορίζονταν από μια άλλη σταθερά με μεγαλύτερη βαρύτητα,τη φορολογία.
6.3. Το ίδιο συμβαίνει και αλλού, όπου μοιάζει να είμαστε πιο τυχεροί και τα τεκμήρια που διαθέτουμε μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε ορισμένες μετρήσεις. Όπως στην περίπτωση της Σέριφου το 18ο αι., που μελέτησε η Ευτυχία Λιάτα[61]: ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας του νησιού, η μονή των Ταξιαρχών, δανείζει τους χωρικούς μικροποσά, με επιτόκιο 8-10%, που μία στις τρεις φορές χρησιμοποιούνται για την πληρωμή του φόρου -του κεφαλοχάρα- τσου και της τάνσας. Στη Μύκονο επίσης, όπως μας δείχνει η εργασία του Δημήτρη Δημητρόπουλου,[62] οι κάτοικοι δανείζονταν για να ανταποκριθούν στη φορολογία, εδώ όμως δεν διαθέτουμε τον αριθμό των δανείων αλλά των πλειστηριασμών που έγιναν λόγω αδυναμίας εξόφλησής τους· είναι μικρός αλλά, υποθέτω, πίσω τους κρύβεται ένας κατά πολύ μεγαλύτερος αριθμός χρεωστικών πράξεων. Γιατί, στους μικρούς αυτούς τόπους, λειτουργούσαν αναγκαστικά αλληλεγγυότητες που εκτόνωναν τις εντάσεις, με σκοπό να συγκρατήσουν τους ανθρώπους στον τόπο τους· αν μη τι άλλο, ώστε τα φορολογικά δελτία να κατανέμονται μεταξύ του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού προσώπων. Έτσι, το 1700 στην Πάτμο, ο Σπύρος Ασδραχάς βρίσκει “έναν δανειστή να καλύπτει 50 φορολογούμενους· άλλοι καλύπτουν 12, 11, 8, 7…”.[63] Αλλά μήπως το ίδιο δεν συνέβαινε και στην Κρήτη; Σε μια διαταγή του 1659, ορίζεται ότι θα πρέπει να υπολογιστούν οι φόροι “των εγκαταλειψάντων τας εστίας των και αγνοουμένων απίστων” ορισμένων χωριών του Μονοφατσίου και να επιβληθεί η πληρωμή τους από τους εναπομείναντες ραγιάδες[64]. Όταν όμως “οι εναπομείναντες ραγιάδες” αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα, πρώτα χρεώνονται και ύστερα εξαφανίζονται. Μερικά χρόνια αργότερα, ο συνδυασμός αφορίας και φορολογικής επιβάρυνσης είχε ως αποτέλεσμα το ερείμωμα αυτών των οικισμών.[65]
6.4 Συνήθως τα πράγματα δεν έφταναν μέχρις εκεί. Στα νοτιοδυτικά τουλάχιστον εδάφη της Αυτοκρατορίας, η συγκέντρωση της γης και η δημιουργία μεγάλων ιδιοκτησιών, όπου αυτή συνέβη, δεν ήταν αποτέλεσμα της χρέωσης αλλά του εξωοικονομικού καταναγκασμού, της αδυναμίας της Πύλης να ελέγξει τα κατά τόπους όργανά της. Αυτή τουλάχιστον την εικόνα αποκομίζουμε από την ανάγνωση του χειρόγραφου, χρονολογημένο στα 1785, του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη, ευκατάστατου μουσουλμάνου και μέλους της ανώτερης υπαλληλίας του Μοριά:
Τα σπίτια των Ραγιάδων της Ρούμελης τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια. Γιά να λυτρωθούν από την τυραγνία [: εδώ, με την έννοια της υπέρμετρης, της άδικης φορολογικής επιβάρυνσης] και τις καταπιέσεις των τυράννων, [οι ραγιάδες] απ’ όπου βρίσκουν άσπρα χρεώνονται αμέσως.[66]
Αντιμέτωποι με τις αυθαιρεσίες των κατά τόπους ισχυρών, οι καλλιεργητές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, αναγκάζονται να ζητήσουν την προστασία άλλων ισχυρότερων ή των θρησκευτικών ιδρυμάτων, δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα ένα τμήμα της παραγωγής. Το χωριό μετατρέπεται έτσι σε τσιφλίκι. Γνωστότερο παράδειγμα αυτής της αλληλεξάρτησης πολιτικής και οικονομικής ισχύος είναι ο Αλή Πασάς, στον οποίο ανήκαν 880 ή 960 τσιφλίκια, κάπου ανάμεσα στο 1/3 και το μισό της γης της επικράτειάς του.[67] Δεν ήταν βέβαια ο μόνος, αλλά η συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα είναι έξω από το θέμα μας.
6.5.1. Αφήνοντας τον οθωμανικό χώρο και τις αμηχανίες που μας προκαλεί, οι οποίες εν μέρει τουλάχιστον οφείλονται στις ανεπάρκειες του τεκμη- ριωτικού υλικού, ας κάνουμε έναν τελευταίο σταθμό 6την Κέρκυρα. Το νησί, στην κατοχή της Βενετίας από το 1386, υποδέχεται τον επισκέπτη του πίσω από ένα φεουδαλικό προσωπείο. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του ανήκε σε 15 βαρονίες – φέουδα,[68] οι καλλιεργητές των οποίων, εφοδιασμένοι με μόνιμα αγροληπτικά συμβόλαια που τους καθιστούσαν εν μέρει ιδιοκτήτες του κλήρου τους και τους επέτρεπαν να χρησιμοποιούν το μερίδιο τους με όποιο τρόπο ήθελαν, όφειλαν στον κύριο της γης το δέκατο ή, συνηθέστερα,το τέταρτο της παραγωγής. Όχι πως ο φεουδάρχης, Βενετσιάνος συνήθως από τα μέσα του 17ου αι.,[69] ασχολούταν προσωπικά με την είσπραξη των οφειλών που του ανήκαν τις περισσότερες φορές ενοικίαζε τις προσόδους που του αναλογούσαν, για μικρό χρονικό διάστημα, σε κάποια από τις ισχυρές οικογένειες που έμεναν εκεί. Κάποια στιγμή, στις αρχές του Που αι., η καλλιέργεια της ελιάς γενικεύεται και το κερκυραϊκό λάδι γίνεται βασική πρώτη ύλη για τις υφαντουργίες και τα σαπωνοποιία της Γαληνοτάτης.[70] Η οικονομία της Κέρκυρας εμπορευματοποιείται σε μεγάλο βαθμό και τα απαραίτητα για τη διατροφή του πληθυσμού της δημητριακά εισάγονται από το εξωτερικό. Αρχίζει τότε ο γνωστός φαύλος κύκλος με τις προαγορές του λαδιού και την καταχρέωση των χωρικών. Προαγορές που γίνονται από εκείνους που πρώτοι, και συχνά, έρχονται σε επαφή με τον άμεσο παραγωγό, τους παχτονάρηδες των φέουδων, όπως ήταν ο Τζουάνε Δάντολος, ενοικιαστής της εμπαρουνίας Tron. Από αυτόν θα δανειστεί ο Τζανέτος Γιαννούτζος, κολόνος της βαρονίας, που όμως έχει επίσης στην ιδιοκτησία του και άλλα εδάφη, “ελεύθερα παντός βάρους”, το 1699, 44 γαζέτες με την υποχρέωση να του παραδώσει τον ερχόμενο Δεκέμβριο “ελεόλαδον καθαρόν ξέστες 40”, υποχρέωση στην οποία δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί, λόγω καταστροφής του καρπού. Το χρέος όμως μένει και ο Sr Δάντολος απειλεί “να [τον] σφίξη με το μέσον της δικαιοσύνης διά να λάβη την ευχαρίστησίν του”, οπότε ο Γιαννούτζος, προκειμένου να μην πάει στη φυλακή,
τον επαρακάλεσε να μην ήθελε του κάμι εξόδους, και να του δόση το χοράφιον μουτζούρια δέκα με τέσσερα ριζάρια ελιές, ελεύθερα εκ παντός βάρους και τέλους, διακύμενα ης την περιοχίν του χου Καρουσάδων (…) και ο αυτός σ: μαγγιόρ ντάντολος διά τες παρακάλεσες όπου του κάνη ο άνωθεν γιανούτζος ευχαριστιέτε και του κάμι την χάρη (…)
Με το αζημίωτο βέβαια: ο Γιαννούτζος θα πρέπει ακόμα να φροντίσει, είτε με προσωπική του εργασία είτε χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του στο χωριό, τα χωράφια αυτά να σπείρονται την κατάλληλη εποχή και να δίνει στον πιστωτή του, και νέο ιδιοκτήτη τους,το τρίτο της παραγωγής.[71]
Μέχρι και το τέλος της βενετικής κυριαρχίας πάντως,η δράση του εμπορικού – τοκογλυφικού κεφαλαίου φαίνεται ότι υπάκουε σε πολιτικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, γιατί οι φεουδάρχες προστάτευαν τους “ανθρώπους τους” αλλά και οι αντιστάσεις των χωρικών περιόριζαν τη δράση των τοκογλύφων. Στα 1773, για παράδειγμα, η Bona, σύζυγος του εβραίου Μορδοχάι, προκαλεί έναν αφορισμό εναντίον τεσσάρων χωριών προκειμένου να αποκαλυφθούν οι δολοφόνοι του άνδρα της και του γιου της, που είχαν βγει από την πόλη για να μαζέψουν τα οφειλόμενα δάνεια, τα προστύχια, όπως αναφέρονται στην κερκυραϊκή διάλεκτο. Μάταιος κόπος, κανείς δεν πήγε να καταθέσει.[72]
6.5.2. Η κατάσταση θα αλλάξει ριζικά με την κατάληψη του νησιού από τους Άγγλους, στα 1814. 0 νόμος θα επιβληθεί και οι δυνάμεις της αγοράς θα μπορέσουν να δράσουν ανεξέλεγκτα. Ανάμεσα στο 1831 και το 1863, σε διάστημα 33 χρόνων, σύμφωνα με την επίσημη εφημερίδα του Ιονίου Κράτους, πραγματοποιήθηκαν 3.900 χρεωστικές διώξεις,[73] σε ένα νησί του οποίου ο πληθυσμός δεν υπερέβαινε τους 70.000 κατοίκους.[74] Οι διώξεις αυτές κατανέμονται άνισα στο χρόνο και κορυφώνονται στη διάρκεια των ετών 18501852, περίοδος που ήταν δύσκολη για ολόκληρη την Ευρώπη: έχουμε μία από τις μεγαλύτερες υφέσεις του αιώνα,[75] με βαρείς χειμώνες[76] και αύξηση της τιμής των δημητριακών.[77] Στην Κέρκυρα έχουμε δύο συνεχείς χρονιές χωρίς ελαιοφορία -1851 και 1852-[78], ενώ το 1851 τα αμπέλια του νησιού πλήττονται από νόσο.[79] Την ίδια χρονιά, το 1851 δηλαδή, οι κάτοικοι δώδεκα χωριών του νησιού ζητούν από την κυβέρνηση την προσωρινή αναστολή των πλειστηριασμών για χρέη διότι “εξηράνθη όλος ο καρπός ο ευρισκόμενος εις τα ελαιόδενδρα και εις την γην, εκαταντήσαμεν εις εσχάτην πτωχίαν, ώστε αρχίσαμεν υστερείσθαι και του επιουσίου άρτου”, το αίτημά τους όμως δεν. θα ικανοποιηθεί* θα πρέπει να αρκεστούν στη δήλωση του αρμοστή, ότι παραγγέλλει “εις όλας τας τάξεις αμοιβαίαν ανοχήν, και χριστιανικόν όφε- λος”.[80]
Αποτέλεσμα; Μεταξύ των ετών 1860-1864, στη διάρκεια πέντε μόλις χρόνων για τα οποία διαθέτουμε συγκεντρωτικά στοιχεία, εκδίδονται 7.800 εντάλματα σύλληψης κατά 5.500 οφειλετών,[81] καθώς και 191.000 δικαστικές πράξεις.[82] Όμως, μ’ αυτό τον τρόπο,η γεωργία απονεκρώνεται και μειώνεται η αξία των κτημάτων, διαπιστώνει ένας αντιπρόσωπος στην 8η Γερουσία του Ιονίου Κράτους.[83] Η αναπαραγωγή του συστήματος καθίσταται αδύνατη.
6.5.3. Η Κέρκυρα αποτελεί το μοναδικό, απ’ όσο γνωρίζω, σημείο στον ελληνικό χώρο (πιθανόν μαζί με τη Ζάκυνθο, που μένει όμως να ερευνηθεί), όπου η τοκογλυφία αυτονομείται από τις πολιτικές δεσμεύσεις και τους καταναγκασμούς των νοοτροπιών και μετατρέπεται σε κυρίαρχη μορφή απόσπασης του πλεονάσματος. Δεν πρόκειται όμως για έναν τρόπο παραγωγής, αλλά για λειτουργίες που ασκούνται μέσα στους πόρους ενός προϋπάρχοντος συστήματος, διαβρώνοντάς το και εξαναγκάζοντάς το να λειτουργεί κάτω από “διαρκώς ελεεινότερους όρους”, όπως γράφει κάπου ο Μαρξ.[84] Επιφανείς οικογένειες θα καταφύγουν στους τοκιστές και θα ξεπέσουν οικονομικά, καινούργιες περιουσίες θα δημιουργηθούν, άνθρωποι που έρχονται από το πουθενά θα κάνουν την εμφάνισή τους στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας του νησιού, όπως μας δείχνουν οι ξεροί αριθμοί και μας αναλύει με τόση ευαισθησία ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης.[85] Συγχρόνως, η κατάσταση του άμεσου παραγωγού επιδεινώνεται. Σύμφωνα με τα Δικαστικά Κερκύρας, πολλοί αγρολήπτες αναγκάστηκαν να πουλήσουν το μερίδιο τους στο αγροδοτικό κτήμα και το έλαβαν πάλι από τους νέους ιδιοκτήτες σε αγροληψία, με την υποχρέωση να πληρώσουν και άλλο μερίδιο γι’ αυτό: “ώστε υπάρχουσι πολλά κτήματα, άτινα δεν παράγουσι ούτε το ποσόν προς πληρωμήν των μεριδίων”.[86]
- Εκείνοι που υφίστανται την καταχρέωση οδηγούνται κάποτε σε ακραίες συμπεριφορές. Στα έγγραφα του ιεροδικείου τόσο του Ηρακλείου, όσο και του Ρεθύμνου, βρίσκουμε γονείς, χριστιανούς, να πουλούν ή να ενεχυριάζουν τα παιδιά τους σε μουσουλμάνους[87] ή σε άλλους χριστιανούς [88] προκειμένου να απαλλαγούν από το χρέος. Η πρακτική αυτή δεν θα σταματήσει, τουλάχιστον επίσημα, παρά μόνο με την έκδοση διαταγής του αρχιστράτηγου με την οποία απαγορεύονται αυτού του είδους οι αγοραπωλησίες[89]. Άλλοτε πάλι, προκειμένου να βγάλει κανείς το χρέος, μισθώνει τον εαυτό του στον πιστω- τή,για χρονικό διάστημα μάλιστα που δεν διευκρινίζεται[90]. Τα παραδείγματα αυτά προέρχονται από την Κρήτη, τέτοιου τύπου φαινόμενα όμως παρατηρούνται και αλλού: ο Μιχαήλ Οικονόμου γράφει επίσης πως, όταν ο παππούς του “υπέπεσεν εις την του δανείου συμφοράν”, αναγκάστηκε να ενεχυριάσει τον τριετή υιό του, τον πατέρα δηλαδή του συγγραφέα, που δεν απελευθερώθηκε παρά μετά την εξόφληση του δανείου.[91]
- Αν η εκκλησία, ο γαιοκτήμονας και το πολιτικό προσωπικό νομιμοποιούν την απόσπαση από τη μεριά τους του πλεονάσματος, χάρη σε πραγματικές ή φανταστικές υπηρεσίες που με τη σειρά τους προσφέρουν στους παραγωγούς[92]^ νομιμοποίηση αυτή στην περίπτωση του τοκογλύφου δεν υφίσταται, και ο τελευταίος αντιμετωπίζει την καταφρόνια και το μίσος όχι μόνο των θυμάτων του αλλά και του υπόλοιπου πληθυσμού. Είναι ο φορέας του χρήματος, γενικού ισοδύναμου των πάντων, που για να ξαναγυρίσουμε στον Σαίξπηρ, “εκπορνεύει το γένος των ανθρώπων”[93]. Στη Συγχώρεση του Πολυλά[94], όταν πεθαίνει ο Αναστάσης, ο τοκογλύφος του χωριού, “καμμιά μοιρολογίστρα δεν ηθέλησε να τον κλάψει (…) κανένας χριστιανός δεν ακολούθησε εις το ξόδι”. Ακόμα χειρότερα, η ψυχή του δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, βρικολακιάζει. Θεία δίκη: οι συντοπίτες του δεν μπορούν να ξεχάσουν ότι είχε παρουσιαστεί πριν από δύο χρόνια στο καφενείο, “μ’ εκείνο το χασκόγε- λό του (…) για να τους πει πως βρήκε το σκουλήκι στον καρπό (…) η δυστυχία του κόσμου όλου,ήταν η ευτυχία του”. Δεν ήταν παρά ένας ταλλαράς.
Από τους φόβους της πόλης: άμυνα και στρατηγικές επιβίωσης των νεήλυδων στην ελληνική πόλη κατά τον 19ο αιώνα
Ζιζή Σαλίμπα
Διδάκτωρ Ιστορίας, Universe de Paris I Pantheon – Sorbonne
Σεπτέμβριος 1834. Η Αθήνα των 10.000 ψυχών γίνεται η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Αυτή η μπαρουτοκαπνισμένη κωμόπολη με τους σωρούς των ερειπίων, τα παλαιοκαιρισμένα μάρμαρα, τους στενούς δρόμους, τους εναπομείναντες μικρούς οικίσκους, εγκαταλελειμένη από τους Τούρκους κατοίκους της, αποτινάσσει βίαια το Οθωμανικό παρελθόν της για να αποτελέσει το διοικητικό πυρήνα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Σύντομα, γύρω στα 1836, η νέα πρωτεύουσα αποκτά και το λιμάνι της, τον Πειραιά. Η διαμόρφωση ενός και μόνο αστικού συνόλου έχει ξεκινήσει.
Η διαδικασία μετακίνησης του πληθυσμού προς την πρωτεύουσα πραγματοποιείται με ξέφρενους ρυθμούς. Η συγκέντρωση στην Αθήνα όλων σχεδόν των δημοσίων υπηρεσιών συμβάλλει σ’αυτό τα μέγιστα. Ο βαυαρός βασιλιάς, η βασιλική αυλή, και αυτοί που απαρτίζουν τον κρατικό μηχανισμό, αποτελούν την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα.[95] Γύρω από τα ανάκτορα και στην οδό Ερμού κυκλοφορούν δημογέροντες με ευρωπαϊκά ρούχα, βουλευτές, καθηγητές Πανεπιστημίου, δικηγόροι, γιατροί, ανώτατοι δικαστικοί, και υπάλληλοι υπουργείων. Είναι αυτοί που συνθέτουν τα αστικά στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας. Αυτοί που θέλουν με κάθε τρόπο να ξεπλύνουν από τη μνήμη τους το πρόσφατο οθωμανικό παρελθόν για να ενστερνισθούν τα δυτικά ευρωπαϊκά πρότυπα. Νέα πρόσωπα, νέες κατοικίες, νέα ρούχα, νέες συνήθειες. Η Αθήνα εξευρωπαΐζεται.
Όμως, ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη του στην πόλη, όπου καταφθάνουν συνεχώς οι απόμαχοι αγωνιστές, χωλοί, τυφλοί, οι χήρες και τα ορφανά τους. Ένα ολόκληρο πλήθος “ξυπόλητοι, εξαθλιωμένοι διακονιάρηδες- που τριγυρνούν στην αγορά, στο κέντρο, που διακονεύουν στα πεζοδρόμια για ένα κομμάτι ψωμί, που βρίσκουν καταφύγιο στον περίβολο των εκκλησιών.
Καταφθάνουν επαίτες, αγύρτες, γόητες και μάγισσες. Άνθρωποι που μεταχειρίζονται κάθε μέσο για να επιβιώσουν. Προφασίζονται τους χωλούς, πληγιάζουν μόνοι τους το σώμα τους, κάνουν “θαύματα”, μάγια, ξόρκια, μαντεύουν το μέλλον δια της λεκανομαντείας και της χαρτομαντείας, πωλούν στιλβήδονα ψιμμύθια και βαφές έως και μαγικά ερωτικά ματζούνια τα οποία εγγυώνται τον έρωτα ή το μίσος – ανάλογα με την επιθυμία του πελάτη.
0 θαυμαστός νέος αστικός κόσμος γοητεύει και συγχρόνως τρομάζει, αντιπροσωπεύει για τους νεοφερμένους/νεήλυδες τόσο γι’αυτούς που εντάχθηκαν στα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα όσο και για τους μη προνομιούχους την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Όλοι έρχονται προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Για τους κατοίκους της υπαίθρου και των κωμοπόλεων η πόλη ταυτίζεται με την άνεση, το χρήμα και την ευημερία.[96] Η πρωτεύουσα Αθήνα ασκεί μια έλξη. Ακτινοβολεί, γοητεύει το νου όλων ανεξαιρέτως, ‘περιβάλλεται με την αίγλη των πόλεων της Χαλιμάς απαστράπτουσα εκ χρυσού και μαρμάρων’.
Είναι φανερό όμως ότι η βαβυλώνια των μη προνομιούχων της πρωτεύουσας, προκαλεί ανησυχίες και φόβο στους νεόκοπους αστούς κατοίκους της. Δεν συμβαδίζει με τα πρότυπα τα οποία προβάλλουν. Η ευημερία, η ησυχία, η διασφάλιση της τάξης τόσο στο δημόσιο χώρο όσο και μέσα στους κόλπους της οικογενειακής εστίας, η εργασία, η υπακοή και η πειθαρχία στον ωρολόγιο χρόνο έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αναρχία, τη φτώχεια, την αγυρ- τία, την επαιτεία, την ανεργία η οποία εκλαμβάνεται ως φυγοπονία. Η εξευρωπαϊσμένη εμφάνιση αντιπαρατίθεται στα ράκη και τη βρώμα. Το κοινωνικό και πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στις δύο μεγάλες κατηγορίες των νεοφερμένων κατοίκων της, είναι αγεφύρωτο.[97]
Οι φιγούρες της φτώχειας, της μιζέριας, της αλητείας, συνθέτουν το πλαίσιο του παθολογικού φόβου της αστικής ύπαρξης. Όλοι αυτοί οι ρακένδυτοι, “βάρβαροι” είναι πηγή τρόμου. Απειλούν τις “παραδοσιακές” αλλά και τις “ευρωπαϊκές” αξίες και μπορούν να γίνουν πρόσφορο έδαφος για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης.
Ο φόβος που προκαλεί ο όχλος πρέπει να δαμασθεί, πρέπει να παταχθεί. 0 φόβος των κυρίαρχων στρωμάτων της πόλης εκφράστηκε ως βούληση της κεντρικής εξουσίας, του ίδιου του κράτους.
Μια σειρά από νόμους και βασιλικά διατάγματα θεσπίζονται σχεδόν ταυτοχρόνως με την εμφάνιση όλων αυτών που χαρακτηρίζονται ως “ταραχοποιά στοιχεία”, αυτών δηλαδή που συνθέτουν τα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας ενώ απειλούν συγχρόνως να αποσυνθέσουν την εικόνα της ηρεμίας και της ευταξίας στην πρωτεύουσα Αθήνα. Ο νομοθέτης είναι αμείλικτος, μπροστά στην απειλή για διατάραξη της τόσο εύθραυστης κοινωνικής τάξης, ενώ το Υπουργείο Εσωτερικών και η δημοτική αστυνομία αναλαμβάνουν να εξυγιάνουν το τοπίο. Η ιστορικός Μαρία Κορασίδου στο βιβλίο της “Οι άθλιοι των Αθηνών και οι Θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα”, εξετάζει το φαινόμενο της φτώχειας και της φιλανθρωπίας, αφιερώνοντας ένα τμήμα στη διεξοδική παρουσίαση των ενεργειών της Κεντρικής εξουσίας κατά τη διάρκεια των πρώτων μετεπαναστατι- κών δεκαετιών μέχρι την επιδημία χολέρας του 1854.[98]
Δεν θα σταθούμε αυτή τη στιγμή, στο θέμα της επιτυχούς ή μη επιτυχούς εφαρμογής αυτών των νόμων. Θα ήθελα όμως να τονίσω ότι μέσα από τις λεπτομερείς καταγραφές και περιγραφές του νομοθέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ανθρώπινου μωσαϊκού των νεοφερμένων/μη προνομιούχων έχουμε την πλήρη απεικόνιση τους. Οι νόμοι προβλέπουν ξεχωριστά μέτρα για την κάθε κατηγορία. Οι κατηγορίες είναι πολλές: οι ενδεείς γέροντες, οι χήρες και τα ορφανά του υπέρ της ανεξαρτησίας πολέμου, οι ψωμοζήτες, οι αγύρτες, οι γητευτές, οι αποδεδειγμένα ανίκανοι προς εργασία, αυτοί δηλαδή που έχουν εφοδιαστεί με τα κατάλληλα πιστοποιητικά, οι ύποπτοι γενικά και οι “φαυλόβιοι”.
Ο νόμος απαγορεύει στους ζητιάνους να παραμένουν στους δημόσιους χώρους. Για τους νεοφερμένους που είναι χωρίς εργασία ο νόμος προβλέπει τη σύλληψη τους και τη μεταφορά τους στον τόπο καταγωγής τους δια της βίας. Ποινές κράτησης προβλέπονται για τους επαίτες, τους αγύρτες, τους γητευτές.
Όσον αφορά τον προσδιορισμό κάποιου ως “φτωχού” πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: να μην έχει σπίτι δικό του, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει ενοίκιο, να μην έχει εισοδήματα ούτε κάποια τακτική εργασία, η οποία μπορεί να του εξασφαλίσει σε μόνιμη βάση υλικά αγαθά, έστω και τη στοιχειώδη διατροφή του. Στην Αθήνα στα 1775, μέσα από το βιβλίο του Παναγή Σκουζέ “Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυρανίας του Χατζάλη”,[99] οι φτωχοί ζουν στα “κελλιά” μικρά σπιτάκια που βρίσκονται στον περίβολο των εκκλησιών. Η εκκλησία ασκεί τη φιλανθρωπία. Η παροχή βοήθειας μέσω της εκκλησίας από τους ενορίτες, προς τους φτωχούς ήταν κυρίως σε είδος, όπως: βασικά είδη διατροφής (λίγο λάδι, ελιές, φαγί, ξύλα) είδη ένδυσης (μανδήλια),ή μέσω παροχής προσωρινής απασχόλησης. Συγκεκριμένα άνδρες και γυναίκες βοηθούσαν εποχιακά σε αγροτικές εργασίες και εκτελούσαν διάφορα “θελήματα”. Ιδιαίτερα τις πτωχές γυναίκες οι άλλες ενορίτισες τις μεταχειρίζονταν σαν βοηθούς στο γνέσιμο του νήματος και στην ύφανση των πανιών.[100]
Αντίθετα, κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, το κράτος παρείχε χρηματικά βοηθήματα, φαινόμενο το οποίο ξεκίνησε με την παροχή χρηματικών βοηθημάτων εφάπαξ ή με τη μορφή συντάξεων ή προικοδοτήσεων προς τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά τους. Φαινόμενο το οποίο θα λάβει διαστάσεις κατά την περίοδο της Οθωνικής βασιλείας. Χρηματικά βοηθήματα μοιράζονται στην αρχή ως δώρα στους ενδεείς τα Χριστούγεννα και το Πάσχα και αργότερα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους.
Οι φτωχοί, οι μη προνομιούχοι νεήλυδες, έπρεπε να προσπαθήσουν να επιβιώσουν. Επρεπε να κατανικήσουν και αυτοί, με τη σειρά τους, το φόβο τους για το αμείλικτο πρόσωπο της κρατικής εξουσίας και των φορέων της.
Επρεπε να αμυνθούν. Γι’αυτό χρησιμοποιούν μεθόδους που ταιριάζουν με τους κανόνες τους οποίους θεσπίζουν τα κυρίαρχα αστικά στρώματα. Μεθόδους που γίνονται αποδεκτές από αυτά. Καταφεύγουν σε γραφείς, οι οποίοι αναλαμβάνουν με χαρτί και μολύβι να αποτυπώσουν την τραγική κατάσταση της φτώχειας τους, σε αιτήσεις για οικονομική βοήθεια προς τις Αρχές, ιδιαίτερα δε προς τη Μεγαλειοτάτη, τη βασίλισσα Αμαλία, η οποία φαίνεται ότι μεριμνά για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους.[101]
Ένα άλλο φαινόμενο το οποίο αποτελεί τον καθρέφτη των κοινωνικών ανισοτήτων είναι οι επιδημίες. Το 1854 Αθήνα και Πειραιάς πλήττονται από επιδημία χολέρας. Πανικός κυριαρχεί στις δύο πόλεις. Η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο πληθυσμός κατά τη διάρκεια της χολέρας αποτυπώνεται από τον Κωνσταντινουπολίτη Νικόλαο Δραγούμη στο έργο του “Ιστορι- καί Αναμνήσεις” και από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στο διήγημά του “Η χολεριασμένη”. 0 Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει: “Μέγας αριθμός έφυγον εκ της πρωτεούσης, τινές δε και τους φιλτάτους των οικείων παλαίοντας προς τον θάνατον εγκατέλιπον άνευ παραμυθίας. Οι οδοί μετεβλήθησαν εις ερήμους, τα εργαστήρια εκλείσθησαν, εντός των οικιών εξέψυξε πάσα φωνή και η πόλις από άκρου εις άκρον εσίγησεν μόνον ο ήχος των ιδίων σου βημάτων ανήβαινεν εις τας ακοάς σου και εξήγειρε τον τρόμον σου. Πάντα ήσαν φρικαλέα· και η σιωπή και των ποσών σου ο κρότος ανώρθουν τας τρίχας σου”. Αυτοί που είχαν χρήματα, που είχαν κάποιο κατάλυμμα να μείνουν όσο βαστούσε η επιδημία εγκατέλειψαν γρήγορα την Αθήνα. Συνεχίζει ο Νικόλαος Δραγούμης: “Νόμους, αστυνομίαν, νοσοκομεία, ιατρούς, πάντα και πάντας είχον παραλύσει ο φόβος και ο θάνατος, υπουργοί δε και νομάρχης και πολλοί των δημοσίων λειτουργών, καταλίποντες αυτογνωμόνως τας θέσεις, κατέφυγον εις όρη και νήσους, αμειφθέντες μάλιστα επι τη παραβά- σει του καθήκοντος δια παρασήμων υπό προσωληπτούσης εξουσίας, ουδ’ ο θάνατος αφοπλίζει τα πάθη!”. Οι μόνοι που έμειναν ήταν οι βασιλείς, ενώ από τη δεκαπενταμελή επιτροπή που είχε συσταθεί για την αντιμετώπιση της επιδημίας μόνο δύο μέλη έδιδαν το παρόν τους διασχίζοντας καθημερινά την πόλη.[102] Η χολέρα θέρισε αμέσως σχεδόν όλους τους φτωχούς πρόσφυγες οι οποίοι είχαν καταφύγει στον Πειραιά φεύγοντας από την Τουρκία, λόγω των τραγικών συνθηκών καθαριότητας, της έλλειψης νερού και των χαλασμένων φαγητών. Οι πιο προνομιούχοι από τους φτωχούς κατέφευγαν στα πέριξ της Αθήνας περιβόλια και αγρούς. Στα περιβόλια του Αη Γιάννη του Ρέντη πολλοί ήταν αυτοί που αναζήτησαν προσωρινό καταφύγιο, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως διάφορες εργασίες και θελήματα τα οποία τους ανέθεταν οι ξένοι στρατιώτες που είχαν στρατοπεδεύσει στα πέριξ. 0 απολογισμός της χολέρας ήταν τραγικός: τρεις χιλιάδες από τις τριάντα χιλιάδες των κατοίκων της Αθήνας πέθαναν μέσα στους πέντε μήνες που διήρκησε η επιδημία.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να αναχαιτίσει τη ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση του συγκροτήματος της Αθήνας και του Πειραιά. Στα 1870 ο πληθυσμός έφθασε τους 60.000 κατοίκους. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σημειώνονται ριζικές αλλαγές στην κοινωνία της πρωτεύουσας και του επινείου της. Ένας μικρός σχετικά αριθμός ομογενών επιχειρηματιών, τραπεζιτών και πλουσίων εμπόρων της Κωνσταντινούπολης, της Ρουμανίας ή της Ρωσίας φτάνουν για να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Για πρώτη φορά μια συμπαγής αστική τάξη με πολυσχιδείς δραστηριότητες δημιουργείται στην Ελλάδα. Με την εισβολή των χρυσοκάνθαρων η δημοσιοϋπαλληλία παύει σαφώς να αποτελεί το ανώτερο τμήμα των εισοδηματικών κατηγοριών.
Όσον αφορά την τάξη των μη προνομιούχων και αυτή εμπλουτίζεται και αυτή διευρύνεται. Η μετανάστευση υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της Αθήνας και του Πειραιά. Πολλοί προέρχονται από την αγροτική ενδοχώρα, από την Πελοπόννησο κυρίως, και άλλοι από τόπους που επλήγησαν ιδιαίτερα από τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων της ιστιοφόρου ναυτιλίας όπως τα νησιά του Αργοσαρωνικού, και την περιοχή της Τροιζηνίας. Επίσης οι δυο αυτές πόλεις δέχθηκαν και ένα αρκετά σημαντικό αριθμό προσφύγων εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων που διαδραματίζονται το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Νέοι πληθυσμοί καταφθάνουν στο συγκρότημα της πρωτεύουσας για να γίνουν ανειδίκευτοι εργάτες μεροκαματιάρηδες: υπηρέτες, μπακαλόπαιδες, γκαρσόνια των καφενείων, ή των κουρείων, υπηρέτες σε εστιατόρια, σε μαγειρεία, καλφάδες στα καταστήματα ραφής ενδυμάτων και στα υποδηματοποιία, γκαρσόνια σε ξενοδοχεία, κτίστες, μαραγκοί, αχθοφόροι, καρβου- νιάρηδες. Υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι ζητούν να πλουτίσουν, να αποκτήσουν χρήματα όσο πιο γρήγορα γίνεται μέσα σε μια μέρα ή σε μια νύχτα. Βέβαια όχι ως εργαζόμενοι. Μεταχειρίζονται τα ζάρια, το χαρτοπαίγνιο, την πολιτικομανία, την κλοπή και τη ληστεία.[103] Σίγουρα ένα μεγάλο τμήμα αυτών των νεοφερμένων αργεί να απορροφηθεί από την αστική οικονομία και μένει στο περιθώριο. Σύμφωνα με τον L. Chevallier, στο θαυμάσιο βιβλίο του, “Classes laborieuses et classes dangereuses”,[104] πρόκειται για έναν “εφεδρικό στρατό” που υποαπασχολείτα, που καταδικάζεται στη μιζέρια και στρέφεται στην εγκληματικότητα. Δεν έχουμε να κάνουμε βεβαίως με μεμονωμένα άτομα, έχουμε να κάνουμε με κοινωνικά σύνολα που αυτοκαθαρίζονται από τις στρατηγικές που ακολουθούν για να επιβιώνουν, τον τόπο καταγωγής τους, τις μορφές αλληλεγγύης που αναπτύσσουν, την εμφάνιση, τον βαθμό καθαριότητας, την κατοικία, το δρόμο, τη γειτονιά, το επάγγελμα, τον τρόπο ψυχαγωγίας.
Αυτή η υποχρεωτική συμβίωση πολιτισμικών αναφορών διαφορετικής προέλευσης, γεννά ανησυχίες. Το “φάντασμα” της φτώχειας πλανάται ως μία διαρκής απειλή κατά της καθεστηκυίας τάξης. Οι ανησυχίες για την υγιεινή και την καθαριότητα των μη προνομιούχων νεοφερμένων συνδέονται άρρηκτα με τους ηθικούς φόβους. 0 αστικός λόγος εκφράζει μία εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στους φτωχούς οι οποίοι αγωνίζονταν για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες τους, παραμένοντας στο πλαίσιο της ευπρέπειας και στους εξαθλιωμένους. Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονται άτομα που είχαν παραιτηθεί από οποιαδήποτε ατομική προσπάθεια για την επιβίωσή τους και ήταν εξ ολοκλήρου εξαρτημένα από την ελεημοσύνη και τις παράνομες ασχολίες. Οι εφημερίδες απειλητικά αποφαίνονται πάντα στο ίδιο μοτίβο “η εργασία αποτελεί τον ισχυρό μοχλό προόδου και πολιτισμού ενώ η αργία το δραστικότερο παράγοντα εγκληματικότητας και οπισθοδρομήσεως”.
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πως αυτοί οι νεοφερμένοι, μη προνομιούχοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους χώρους στους οποίους ζούν ή πως έχουν διαμορφώσει τις φαντασιώσεις τους για τη λειτουργία της κοινωνίας της πόλης, γιατί μένουν συνήθως σιωπηλοί ή οι φωνές τους δεν ακούγονται γιατί καλύπτοναι από άλλες πιο δυνατές, Κοινωνικοί παρατηρητές όπως δημοσιογράφοι, γιατροί και φιλανθρωπικές οργανώσεις σχολιάζουν αυτή τη βίαιη επιτάχυνση της αστικοποίησης, με την οποία απειλείται η φυσική και η ηθική ακεραιότητα των κατοίκων της πόλης.
Οι νεοφερμένοι στην Αθήνα και τον Πειραιά, συγκεντρώνονται φτιάχνουν συνοικίες και γειτονιές ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, και με το επάγγελμα ή την τέχνη που κάνουν και αυτό επειδή ο τόπος καταγωγής συνδέεται άμεσα και με το επάγγελμα και με την τέχνη στην οποία έχουν εκπαιδευτεί.
Στην Αθήνα οι συνοικισμοί αναπτύσσονται είτε στην καρδιά της πόλης είτε στις παρυφές της. Οι οικογένειες εγκαθίστανται στις παλαιές συνοικίες μέσα στο εμπορικό κέντρο στην Πλάκα, στα Αναφιώτικα, στου Ψυρρή, Μεταξουργείο, Αγ. Ασώματοι, Αγ. Ειρήνη, Καλαμιώτου, Γκαζοχώρι, Μοναστηράκι. Νέες συνοικίες που κατοικούνται από τους φτωχούς κατοίκους όπως το Βα- τραχονήσι, το Μετς και ο Νέος Κόσμος δημιουργούνται και στις παρυφές της Αθήνας. Στον Πειραιά αρκετές εργατικές συνοικίες πήραν το όνομά τους από τον τόπο καταγωγής των αφιχθέντων, όπως τα Μανιάτικα, τα Κρητικά και τα Υδρα’ι’κά. Έχουμε επίσης τα Καμίνια, τη Λεύκα, τη Βάβουλα και την Αγ. Σοφία, περιοχές στις οποίες κατοικούν εργάτες. Ένας από τους λόγους που κάνουν αυτή την επιλογή, να μείνουν δηλαδή στο κέντρο, είναι ο μεταβλητός χαρακτήρας της απασχόλησης ο οποίος συνδέεται με τα πολλαπλά επαγγέλματα τα οποία οι νεοφερμένοι ασκούν προκειμένου να επιβιώσουν και το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν υπάρχουν οργανωμένες αστικές συγκοινωνίες.[105]
Οι ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής που επικρατούν καταγγέλονται από τις εφημερίδες. Το Γκαζοχώρι παρομοιάζεται με τις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου. Οι κάτοικοι του παρουσιάζονται ως φτωχοί, απόκληροι της κοινωνίας, ωχροί, ασθενείς, οι οποίοι ζουν “σε υγρές τρώγλες γεμάτες από μύκητες που μαστίζονται από πυρετούς”.[106] Η συνοικία Ψυρρή παρουσιάζεται ως φωλιά των απατεώνων και αλητών. Οι πλέον προνομιούχοι, από τους ενδεείς νεήλυδες, όταν φθάνουν στην Αθήνα ή τον Πειραιά κτίζουν τη μικρή κατοικία τους πρόχειρα με λάσπη, ξύλα και τενεκέδες. Χρόνο με το χρόνο επιστρατεύουν τη δημιουργική τους φαντασία και κάνουν επεκτάσεις είτε για να στεγάσουν την οικογένειά τους η οποία αυξάνεται συν τω χρόνω ή για να νοικιάσουν κάποια από τα δωμάτια και να εξασφαλίσουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Ακόμη και αν δεν υπάρχει χώρος για επέκταση οι ιδιοκτήτες αυτών των κατοικιών δεν διστάζουν να μετατρέψουν τα μαγειρεία ή τα πλυσταριά, σε υπνοδωμάτια προς ενοικίαση.
Οι κακές συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας που επικρατούν στις λαϊκές γειτονιές συνδέονται με τη διάδοση ασθενειών όπως είναι η φυματίωση, η ευλογιά, η ελονοσία και ο τύφος. Ασθένειες, επιδημίες ακόμη και ηθικές διαστροφές συνδέονται με τους χώρους που συχνάζουν οι νεοφερμένοι.[107] Οι εφημερίδες μιλούν για “την επί του ηθικού επιρροή της διαίτης και του οικήματος, δεδομένου ότι οι πλείστοι των εγκληματιών εξέρχονται εκ των τρωγλών εκείνων, διότι ο άνθρωπος εν ταις σκοτειναίς εκείναις φωλιαίς δεν ευρίσκει τίποτε το δυνάμενο να τέρψη τας αισθήσεις, να διαθέση ευφροσύνως την ψυχήν και να τον ευθυμήση. Τουναντίον πάντα πέριξ τον στενοχωρούσι, η ψυχή του δυσθυ- μεί, θεωρεί εαυτόν ως ον καταδικασμένον και αποτρόπαιον”.[108]
Κατά τον 19ο αιώνα είναι ευρέως διαδεδομένη η συγκατοίκηση πολλών ανδρών εργατών μεροκαματιάρηδων σ’ ένα χώρο. Οι άνδρες αυτοί είναι από τον ίδιο τόπο και ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Έχουμε τους καρβουνιάρηδες του Πειραιά οι οποίοι είναι Σαντορινιοί και Κυθήριοι. Οι Σαντορινιοί κατοικούν δύο, τρεις ή τέσσερις σε ένα δωμάτιο, το οποίο είναι πάντα “ανήλιος και υγρά τρώγλη”. Οι Κυθήριοι κάθονται κοντά στην Τρούμπα και χρησιμοποιούν ως κατοικία μεγάλες αποθήκες. Κάθε παρέα-ομάδα η οποία απαρτίζεται από 20 και περισσότερους άνδρες έχει ως κατοικία την αποθήκη της. Αυτοί συνθέτουν μια αμιγώς ανδρική κοινωνία με εξαιρετική συνοχή. Η κάθε ομάδα έχει τον αρχηγό της, που είναι υπεύθυνος για όλα τα μέλη της, διαπραγματεύεται για τα μεροκάματα, και φροντίζει για τα καθημερινά προβλήματα που παρουσιάζονται. Το αίσθημα της αλληλοβοήθειας είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένο μεταξύ τους και αυτό τους σώζει, όταν αρρωσταίνουν ή όταν συμβαίνουν ατυχήματα.[109] Η συνοικία Τδραίικα κάτω από την Καστέλλα έχει ταυτιστεί απολύτως από τις εφημερίδες με τις φαμπρικούδες (εργάτριες των εργοστασίων) οι οποίες παρουσιάζονται “να καμπουριάζουν, με κιτρι- νόλευκο χρώμα της αναιμίας, ή με το βαθυκίτρινο της χρονίας χλωρώσεως, νευρασθενικές, υστερικές, με φυματίωση”.[110]
Η κοινή καταγωγή δεν δημιουργεί μόνο νέες συνοικίες αλλά και ισχυρές συλλογικές άμιλλες. Πολλοί γρήγορα εμφανίζονται τοπικοί σύλλογοι και σωματεία. Τα καταστατικά τους προβλέπουν χρηματικά βοηθήματα στους ανικάνους προς εργασία, προικοδοτήσεις στις άπορες κόρες, ακόμη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε όσους έχουν ανάγκη. Υπάρχουν καφενεία που συγκεντρώνονται όλοι οι συντοπίτες. Τα καφενεία αυτά φέρουν το όνομα του τόπου προέλευσης των θαμώνων, Νάξος, Σέριφος, Ικαρία. Εκεί μαθαίνουν τα νέα του τόπου τους. Από εκεί λαμβάνουν τα καλάθια με τα τρόφιμα, που έρχονται από το χωριό τους και αγοράζουν τοπικά προϊόντα, που δεν πουλιούνται πουθενά αλλού όπως ελιές, τυριά, μυρωδικά βότανα.[111]
Στην Αθήνα και τον Πειραιά τον 19ο αιώνα έχουμε τους άστεγους και τους επαίτες, τους οποίους κυνηγάει η αστυνομία, προχωρώντας κατά καιρούς σε οργανωμένες επιχειρήσεις “σκούπα” όπως θα λέγαμε σήμερα συλ- λαμβάνοντάς τους και μεταφέροντάς τους έξω από την πόλη στον τόπο καταγωγής τους.[112] Πρόκειται γι αυτούς που δεν μπόρεσαν να ενσωματωθούν στις συλλογικές στρατηγικές επιβίωσης των τοπικών -ανάλογα με τον τόπο καταγωγής-ομάδων, γι αυτούς που δεν εντάχθηκαν σε καμμιά επαγγελματική ομάδα. Κι εδώ όμως παρουσιάζονται περιπτώσεις αλληλεγγύης. Όλο και κάποιος συγκεκριμένος μανάβης θα τους δώσει τα εναπομείναντα σταφύλια, όλο και κάποιος θα τους δώσει να φάνε ένα κομμάτι ψωμί. Κοπέλες που δουλεύουν στα μαγαζιά του κέντρου μοδιστρούλες, εργάτριες εργαστηρίων κοντοστέκονται για να τους προσφέρουν τον οβολόν τους. Οι άστεγοι βρίσκουν καταφύγιο στα σπήλαια της Πνύκας ή της Ακρόπολης. Κοιμούνται ακόμη και στην οδό Αιόλου, μέσα σε κιβώτια που έριχναν οι πιλοπώλες ή οι άλλοι έμποροι στα πεζοδρόμια. Με λίγα άχυρα μέσα, το κιβώτιο γινόταν κρεβάτι και κατάλυμμα.
Μια άλλη κοινωνική κατηγορία, που λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες και έχει τα δικά της κοινωνικά υποσύνολα είναι αυτοί που αποτελούν το σμήνος των μικροκλεπτών και λωποδυτών. Συναθροίζονται στους τεκέδες για να δώσουν ο ένας στον άλλο πληροφορίες, έχουν και αυτοί τους προστάτες τους, οι οποίοι είναι συνήθως υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας ή εργάζονται στις φυλακές. Οι λωποδύτες χωρίζονται σε κατηγορίες αναλόγως του είδους της ενασχόλησης τους. Έχουμε τους λαχανάδες οι οποίοι είναι κλέφτες ρολογιών, πορτοφολιών, μανδυλιών. Υπάρχουν οι μανιταρτζήδες που ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με το να βουτούν πορτοφόλια μέσα από τις τσέπες των αμέριμνων περιπατητών. Οι τουφατζήδες που κλέβουν πράγματα, μέσα από τα σπίτια, οι μπουγαδάδες που αρπάζουν μαζί με το σκοινί όλα τα ρούχα της μπουγάδας. Και η κλεψιά, γιατί όχι αποτελεί μια -ιδιαίτερα αποτελεσματική- τεχνογνωσία επιβίωσης των μη προνομιούχων στρωμάτων.[113]
Όμως το κατακάθι της κοινωνικής ένδειας δεν είναι ούτε οι άστεγοι ούτε οι ζητιάνοι, αλλά οι αλλοδαποί μεροκαματιάρηδες, ιδίως αυτοί που μπαίνουν στη μύτη και θίγουν συμφέροντα οργανωμένων επαγγελματικά ομάδων. Στην Αθήνα, στα Χαυτεία, γίνονται βίαιοι ξυλοδαρμοί που φθάνουν μέχρι και του φόνου των αλλοδαπών λούστρων από τους Έλληνες συναδέλφους τους.[114]
Η έλλειψη της καθαριότητας στους δημόσιους χώρους που συχνάζουν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες δεν δημιουργεί μόνο εστίες ακαθαρσίας αλλά και εστίες ανηθικότητας όπως τα δημόσια ανδρικά ουρητήρια και αφοδευτήρια στην Τρούμπα του Πειραιά. Τα ρείθρα τους βρίσκονται σε κατάσταση σήψης και αποσύνθεσης. Σκεπάζονται από σύννεφα μύγες που θυμίζουν ασθένεις όπως είναι η χολέρα, η λέπρα και η ευλογιά. Τα ουρητήρια δεν καθαρίζονται ποτέ, είναι υπαίθρια και χωρίς επιστάτη, αφημένα εντελώς στη φιλοτιμία των πελατών τους. Η εφημερίδες όμως καυτηριάζουν και την “ηθική σήψη που επικρατεί στα ουρητήρια”, γιατί αυτά χρησιμοποιούνται ως καταλύματα βδελυρών ακολασιών υπό το βόμβο των μυγών, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.[115]
Τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα, Υπουργοί, Δήμαρχοι, ιατροί, βιομήχανοι, δημοσιογράφοι, ενδιαφέρονται για την πάταξη των ασθενειών και επιδημιών που μαστίζουν τους τόπους εγκατάστασης των νεοφερμένων. Ασθένειες και επιδημίες οι οποίες αποδίδονται στην έλλειψη και αμάθεια των καταλλήλων συνθηκών υγιεινής και καθαριότητας. Ο διευθυντής της αστυνομίας του Πειραιά δεν διστάζει να αποκαλεί τους φτωχούς Πειραιώτες “βρωμιάρηδες”.
Η ελονοσία πλήτει συνοικίες όπως είναι το Γκαζοχώρι και το Βατραχονήσι στην Αθήνα, οι Λεύκες και τα Καμίνια στον Πειραιά. Η ευλογιά στο τελευταίο ήμισυ του 19ου αιώνα βρίσκεται δύο φορές σε έξαρση στα 1883 και στα 1899.[116] Πολλοί από τους κατοίκους του Πειραιά, οι πιο φτωχοί, βλέπουν με υποψία και φόβο τον εμβολιασμό και αρνούνται να εμβολιασθούν. Πολλοί από αυτούς που αρρωσταίνουν το αποκρύπτουν, από φόβο μην μεταφερθούν στο Ευλογιοκομείο, μην αποχωριστούν από τις οικογένειές τους ακόμη και για να συνεχίσουν να δουλεύουν όσο κρατάνε τα πόδια τους. Η πολιτεία αντιδρά. Οι δημοτικοί γιατροί συνοδευόμενοι από χωροφύλακα, δημοτικό πάρεδρο και ιερέα επισκέπτονται τους φτωχούς συνοικισμούς και εμβολιάζουν τους κατοίκους είτε με τη θέλησή τους είτε δια της βίας. Οι εργοστασιάρχες του Πειραιά αρνούνται να δεχθούν εργάτες οι οποίοι δεν έχουν εμβολιασθεί. Παράλληλα οι βιομήχανοι φροντίζουν να απολυμαίνουν τους δρόμους των εργατικών συνοικιών του Πειραιά ρίχνοντας φαινικό οξύ.
Βέβαια όσον αφορά τις ασθένειες, την αθλιότητα, την ηθική διαφθορά, το φόβο που προκαλούν οι μη προνομιούχοι νεοφερμένοι υπάρχουν και οι οπτιμιστές δημοσιογράφοι. Είναι αυτοί που προσπαθούν να καθησυχάσουν τους “ανησυχούντες” αστούς εξηγώντας γιατί η Αθήνα και ο Πειραιάς ούτε παρουσιάζουν ούτε θα παρουσιάσουν στο μέλλον φαινόμενα μεγάλης εξαθλίωσης όπως οι άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, το Λονδίνο και το Παρίσι. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: “Η γλυκύτης του κλίματος,η ελα- φρύνουσα τας δαπάνας της ενδυμασίας, της θερμάνσεως, η μη απαιτούσα την αυτήν ποσότητα της τροφής, η σχετική λιτότης του λαού, αι περισωζώμεναι έτι αγαθαί περί οικονομίας ιδέαι παρ’αυτώ και προ παντός το οικογενειακό αίσθημα θέτουσιν εις υψηλοτέραν μοίραν ευτυχώς τας κατωτάτας τάξεις του λαού μας, της των άλλων μεγαλοπόλεων”.[117]
Η διαδικασία μετασχηματισμού των μεταναστών της υπαίθρου και των προσφύγων σε κατοίκους της πόλης, η δημιουργία κοινωνικών διαστρωματώσεων μέσα στις λαϊκές τάξεις, εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τη φιλανθρωπική δραστηριότητα και από τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων.
Θα σταθούμε για λίγο στη φιλανθρωπική δραστηριότητα η οποία έχει ως αντικείμενο τα πιο αδύνατα και ευάλωτα μέλη των νεοαφιχθεισών οικογενειών: τις γυναίκες.[118] Διεξάγεται από γυναικείους συλλόγους, οι οποίοι απαρτίζονται από τις γυναίκες και τις θυγατέρες των μεγαλοαστικών και αστικών κοινωνικών στρωμάτων. Οι φιλάνθρωπες κυρίες προσπαθούν να αναμορφώσουν κοινωνικά την φτωχή κόρη και να την εισάγουν στο κυρίαρχο σύστημα αξιών και συμπεριφορών των αστικών στρωμάτων με στόχο τον εκπολιτισμό της. 0 εκπολιτισμός συντελείται μέσω της μόρφωσης, της επαγγελματικής εκπαίδευσης, και της μύησης της σε νέες συνήθειες και συμπεριφορές όπως είναι η μισθωτή εργασία, οι κανόνες υγιεινής και καθαριότητας και η ισορροπημένη διατροφή. Οι γυναίκες καταφεύγουν στους φιλανθρωπικούς συλλόγους για πολλούς λόγους: για να μορφωθούν, να παίρνουν δωρεάν ρούχα, τρόφιμα, σαπούνια και κτένες που μοιράζονταν, με την ευκαιρία των εορτών, αλλά κυρίως για να βρουν εργασία. Οι κυρίες γράφουν μπιλιετάκια στους συγγενείς και φίλους τους βιομηχάνους, τα οποία χρησιμεύουν ως συστατικές επιστολές για την πρόσληψη των πιο επιμελών κοριτσιών. Επιπλέον πολλοί από αυτούς τους συλλόγους εκπαιδεύουν τις γυναίκες σε επαγγέλματα όπως αυτό της ραπτικής, της υφαντικής, της μαγειρικής. Στο τέλος του 19ου αιώνα οι άπορες κόρες εκπαιδεύονται στα νέα γυναικεία επαγγέλματα, στην κομμωτική και στο μανικιούρ-πεντικιούρ.
Όσον αφορά τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων έχουμε τους βουλευτές και τους κομματάρχες οι οποίοι προσφέρουν προστασία και κάθε μορφής εξυπηρετήσεις (ρουσφέτια) στους ενδεείς. Οι λαϊκές τάξεις αμύνονται και επιβιώνουν με τον τρόπο αυτό. Οι βουλευτές χορηγούν “πασαπόρτια” για την Αμερική σ’αυτούς που αναζητούν μια καλύτερη τύχη. Οι βουλευτές μεσολαβούν στους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και των εργαστηρίων για να διορίσουν τους προστατευόμενούς τους. Πρέπει να τονίσουμε ότι, οι εργάτες που έβρισκαν θέση στα μεγάλα εργοστάσια του Πειραιά όπως λ.χ. στου Ρετσίνα αποτελούσαν την αφρόκρεμα των λαϊκών τάξεων. Στους βουλευτές καταφεύγουν για να εξασφαλίσουν εργασία, τέλος, και οι γυναίκες που λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων δεν μπορούσαν να απασχοληθούν εκτός κατοικίας, ώστε να εξασφαλίσουν π.χ. θέση ράπτριας στον ιματισμό του Στρατού.[119]
Η φράση “με ποιον είσαι;” εκδηλώνει ολόκληρο το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων. 0 Βλ. Γαβριηλίδης μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Ακρόπολις σχολιάζει “Τους εργάτες τους ενθυμούνται μόνον εν ημέραις εκλογών. Τότε τσακίζονται οι βουλευταί, τότε οι δήμαρχοι, τότε οι πάρεδροι, τότε οι σύμβουλοι. Τα εργοστάσια μεταβάλλονται εις καπηλεία ψηφοθηρίας και οι εργάται άγονται προς τας κάλπας ως αγέλα κτηνών κατά βούλησιν δεσπότου. Αν δύνανται ας πράξουν άλλως. Το διορίζεσται σήμερον εις ιδιω- τικόν εργοστάσιον κατάντησε και αυτό ρουσφέτι. Και εκεί απαιτούνται μέσα και υποδούλωσις φρονήματος, ούτως ώστε δεν υπάρχει Έλλην εργάτης έχων το φρόνημα ανεξάρτητον. Αν δε καμμιά φορά οι πολιτικοί μας άνδρες επισκέπτονται τα βιομηχανικά μας εργοστάσια να είσθε βέβαιοι ότι δεν το κάμουν από εθνικόν ενδιαφέρον και από μέριμναν ενοργανώσεως και κυβερνητικής προστασίας προς την νεαράν μας βιομηχανίαν, αλλά δια να κολακεύ- σουν και να περιποιηθούν το βιομήχανον βέβαια, ότι αυτός δεσπόζει όχι μόνον του σώματος των εργατών του, αλλά και του φρονήματος αυτών”.[120]Βουλευτές και κομματάρχες βάπτιζαν τα παιδιά των λαϊκών τάξεων, μεσολαβούσαν στην αστυνομία, και εξασφάλιζαν δικηγόρους, σε περίπτωση που οι προστατευόμενοι τους διέπραταν εγκληματικές πράξεις. Μια συνηθισμένη μέθοδος που ακολουθούσαν οι πολιτικοί, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ψήφο των απόκληρων συμπολιτών τους, ήταν να τους καλούν την παραμονή των εκλογών, να τους δεξιώνονται, να τους ταίζουν και να τους ποτίζουν με ρετσίνα μέχρι να τους μεθύσουν, για να αρπάξουν την άλλη μέρα με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία την ψήφο τους.[121]
Ανιχνεύοντας κανείς τα αρχεία και τις εφημερίδες του 19ου αιώνα, προσπαθώντας να κατανοήσει και να ανασυνθέσει τους φόβους και τις απορεύ- ουσες από αυτούς συμπεριφορές και νοοτροπίες των κυρίαρχων αστικών στρωμάτων, που προκαλούν οι μη προνομιούχοι νεοφερμένοι της πόλης είναι αδύνατον να μη σταθεί, στο ανθρωπομάζωμα ή δουλεμπόριο – δεν είναι δική μου η ορολογία αυτή χρησιμοποιούν οι εφημερίδες της εποχής-των παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, φαινόμενο το οποίο λαμβάνει τεράστιες κοινωνικές διαστάσεις. Πρόκειται για τους λούστρους και τις υπηρέτριες. Οι πρώτοι προκαλούν οίκτο, συμπόνοια αλλά και φόβο και ανησυχία,γιατί εύκολα μπορεί να μεταβληθούν σε αλήτες, κλέφτες, απατεώνες. Γιατί εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε θαμώνες των αστυνομικών κρατητηρίων. Οι δεύτερες, οι υπηρέτριες με την εισβολή τους στους κόλπους της οικογένειας γίνονται το σύμβολο του κινδύνου. Αυτός ο δούρειος ίππος είναι επικίνδυνος γιατί αναστατώνει, συγχέει έννοιες, όπως του βρώμικου με το καθαρό, του επιθυμητού με το απωθητικό, της σεξουαλικής συνεύρεσης με την αποστείρωση, του πνεύματος και της ψυχής με την απόλαυση της σάρκας.
Όσον αφορά τα μικρά αγόρια ηλικίας από 8 έως και 15 ετών που γίνονταν λούστροι,[122] οι υποδηματοποιοί και οι μπαλωματάδες τσαρουχιών μετέβαιναν στην ορεινή Αρκαδία και νοίκιαζαν από φτωχές οικογένειες τα παιδιά τους έναντι ετησίου τιμήματος, 100 έως 150 δρχ, με σκοπό όχι μόνο να καρπωθούν τον ιδρώτα τις εργασίας τους, αλλά και να αποκτήσουν απόλυτα δικαιώματα πάνω σ’αυτά, για ένα διάστημα συνήθως πέντε χρόνων. Τα παιδιά αυτά κοιμούνται όλα μαζί σε τρώγλες, τα “λουστραρχεία”. Κάθε παιδί έχει το κασελάκι, τις βούρτσες και τις μπογιές του. Το βράδυ όταν γύριζαν πίσω στο λουστραρχείο ήταν υποχρεωμένα να αποδίδουν τις εισπράξεις τους στο Μάστορη. Φυσικά δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στο αυτονόητο, στο ξύλο δηλαδή που έπεφτε στο κεφάλι του παραβάτη της διαταγής του μάστορη, όταν κάποιο από τα παιδιά δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό. Αυτός με τη σειρά του αναλάμβανε την ενδυμασία και τη διατροφή τους, ενώ κάθε Χριστούγεννα τους έδινε μια φορεσιά μεταχειρισμένα ρούχα και ένα ζευγάρι παπούτσια. Το καθημερινό φαγητό ήταν ψωμί, ελιές, ρέγγες, τουλομοτύρι, ταραμάς και αλμυρά φαγητά, για να αισθάνονται γεμάτο το στομάχι τους. Ο Μάστορης συνοδεύει τα παιδιά που αρρωσταίνουν και δεν είναι σε θέση να εργασθούν στην Αστυκλινική και στο νοσοκομείο. Το σωματεμπόριο των μικρών λούστρων επειδή ακριβώς αφορά την εκμετάλλευση των παιδιών σε δημόσιους χώρους, οι οποίοι είναι ορατοί από όλους και δεν θίγουν το ηθικό άβατο τις οικογένειας περιγράφεται και καταγγέλλεται από τον τύπο της εποχής. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα αναλαμβάνει τον περιορισμό, την εξαφάνισή του φαινομένου. Η σχολή των απόρων παίδων Παρνασσού, μεταμορφώνει αυτά τα άγρια στη μορφή και την εμφάνιση όντα σε πολιτισμένους οικογενειάρχες, επαγγελματίες τεχνίτες και εμπόρους.
Αντίθετα με το δουλεμπόριο των λούστρων το “Υπηρετικό ζήτημα, το ανθρωπομάζωμα των υπηρετριών”[123] οι εφημερίδες δεν το θίγουν σχεδόν καθόλου. 0 Βλ. Γαβριηλίδης είναι ο μόνος ο οποίος πραγματοποιεί μια μικρή έρευνα στο δρομολόγιο των υπηρετριών, την οποία και δημοσιεύει.[124] Ενώ συνεχώς στο αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων καταγράφονται εξαφανίσεις υπηρετριών, σχολιάζονται κλεψιές ή ακόμη και εγκλήματα υπηρετριών, αυτοκτονίες ή ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, ποτέ οι εφημερίδες δεν ρίχνουν άπλετο φως στο υπηρετικό ζήτημα. Προφανώς γιατί εκτυλίσσεται στους κόλπους της οικογένειας, και οι αστοί οι οποίοι βρίσκονται αναμεμειγμένοι φοβούνται μήπως τρωθεί η υπόληψή τους. Τα πάντα καλύπτονται από την οικογένεια, την αστυνομία, τον τύπο. Η υπηρέτρια αποτελεί το κύριο σημείο διάκρισης της αστικής τάξης από τα υπόλοιπα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Για την είσοδο μιας οικογένειας στην “καθωσπρέπει” κοινωνία της πόλης απαιτείται η πρόσληψη υπηρέτριας, η οποία αναλαμβάνει όλες τις επίπονες εργασίες του σπιτιού, τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας. Οι περισσότερες από τις υπηρέτριες προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και υπολογίζεται ότι κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα 400 περίπου κορίτσια κάθε χρόνο εγκαταλείπουν το νησί τους για να υπηρετήσουν αστικές οικογένειες της πρωτεύουσας. Την εργασία αυτού του ανθρωπομαζώματος την αναλαμβάνουν οι “ταχυδρόμοι”, νησιώτες που έχουν οργανώσει ιδιωτικό ταχυδρομείο για τη μεταφορά των δεμάτων και των επιστολών. Αυτοί ήταν και πράκτορες υπηρετομεσιτικών γραφείων και ίσως και άλλων όπως φημολογείτο “ανωνύμων καταστημάτων”. Οι ταχυδρόμοι πηγαίνουν από νησί σε νησί και περιέρχονται τα χωριά για να ειδοποιήσουν όλες τις πτωχές οικογένειες ότι πρόκειται να αναχωρήσει ορισμένη ημέρα και ώρα από το λιμάνι του νησιού ειδικά ναυλωμένο για το σκοπό αυτό καίκι για να παραλάβει τις κοπέλες που επιθυμούν να εργασθούν ως υπηρέτριες. Οι ταχυδρόμοι καταβάλλουν συνήθως τα έξοδα των ναύλων. Την ημέρα της αναχώρησης οι κοπέλες ανεβαίνουν στο καίκι με το μπογαλάκι τους, το οποίο περιέχει μερικά ασπρόρουχα. Το καίκι με τριάντα έως και σαράντα κοπέλες προσορμίζεται συνήθως στην ακτή Τσελέπη στον Πειραιά. Οι περισσότερες κοπέλες εξαρτώνται από τη θέληση του ταχυδρόμου. Εκεί επιτόπου, δημοσίως, πάνω στο καΐκι γίνονται τα πρώτα παζαρέματα. 0 καθένας στην κυριολεξία μπορεί να προμηθευτεί υπηρέτρια αν πληρώσει το ναύλο και τη μεσιτεία στον ταχυδρόμο. Η συμβίωση της υπηρέτριας με την οικογένεια τις περισσότερες φορές δεν είναι αδιατάρακτη. Τη δέρνουν, την αποκαλούν οκνηρή, σπάταλη, αμόρφωτη και ραδιούργα ακόμη την καταγγέ- λουν για κλεψιές στην αστυνομία. Το κυριότερο όμως ζήτημα ήταν η αποπλάνηση της υπηρέτριας, η οποία έχει συχνά ως αποτέλεσμα βρεφοκτονίες, αυτοκτονίες, αθέμιτες εγκυμοσύνες και καταλήγει συνήθως στην εκδίωξή της από το σπίτι και την -ελλείψει άλλης δυνατότητας απασχόλησης- κατάληξή της στην πορνεία. Ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις κοπέλες τροφοδοτεί τα πορνεία, ακόμα και πριν προλάβουν να ασκήσουν το επάγγελμα της υπηρέτριας, όταν οι πλανόδιοι υπηρετομεσίτες, άνθρωποι αμφιβόλου ηθικής ή ακόμη και ο ίδιος ο ταχυδρόμος, τις διοχετεύουν εκεί.
Οι πόλεις εκπέμπουν απληστία, πλούτο, και ηδονή. Οι ορέξεις, τα πάθη, οι σαρκικοί πειρασμοί ανθούν φυσιολογικά, με μιαρό και ακατάσχετο τρόπο για να ερεθίσουν και να διαστρέψουν τη διάνοια. 0 αστικός νέος κόσμος γοητεύει και συγχρόνως τρομάζει για όλα αυτά που απειλούν τις θεμελιώδεις αξίες της νέας αστικής κοινωνίας.
[1] G. Lefevre, La Grande Peur Παρίσι 1932.
[2] Αρ. Μουρατόγλου, Πώς δύναται να αυξηθή χαι να βελτιωθή η εν Ελλάδι σιτοπαραγωγή, Αθήνα 1930,σ.11-12.
[3] Στ. Σπανάκης, Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τ. V, Ηράκλειο 1969, σ. 221.
[4] Σπ. Ασδραχάς, “Το ελληνικό αρχιπέλαγος. Μία διάσπαρτη πόλη”, στο Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου πελάγους, Αθήνα 1985, σ. 237.
[5] Κ. Κωστής, Αφορία, Ακρίβεια και Πείνα, Αθήνα 1993.
[6] Ν. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, 5 τ., Ηράκλειο 1975-1985.
[7] Ν. Μάνεσης, ΠερίΝιχολάου Αρλιώτη και των χειρογράφων χρονικών αυτού, Κέρκυρα 1873.
[8] Σταυρινίδης,ο.π.,έγγ. 1397.
[9] ο.π.,έγγ. 1374.
[10] F. Braudel, Μεσόγειος, τ. Α’, Αθήνα 1991,σ. 300.
[11] Σπ. Ασδραχάς, Π. Καραναστάσης, Κ. Κωστής, Β. Πετμεζάς, Conseils et memoires de Synadinos pretre de Serres en Macedoine (XVI He siecle), Παρίσι 1996, σ. 224.
[12] Σταυρινίδης,ό.π.,έγγ. 2781.
[13] Conseils et memoires de Synadinos…, a. 88.
[14] A. Gourevitch, Les categories de la culture medievale, Παρίσι 1983, σ. 14-15.
[15] Φ. Ηλιού, “Η σιωπή γιά τον Χριστόδουλο Παμπλέκη”, Τα Ιστορικά, τχ. 4 (1985).
[16] Μ. Σλίνη, “Αγροτικά έθιμα Δρυμού Μακεδονίας”, Λαογραφία IR (1938),σ. 93.
[17] R. Muchembled, Culture populaire et culture des elites dans la France moderne (XVe-XVIIIe siecle), Παρίσι 1978, σ. 116.
[18] Ν. Πολίτης,”Παρατηρήσεις περί των εθίμων του θέρους και της σποράς”, Λαογραφία Γ (1911).
[19] Μ. Σλίνη,ό.π.
[20] Σταυρινίδης, ό .π., έγγ. 2200.
[21] U. Tucci, “L’ avventura orientale del tallero veneziano nel XVIII Secolo”, Archivio Veneto, τχ. 113 (1979).
23.1. Πολυλάς,”Ενα μικρό λάθος”,Εστία, τχ. 49 (1891).
[23] R. Mantran, Istanbul dans la seconde moitie du XVHe siecle, Παρίσι 1962.
[24] F. Braudel, ο,π.,τ. Α’,σ. 428-429.
[25] Σταυρινίδης,ο,π.,έγγ. 1220.
[26] ο.π.,έγγ. 892.
[27] ό.π.,έγγ. 1836.
[28] ό.π.,έγγ. 1489.
[29] ό.π.,έγγ. 2302.
[30] ό.π.,έγγ. 2607-2608.
[31] Conseils et memoires de Synadinos…, σ. 83-84.
[32] Ν. Μάνεσης,ο.π., σ. 86.
[33] Σ. Βλασσόπουλου, “Στατιστικαί και ιστορικαί περί Κερκύρας ειδήσεις”, Κερκυραϊκά Χρονικά, τ. XXI (1977), σ. 117-119.
[34] Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους, τ. Α’, Ζάκυνθος 1871, σ. 252.
[35] W. Kula, Theorie economique du systeme feodal, Παρίσι 1970, σ. 108.
[36] ό,π.,σ. 45.
[37] ό,π.,σ. 46.
[38] Ε. Labrousse, Esquisse du mouvement des prix et des revenus en France au XVIIIe siecle, Παρίσι 1933′ La crise de I’ economie frangaise a la fin de I’ Ancien Regime et au debut de la revolution, Παρίσι 1944.
[39] Esquisse…, σ. XXV.
[40] W. Abel, Crises agraires en Europe (XIlie-XXe siecle), Παρίσι 1973, σ. 27.
[41] Β. Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη – Α. Στεργέλλη (επιμ.), Αρχείο Ιωάννη Κωλέττη, τ. ΑΙ – Α2 (17881824), Αθήνα 1996.
[42] “Περί δε του αραποσίτου, το ηύρα όλον απούλητον και ερχόμενος το έβαλα οκτώ παράδες την οκά με διορίαν έως τον Αύγουστον και έδωσα και μερικόν πεσίνι [= προκαταβολή]· μόλις να είναι πωλημένον όλον όλον έως χίλια κοιλά”:Τ. Μετρητίκας προς I. Κωλέττη, Αρχείο…, α. 66.
[43] Σταυρινίδης,ο’.π.,έγγ. 396.
[44] ό.π.,έγγ. 1020.
[45] ό.π., έγγ. 557 (1691). Το 1685, σε προκύρηξη του διοικητή του Χάνδακα,το μουτζούρι του σιταριού ορίζεται σε 16 οκάδες.
[46] ό.π.,έγγ. 1077.
[47] ό.π.,έγγ. 1995.
[48] Πώληση μαλικιανέδων, ό.π., στα έγγ.: 2039,2040,2045,2046,2062,2281,2313,2322,2323, 2328, 2388,2433,2435,2436,2003β,2552,2719.
[49] ο.π.,έγγ. 1997,1998.
[50] Σταυρινίδης,ο’.π.,έγγ. 346.
[51] ο.π.,έγγ. 855.
[52] ο’.π.,έγγ. 1353.
[53] ο.π.,έγγ. 173.
[54] Γ. Τριανταφυλλίδου-Baladie, Το εμπόριο χαι η οικονομία της Κρήτης (1669-1795), Ηράκλειο 1988, σ. 146-150.
[55] Σταυρινίδης,ο’.π.,έγγ. 1882.
[56] ο.π.,έγγ. 7.
[57] ο .π., έγγ. 1082,1701,660.
[58] R. Mantran, L ‘expansion musulmane (VHe-XIe siecles), Παρίσι 1986, σ. 94 και 281.
[59] Σταυρινίδης, ό.π.\ έγγ. 185 (απαγόρευση δανεισμού με τόκο από μουσουλμάνο σε χριστιανούς) και 772 (από χριστιανό σε χριστιανό).
[60] Πλειστηριασμός λόγω χρεών προς το Δημόσιο: ό.π., έγγ. 630, 840· προς ιδιώτη (γάλλο έμπορο), έγγ. 2317· πώληση λόγω αδυναμίας αποπληρωμής χρέους προς ιδιώτη: έγγ. 756,1120,1755.
[61] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος κατά την τουρκοκρατία (17ος-19ος αι.), Αθήνα 1987.
[62] Δ. Δημητρόπουλος, Η Μύκονος το 17ο αιώνα. Γαιοκτητικές σχέσεις και οικονομικές συναλλαγές, Αθήνα 1997.
[63] Σπ. Ασδραχάς, “Φορολογικές και περιοριστικές λειτουργίες των κοινοτήτων στην τουρκοκρατία”, Οικονομία και νοοτροπίες, Αθήνα 1988, σ. 134.
[64] Σταυρινίδης,ο’.π.,έγγ. 165α’.
[65] ο’,π.,έγγ. 628.
[66] Ν. Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και οσμανικό κράτος. Από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη (1785), Αθήνα 1993, σ. 321.
[67] Γ. Αρς, Η Αλβανία και η’Ηπειρος στα τέλη του ιη και στις αρχέςτου ιθ’αιώνα, Αθήνα 1994.
[68] F. Grimani., Relazioni storico-politiche delle isole del Mare Ionio, Βενετία 1856, σ. 81.
[69] Marmora Α., Delia historia di Cor/u, Βενετία 1671.
[70] Μ. Costantini, “Η εμπορική πολιτική της Βενετίας έναντι των κτήσεών της στην Ανατολική Μεσόγειο”, Κέρκυρα, μια μεσογειακή σύνθεση: νησιωτισμός, διασυνδέσεις, ανθρώπινα περιβάλλοντα, 16ος-19ος αι., Κέρκυρα 1998, σ. 76.
[71] Εθνική Βιβλιοθήκη, Χ/φο αρ. 2.995: “Κώδιξ Νοταριακός Κερκύρας των ετών 1700-1788 των Νοταρίων Τζόρτζη Χιώτη, Αθανασίου Σκιαδόπουλου, κ.λπ.”.
[72] Α. Γερούκη, Les excommunications a Corfou, XVlie et XVIIIe siecles: Criminalite et attitudes mentales, Αθήνα 1988, σ. 116.
[73] Gazzetta, 1831-1863.
[74] Απογραφή του πληθυσμού του 1844, Gazzetta, α.φ. 19/1849.
[75] J.P. Rioux, La revolution industrielle, 1780-1880, Παρίσι 1989, σ. 146.
[76] Ε. LeRoy Ladurie, Histoiredu climat depuisl’an mil, Παρίσι 1983,τ. Ι,σ. 273.
[77] W. Abel,ο’,π.,σ. 432.
[78] Α. Ανδρεάδης, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. 2, Αθήνα 1914,σ.82.
[79] Επί των επειγουσών νομοθετικών μεταρρυθμίσεων έκθεσις της από 21 Απριλίου 1899, Κέρκυρα 1899, σ. 7.
[80] Gazzetta,a.<p. 156/1851.
[81] Επίσημος Εφημερίς, α.φ. 65/1865.
[82] “Εξ ων: κλήσεις 100.322, εντάλματα 40.120, διορ. φυλακίσεων 11.200, πράξεις διάφοραι 39.689”, Η Κοινότης, α.φ. 22/1864.
[83] Πρακτικά των Συνεδριάσεων (…) της Νομοθετικής Συνελεύσεως (…) της Ογδόης Γερουσίας κατά την τετάρτην συνάθροισιν, Κέρκυρα 1849, σ. 118.
[84] Το Κεφάλαιο, Αθήνα 1978,τ. 3, σ. 743-749.
[85] Κ. Θεοτόκης, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, Αθήνα 1922.
[86] Τα Δικαστικά Κέρκυρας, α.φ. 18/1866.
[87] Σταυρινίδης, ό.π., έγγ. 123,127. Γ. Παπιομύτογλου (επιμ.), Εγγραφα ιεροδικείου Ρεθύμνης, 17ος- 18ος αι., Ρέθυμνο 1995, έγγ. 93.
[88] Σταυρινίδης, ό.π., έγγ. 124.
[89] ο’,π,,έγγ. 147.
[90] ο,π.,έγγ. 850.
[91] Μ. Οικονόμου, Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, ή ο ιερός των Ελλήνων αγών, Αθήνα, 1976, σ. 35.
[92] Μ. Godelier, L’ideel et le materiel, Παρίσι 1984, σ. 24-25.
[93] Τίμων ο Αθηναίος.
95.1. Πολυλάς, “Η συγχώρεσις”,Εστία, 17-18 (1892).
[95] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση χαι Αναπαραγωγή. 0 κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 1992 (στ έκδοση), σ. 210.
[96] Monique Vincienne, Du village a la ville, Paris 1972, a. 171- 172.
[97] Jean Michel Gaillard – Antony Rouley* Histoire du continent Europeen de 1850 a. la fin du XX siecle, ed. Seuil 1998, p. 32-33.
[98] Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1995.
[99] Χρονικό της Σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια της τυρανίας του Χατζαλή γραμμένο στα 1841 από τον αγωνιστή Παναγή Σκουζέ, παλιό και νέο χειρόγραφο επιμελημένο και αποκαταστημένο από τον Γ. Βαλέτα, Αθήνα 1948
[100] Panayota Tsopela- Saliba, Le profil de l’ouvriere dans l’industrie et l’artisanat en Grece, 1870-1922, ed. Presses Universitaires du Septentrion, 1998,σ.213-215.
[101] Μαρία Κορασίδου,ό.π.,σ.56-58.
[102] Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις (1876), τ. Β’, (επιμ. Άλκης Αγγέλου), Αθήνα 1973, σ. 169-170 και Μαρία Κορασίδου,ο,π. σ. 59-62.
[103] Βλ. “Αεργοι, επαίται και αγύρται”, Ακρόπολις, φ. 4156,27. 8.1893.
[104] Louis Chevalier, Classes laborieuss et classes dangereuses, ed. Hachette 1984.
[105] Jean-Luc Pinol,0 χόσμοςτων πόλεων τον 19ο αιώνα, Αθήνα 2000, σ. 104-105.
[106] Πρόνοια, 1.8.1885, αρ. 689.
[107] Georges Duby, Histoire de la France Urbaine, Tome 4, “La ville de I’age industriel, Le cycle hausmannien, volume dirige par Maurice Agulhon, a. 284-286, et Louis Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses, ed. Hachette 1984,σ.51.
[108] “Η αθλιότης του βίου των εργατών. Πως διαιτώνται. Οικονομικοί οικίσκοι εργατών”, Ακρόπολις, αρ. 4329,229.1894.
[109] Γ.Β “0 εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Οι καρβουνιάρηδες. Σκέψεις-τύποι-εικόνες-επεισόδια”, Ακρόπολις, αρ. 4403,12.5.1894.
[110] Γ.Β. “0 εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Οι φαμπρικούδες. Σκέψεις-τύποι-εικόνες-επεισόδια”, Ακρόπολις, αρ. 4405,14.5.1894.
[111] Γενικότερα για τη διατροφή των εργατικών στρωμάτων στις πόλεις βλ. Panayota Tsopela-Saliba, Le profil de l’ouvriere dans l’industrie et l’artisanat en Grece, 1870-1922,ed. Presses Universitaires du Septentrion, 1998, σ. 383-384.
[112] Β. “Οι επαίται των Αθηνών”, Το Αστυ, αρ. 334, 6-7.11.189, “Αεργοι, επαίται και αγύρται”, Ακρόπολις, αρ. 4156,27/8/1893.
[113] “Αναγνωρισμένα λωποδυτικά κέντρα εν Αθήναις”, Ακρόπολις, φ. 3247,18.5.1891.
[114] “Οι εν Αθήναις Περσομάχαι”, Ακρόπολις, αρ. 2651,27.9.1889.
[115] βλ. “Ανά τας συνοικίας του Πειραιώς. Το κεφαλόσκαλον της Τρούμπας. Τα ξύλινα υψώματα”, Ακρόπολις, φ. 4107,10.7.1893.
[116] Για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η ασθένεια της ευλογιάς από τα κατώτερα στρώματα βλ. Σφαίρα, αρ. 4573, 27.6.1897, αρ. 4984, 21.10.1898, αρ. 5112, 22.3.1899 και Πρόνοια, αρ.266, 22.3.1883, και αρ. 330,22.8.1883.
[117] “Το μέγα κοινωνικόν ζήτημα. Η τροφή των παιδιών των Δημ. Σχολείων. Τι γίνεται εν Ευρώπη. Η σούπα των παιδιών. Εισαγωγή Συσσιτίων παρ’ ημίν”, Ακρόπολις, αρ. 3150,7.2.1891.
[118] Για μια αναλυτική παρουσίαση των δικτύων φιλανθρωπικής δραστηριότητας που αναπτύσσονται στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, μέσω των γυναικείων συλλόγων προς τις φτωχές γυναίκες βλ. Panayota Tsopela- Saliba, Le profit de I’ouvriere dans I’industrie et I’artisanat en Grece, 1870-1922, ed. Presses Universitaires du Septentrion, 1998.
[119] Για τις σχέσεις των βουλευτών με τους φτωχούς-νεοαφιχθέντες, ο Βλ. Γαβριηλίδης έχει πραγματοποιήσει μια σύντομη έρευνα η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, βλ. “Νέα Πολιτεία των Λαϊκών Τάξεων. Αρχαί ανεξαρτησίας και προόδου. Προανάκρουσμα πολιτικής χειραφεσίας”, Ακρόπολις, φ. 4313,1/2/1894,φ. 4314,3/2/1894.
[120] Γ.Β. “Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι. Σκέψεις-τύποι-εικόνες-επεισόδια”, Ακρόπολις, 4401/ 10.5.1894.
[121] “Η αθλιότης του βίου των εργατών. Πως διαιτώνται. Οικονομικοί οικίσκοι εργατών, Ακρόπολις αρ. 4333,25.2.1894.
[122] Για τις συνθήκες εργασίας και ζωής των νεαρών λούστρων βλ. “Η σωματεμπορία εν Αθήναις”, Εφημερίς, φ. 96 6.4.1883, “Η εν Αθήναις σωματεμπορία”, Το Αστυ, φ. 576, 6.7.1892, Μαρία Κορασίδου, ο’.π.169-170, Μιχάλης Ρηγίνος, Μορφής παιδικής εργασίας στη Βιομηχανία και τη Βιοτεχνία 1870-1940, Αθήνα 1995, σ. 29-30.
[123] Για το θέμα των υπηρετριών βλ. Ζιζή Σαλίμπα, “Το σώμα της υπηρέτριας τον 19ο αιώνα”, Εντευκτήριο, ο. 44-46, Ζιζή Σαλίμπα, “Υπηρέτρια στην πόλη”, Η Καθημερινή, Αφιέρωμα “Γυναίκα και Εργασία. Από την αφάνεια στην αναγνώριση”, 2.5.1999.
[124] “Το δουλεμπόριον εν Αθήναις, μια πτυχή του υπηρετικού ζητήματος. Πως γίνεται το ανθρωπομάζωμα εις τας νήσους. Ηθική και σεμνοτυφία.”, Ακρόπολις, φ. 4462,23.7.1894 και “Το δουλεμπόριον εν Αθήναις, μια πτυχή του υπηρετικού ζητήματος. Πως γίνεται το ανθρωπομάζωμα εις τας νήσους. Ηθική και σεμνοτυφία”, Ακρόπολις,φ. 4463,24.7.1894
Από το βιβλίο “συλλογικοι φοβοι στην ιστορια”