Ποτέ δεν τα είχα καλά με το χρόνο… γιατί να άλλαζε αυτό τώρα; Θαρρείς πως αυτή τη φορά με ό,τι θα συνέβαινε είχε έρθει να μου δώσει ένα μάθημα ζωής…
Ο Σεπτέμβρης είχε μπει για τα καλά, και μετά το ολιγοήμερο διάλειμμα των καλοκαιρινών διακοπών είχα γυρίσει στη ρουτίνα μου. Δουλειά, υποχρεώσεις, τρέξιμο και γκρίνια… ίσως και προβληματισμός που πλησίαζαν τα 35α γενέθλιά μου, κι εγώ, τι πρωτότυπο, θα τα γιόρταζα πάλι μόνη, χωρίς κάποιο σύντροφο στο πλάι μου. Μόνο με τις κολλητές μου που κάτι τρελό θα είχαν σκαρφιστεί πάλι για να μου κάνουν έκπληξη και να με γεμίσουν με τη γνωστή κλασική ευχή ‘και του χρόνου διπλή’… τι πάει να πει διπλή δηλαδή… διπλή σε κιλά; Όχι αυτό δε θα το άντεχα μιας και το κάτι τις παραπάνω μου το κουβαλάω εδώ και χρόνια με τις πληθωρικές καμπύλες μου! Διπλή εννοώντας ένα σύντροφο στο πλάι μου; Ε τότε αυτό ναι! Μακάρι να έπιανε η ευχή τους αυτή τη φορά…
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, εντελώς αφηρημένη καθώς ήμουν στο δρόμο για το γραφείο έπεσα πάνω σε ένα νέο άντρα, χύνοντας τον καφέ μου πάνω στο κάτασπρο μπλουζάκι του κάνοντας και τους δυο μας χάλια! Στα λίγα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν μέχρι να συνέλθω και να σκαρφιστώ μια δικαιολογία, γιατί τι να του πω του ανθρώπου ‘Συγνώμη σας έκανα σύσκατο με τον καφέ γιατί το μυαλό μου ταξίδευε στον πρίγκιπα που θα έρθει στη ζωή μου και θα με βγάλει από τη μιζέρια μου;’, το αφοπλιστικό του χαμόγελο με έκανε να αισθάνομαι ακόμα πιο αμήχανα. Έδωσα αστραπιαία εντολή στο σύμπαν να ανοίξει μια λακουβίτσα – χάριν λόγου λακουβίτσα… λακουβάρα δηλαδή – να με καταπιεί… αλλά που! Κι αυτό το σύμπαν όταν το θες δεν είναι εκεί, η κλήση μας προωθείται!
‘Μου λέρωσες το αγαπημένο μου άσπρο μπλουζάκι και κανονικά θα είχα πιάσει ταβάνι από τα νεύρα μου αλλά δε μπορώ να αντισταθώ σ’αυτό το απίστευτο μουτράκι που δεν ξέρει τι να κάνει από την αμηχανία του… Άγγελος’ και μου δίνει το χέρι του…
‘Καλέ τσιμπήστε με, καλέ… Τον λέρωσα κι αντί να με στολίσει με ό,τι του έρθει πρόχειρο στο μυαλό αυτός με φλερτάρει; Κι όχι τίποτα άλλο είναι και δυο μέτρα κούκλος… λιώνω τώρα ή σε λίγο; Σε λίγο. Καλέ πετάχτε μου λίγο νερό να συνέλθω… Τίποτα, κανείς: Συγκεντρώσου κορίτσι μου και επιτέλους συστήσου στον άγγελο που στέκεται απέναντί σου.’ Η εντολή δίνεται στον εγκέφαλο και με καθυστέρηση λίγων δευτερολέπτων συντονίζεται το στόμα με τη σκέψη και ψελλίζω ένα άχρωμο… ‘Αγάπη… Με λένε Αγάπη.’
Δε νομίζω ότι χρειάστηκε περισσότερο από ένα αμοιβαίο κοίταγμα στα μάτια για να καταλάβουμε κι οι δυο πως ο Άγγελος ήταν πλασμένος για την Αγάπη κι η Αγάπη είχε έρθει στη ζωή για να γεμίσει τη ζωή του Άγγελου με αγάπη και μόνο… Οι μέρες, οι βδομάδες που ακολούθησαν ήταν ονειρεμένες! Ένας έκπτωτος άγγελος που μπήκε στη ζωή μου για να με ελευθερώσει από τα δεσμά της καθημερινότητας και να με πάρει μαζί στο πέταγμα του. Με έμαθε να είμαι ο εαυτός μου, χωρίς στολίδια, χωρίς περιττά και χωρίς πολλά λόγια. Έδωσε πνοή στη ζωή μου κι έναν αέρα φρεσκάδας στα όνειρά μου. Μου έδειξε πώς να ζω το εδώ και το τώρα και να απολαμβάνω κάθε στιγμή, να ρουφάω τη ζωή μέχρι το μεδούλι της… και δε ζήτησε τίποτα, του αρκούσε να με βλέπει να γελάω, να γελάω με την καρδιά μου.
Και πώς του άρεσε να φωνάζει το όνομά μου, ώσπου ένα βράδυ εκεί κουρνιασμένη στην αγκαλιά του καθώς ήμουν, μου έδειξε την πληγή που είχε στο ένα του φτερό και μου’ πε πως μόνο εγώ κατάφερα να την επουλώσω με την αγάπη που τόσο απλόχερα του έδωσα… χωρίς καν να τη ζητήσει! Ναι! Ήμουν ευτυχισμένη, γιατί μετά από τόσο καιρό ζούσα την πραγματική αγάπη στο πλάι ενός ανθρώπου που με αγαπούσε κι εκείνος, απλά κι αληθινά όπως θα έπρεπε να είναι η αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους! Αυτή τη στιγμή δε θα μου την πάρει ποτέ κανείς, σκέφτηκα… Προφητική σκέψη γι’ αυτό που θα ακολουθούσε…
Ένα βράδυ, ξύπνησα λουσμένη στον ιδρώτα, μα στη σίγουρη αγκαλιά του. Ήμουν πολύ αναστατωμένη κι έκλαιγα τρομαγμένη από τον εφιάλτη που σε λίγο θα γινόταν πραγματικότητα… Ο Άγγελος με λαβωμένα τα δυο του φτερά και ματωμένη την πληγή του ξεμάκραινε από μένα κι όσο τον φώναζα και προσπαθούσα να τον φέρω κοντά μου εκείνος τόσο απομακρυνόταν…
‘Αγάπη μου, φως μου, είμαι εδώ… δεν πρόκειται να πάω πουθενά’, μου είπε καθησυχαστικά και μου φίλησε τα μαλλιά.
‘Το υπόσχεσαι;’, τον ρώτησα σαν πεντάχρονο παιδί που θέλει να εξασφαλίσει την υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά…
‘Το υπόσχομαι, καρδιά μου…’
Κι ήταν η μόνη υπόσχεση που δεν κατάφερε να κρατήσει… Η αρρώστια ήρθε σαν σίφουνας και τον έκλεισε στην καταστροφική του δίνη. Μια αδιαθεσία στην αρχή, κάποιες εξετάσεις ρουτίνας στη συνέχεια… κάποιες πιο εξειδικευμένες εξετάσεις μετά, ψίθυροι, σκυφτά κεφάλια γιατρών και εναπόθεση της ελπίδας μας σε ένα θαύμα… τόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα! Κι ο Άγγελός μου, μέρα με τη μέρα, να λιώνει, να χάνεται μέσα σε εξετάσεις, βελόνες, φάρμακα και πόνο… κι ας μην το έδειχνε, κι ας προσπαθούσε να χαμογελάσει κάθε φορά που έμπαινα στο δωμάτιο για να μην πονέσω… κι ας πόναγα, κι ας ήθελα να ξεριζώσω την καρδιά μου γιατί αισθανόμουν ανήμπορη να κάνω κάτι… να του πάρω τον πόνο, να τον κάνω καλά… η αγάπη μου δεν ήταν αρκετή για να τον κάνει καλά… ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον στην αρχή.
Ήμουν τόσο θυμωμένη που στεκόμουν ανήμπορη να βοηθήσω αυτό τον άνθρωπο που μου άλλαξε τη ζωή, που μου έμαθε να ζω πραγματικά… κι ο πιο ορκισμένος εχθρός μου, ο χρόνος κυλούσε αμείλικτα εις βάρος μας.
Ήμουν από το πρωί μέχρι το βράδυ δίπλα του και δε μου έφτανε, ένιωθα πως όλο αυτό κάποια στιγμή θα τελείωνε… κι ο χρόνος με τον Άγγελό μου δε μου έφτανε… ασφυκτιούσα.
Ένα βράδυ έγειρα το κεφάλι μου κοντά στο χέρι του στο δωμάτιο του νοσοκομείου κι αποκαμωμένη καθώς ήμουν, έκλεισα τα μάτια μου για λίγο. Μπροστά μου ήρθαν σαν μικρή ταινία πολλές από τις στιγμές που ζήσαμε αυτό το λίγο διάστημα που είμαστε μαζί… το βραδινό μας μπάνιο στη Βάρκιζα κι η φωτιά που άναψε για να με ζεστάνει, η καντάδα που μου έκανε ένα βράδυ στα πλακόστρωτα της Πλάκας, το τελευταίο κομματάκι σοκολάτας που θα φύλαγα για τις βραδινές υπογλυκαιμίες του, τα στιχάκια που μου έγραφε για να διαβάζω στον καθρέφτη του μπάνιου, η πρώτη μας εκδρομή στο Ναύπλιο, τα μάτια του που λαμπύριζαν ευτυχισμένα, γεμάτα από αγάπη… κι ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει τα μαλλιά μου και να σιγοψιθυρίζει το όνομά μου με τις λιγοστές δυνάμεις που του είχαν απομείνει…
‘Αγάπη μου σε ευχαριστώ’, ήταν τα λόγια του λίγο πριν το τέλος…
Κι ύστερα κενό, σιωπή.
Κράτησα τη φωνή του στα αυτιά μου να ηχεί σαν μελωδία, το χαμόγελό του τη μέρα που γνωριστήκαμε το φόρεσα στολίδι στα μαλλιά και την αγάπη του φυλαχτό για πάντα στην ψυχή μου! Και ναι ήρθαν και θα έρθουν ώρες που ο πόνος θα με παραλύει γιατί θα μου λείπει η παρουσία του, το φιλί του, το χάδι του, η αγκαλιά του μα εκείνες τις στιγμές θα έχω ασπίδα την αγάπη μας, αυτή που καταφέραμε να ζήσουμε έστω και για λίγο… ο χρόνος δεν έχει πια σημασία.
Καλό ταξίδι Άγγελέ μου…