Μπορεί να μην με πιστέψετε, καθότι είμαι λευκός, καραφλός, κοντός, μεσήλικας και φαφλατάς, αλλά ποτέ δεν έχω πει ψέματα. Ούτε τα εύκολα σε αγνώστους, ούτε τα ύπουλα σε γνωστούς. Ούτε στο σινεμά για να μας δώσουν θέσεις δίπλα-δίπλα, ούτε στο θέατρο να παίξω θέατρο για να με λυπηθούν και να πάρω την τελευταία τυρόπιτα. Εγώ συγχωρώ πραγματικά τους ανθρώπους αλλά μπορεί να τους ρίξω και κλωτσιά στα αρχίδια όταν ξαναβρεθούμε αν τους άξιζε. Κι είμαι τώρα μέσα σε ένα τεράστιο Φροϋδικό λάθος, έναν γλωσσοδέτη από βράχια ερεθισμένα και σκληρά γύρω μου.
Και τώρα…τι κάνουμε;
Μερικές φορές που αφήνω το αυτοκίνητό μου σε χώρο στάθμευσης, τα βλέπω εκεί όλα παρκαρισμένα και τα λυπάμαι. Η αδυσώπητη πραγματικότητα του μετάλλου, κανένα δεν μπορεί να κάνει αγκαλιά, χαϊδέψει ή να τριφτεί αγαπησιάρικα σε άλλο αμάξι χωρίς να γίνει ζημιά. Πρέπει να είναι φρικτός τρόπος να ζεις. Όταν γυρνάω από μεγάλο ταξίδι καμιά φορά εγώ το αγκαλιάζω πάντως, εκεί στο καπώ. Νιώθω κάπως ανόητος αλλά αν είναι ακόμα ζεστή η μηχανή και δεν με δούνε οι γείτονες καταλαβαινόμαστε. Έτσι και αυτά τα κρύα σκληρά βράχια. Σα ζωντανά αλλά ταυτόχρονα και πιο νεκρά από ότι μπορώ να αντέξω.
Δεν θα μπορούσα να είχα προβλέψει ότι θα βρισκόμουν εδώ σκέφτηκα, καθώς έσταξε στο κεφάλι μου μια χοντρούτσικη σταγόνα νερό. Μου θύμισε το προηγούμενο βράδυ στο μπαρ που με κοίταζαν τρεις αγρότες. Είχαν μόλις τελειώσει από μια γαβάθα φαγητό ο καθένας και γύρισαν τα μάτια όταν τους είδα γιατί ήμουν μεν ξένος αλλά όχι και τόσο περίεργος ώστε αυταπάγγελτα να μου αξίζει να με κοιτάνε επί ώρα. Και μπήκε ένας σιχαμένα ιδρωμένος χοντρός παπάς, τους χαιρέτησε, τον κοίταζαν χαζά κρατώντας σαν άδειες μήτρες στα χέρια τις γαβάθες και ήρθε κατευθείαν στο τραπέζι μου γιατί οι παπάδες δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, άρχισε έναν ύμνο στην ψύχρα, πιο δυνατά από τα λαϊκά που έπαιζαν από τα ηχεία του μαγαζιού, οι αγρότες κώλωσαν και ψιθύριζαν τα λόγια μαζί του, ήρθε στο τραπέζι μου και τραγουδούσε ακόμα πιο δυνατά τα λόγια με νόημα, σα να τα έλεγε για εμένα, σα να έπρεπε να ξέρω τι σημαίνουν και γιατί είναι σημαντικά, στάθηκε από πάνω μου στο τραπέζι σαν δικαστής, ήθελα να απολογηθώ για κάτι, οτιδήποτε αλλά τότε έσταξε από το μέτωπό του μια χοντρή σταγόνα ιδρώτα και μου έπεσε στο κεφάλι.
Στο μπαρ χθες είχα σηκωθεί να φύγω αμέσως για να αποφύγω άλλον ιδρώτα στη μούρη. Εδώ τώρα έβγαλα τη γλώσσα να την απολαύσω τη σταγόνα νερού μετά από τόσες ώρες χωρίς νερό. Ελπίζω μια μέρα όλοι οι άνθρωποι να ζούνε με αγάπη ρε παπά. Δεν χρειάζεται να τραγουδάς, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του λόγους να τραγουδήσει άπειρους θα βρει, αγάπη μπόλικη. Εκτός από αυτούς με τα όπλα από πάνω μου που πρέπει τώρα να αντιμετωπίσω γιατί διψάω και πεινάω. Κάθε μάχη στην ώρα της. Ο Λεωνίδας κι οι Σπαρτιάτες κράτησαν δυόμιση μέρες περίπου τους Πέρσες. Όσο ένα ΠαρασκευοΣαββατοΚύριακο στην παραλία το καλοκαίρι όταν ακόμα δουλεύουμε, πριν φύγουμε κανονικές διακοπές. Όπως το δει κανείς. Αυτοί μετρούσαν πτώματα και τα λεπτά που κρατούσαν την άμυνα όλων των Ελλήνων εμείς μετράμε σουβλάκια, και παγωτά και γκρινιάζουμε στην παραλία ανεβάζοντας stories που βαριόμαστε και δεν περνάει η ώρα.
Ξεκίνησα την ανάβαση.
Φαινόταν ότι ξεκουράστηκα με τον ύπνο γιατί τώρα μπορούσα να θαυμάσω αυτό που έβλεπα. Θα ξεκίνησε πριν εκατομμύρια χρόνια με μια σταγόνα σαν αυτή που ήπια πριν λίγο αλλά μετά ήταν ρυάκι, ποτάμι, στην ένωση ουρανού και θάλασσας είμαστε όλοι. Εδώ το νερό καθώς έπεφτε να γίνει η ένωση άνοιγε και δρόμους μέσα στις πέτρες, στα κομμάτια παλιάς λάβας που βρέθηκαν εδώ σε σχήματα ανθρώπων, ζώων και τεράτων. Δεν ξέρω αν έχει όνομα. Και να έχει δεν χωράει τέτοιο μέρος σε όνομα. Αλλάζει διαρκώς και μένει απαράλλαχτο. Και ότι φως βρει δρόμο προς τα εδώ για λίγα λεπτά κάθε μέρα το μεσημέρι ξεκουράζεται κοντά σε όσα έχουν ήδη ξεχαστεί ή αυτά που σύντομα θα ξεχαστούν σαν κι εμένα.
Έψαχνα προσεκτικά κάθε σημείο της ανάβασης. Ένα ξεχασμένο παλιό ρούχο κολλημένο κάτω από βράχο. Άδειο παλτό. Έχει πεθάνει προ πολλού όποιος το γέμιζε, το ζέσταινε, του έδινε μορφή. Ξεκίνησα να το εξηγήσω στο παλτό. Με θλίβουν τα παρατημένα ρούχα, σα μια κοπέλα που γνώρισε καλοντυμένο ευγενικό νέο, μιλήσαν λίγο, είπε ότι πάει να φέρει ποτά και δεν γύρισε ποτέ. Δεν είναι όλοι σα Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες αξιόπιστοι. Αυτοί έβαζαν το όνομά τους στην ασπίδα. Δεν πήγαν για ποτά. Γύρισαν νεκροί πάνω στην ασπίδα με το όνομά τους για να την έχουμε περήφανα στο μουσείο που δεν πάμε ποτέ τώρα εμείς. Κι αν πήγαινα, σαν το παλτό, δεν θα΄ξερα τι να τους πω.
Γιατί σαν το παλτό που κοιτάω εδώ κάτω, οι ασπίδες δεν είναι για να κάθονται.
.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι συγγραφέας. Οπότε βαριέται να βάζει συνδέσμους στα προηγούμενα 4 μέρη της ιστορίας, ας το κάνει ο αρχισυντάκτης ή ο αρχισυνταγματάρχης του Λεωνίδα τελοσπάντων. Έτσι κι αλλιώς σε πέντε επεισόδια ο τύπος απλά έπεσε στην τρύπα και τώρα ξανανεβαίνει, μπούρδα είναι με φιλοσοφικά ξεσπάσματα, στο Hollywood δεν θα πουλήσει ποτέ.