Ήταν ένα δείπνο σαν όλα τα άλλα. Η Μαρία γκρίνιαζε:
-Ιωσήφ όλο δουλεύεις! Δε μου μιλάς ποτέ!
Ο ξυλουργός σήκωσε τα μάτια του, χαμογέλασε γλυκά, συνέχισε να σηκώνει τα μάτια προς τον ουρανό & είπε:
“Ωραία! Για τι άλλο θέλεις να ευχαριστήσουμε τον Θεό;”
Ήταν από αυτές τις μικρές νίκες σε έναν γάμο που μόνο ο παντρεμένος εκτιμά. Ξέρεις ότι θα το μετανιώσεις αργά ή γρήγορα αλλά ζεις για το τώρα. Η Μαρία είχε κρυμμένο άσσο στο μανίκι:
-Είμαι έγκυος.
“Δε γίνεται αυτό αγάπη μου” είπε ήρεμα ο Ιωσήφ. “Αφού είσαι ακόμα παρθένα.”
-Ω Θεέ μου!
“Α, έτσι ΟΚ, κανένα πρόβλημα.”
Όταν τα πρωτοφτιάξανε η Μαρία όλο έλεγε “είσαι τέλειος, είσαι υπέροχος, μην αλλάξεις τίποτα πάνω σου, έτσι ακριβώς σε αγαπάω” & τέτοια. Κλασσική παγίδα. Λίγες ώρες αργότερα γκρίνιαζε στον Κο Τέλειο για τον τρόπο που φορούσε την κελεμπία στραβά. Αμέσως μετά για τον τρόπο που μασάει με το στόμα λίγο ανοιχτό. Ο Ιωσήφ τα σκεφτόταν όλα αυτά ξύπνιος το βράδυ γιατί η Μαρία έκανε διαγωνισμό ροχαλητού με τον γάϊδαρο και προφανώς χωρίς να το ξέρει τον είχαν βάλει κριτή.
Όταν γεννήθηκε το μωρό τους έβαλε όλους να κάνουν τεστ DNA. Ο ίδιος βγήκε 30% τουρσί αγγούρι. Το παιδί δεν είχε κοινό ούτε με την Μαρία. Άρχισε να βλέπει θρίλερ με μανιακούς δολοφόνους παιδιών με την κρυφή ελπίδα ότι ένας τέτοιος θα τους έλυνε τα οικονομικά τους προβλήματα. Στις γιορτές για δώρο της έδινε δυο Ρωμαϊκά νομίσματα και της έλεγε Χρόνια Πολλά. Αυτή του το επέστρεφε και του έλεγε κι αυτού Χρόνια Πολλά. Μετά πήγαιναν μαζί με τα δυο νομίσματα για ψώνια. Αυτός διάλεξε μύδια. Λένε ότι είναι αφροδισιακά, αλλά έτσι που τα μαγείρευε η Μαρία δυσκολευόταν να βρει άλλον αφροδιασμένο στο σπίτι μετά να πηδήξει. Για σεξ ακόμα δεν το συζητούσε, μάλλον περίμενε πάλι τον Αρχάγγελο. Τώρα εκτός από τον διαγωνισμό ροχαλητού είχε & το κλάμα & η Μαρία όλο προσπαθούσε να του το πασάρει:
-Το μωρό κλαίει ώρες τώρα, δεν αντέχω άλλο, μπορείς να αναλάβεις;
“Ναι βέβαια!” Ο Ιωσήφ άρχισε να κλαίει για τις επόμενες 2 ώρες.
.
(O Αλέκος Γκονζαλεζίδης γράφει ιστορίες από αυτές που έπρεπε να είσαι εκεί για να την καταλάβεις. Μια φορά ένας φίλος όμως του έφτιαξε μια μηχανή του χρόνου, πήγε στο τότε που ήταν η ιστορία, είδε τις φάσεις και δεν γέλασε)