Ο ποταμός κυλάει τά βαθιά καί πράσινα νερά του πλάι στή λοφοσειρά. ό νερό είναι χλιαρό, γιατί, πριν φτάσει ώς τή λιμνούλα, περνάει πάνω άπό τήν κίτρινη άμμουδιά, που τήν πυραχτώνει ό ήλιος. ’Από τή μιά μεριά του ποταμού, οί χρυσοκίτρινες πλαγιές σχηματίζουν μιά καμπύλη πού άνηφορίζει ώς τό βραχιασμένο και άπότομο βουνό, τό Γκάμπιλαν, ένώ, άπό τό μέρος τής κοιλάδας, ή άκροποταμιά είναι πηχτή άπό δέντρα: Ιτιές, μέ ζωηρή πράσινη φυλλωσιά τήν άνοιξη, πού στα πιό χαμηλά κλωνιά τους κρέμονται άκόμα τ* άπομεινά-ρ.ια άπ’ ό,τι παράσυρε ώς έδω ή χειμωνιάτικη πλημμύρα, καί συκομουριές μέ λευκά πιτσιλωτά καί πλαγιαστά κλωνιά πού γέρνουν πάνω στή λιμνούλα. Κάτω άπό τά δέντρα ή άμμουδερή άκροποταμιά είναι σκεπασμένη μ’ ένα παχύ στρώμα ξερά φύλλα, τόσο ξερά, πού γίνεται μεγάλη φασαρία όταν περνάει άνάμεσά τους καμιά σαύρα. Τό βραδάκι, τά kκουνέλια ξετρυπώνουν μές άπό τούς θάμνους κι’ έρχονται νά καθήσουνε στή άμμουδιά. Πάνω στό ύγρό πλάτωμα ξεχωρίζουν άφθονα τά χνάρια πού άφήνουν οί νυφίτσες κάθε νύχτα, καθώς καί οί σκύλοι άπό τά κτήματα έκεΐ γύρω, καί μπηχτές διχαλωτές πατημασιές των έλαφιών, πού κατεβαίνουνε νά πιούνε σάν πέσει τό σκοτάδι.
Μές άπό τις Ιτιές καί τις μουριές, πέρνα ένα μονοπάτι: αύτό τό μονοπάτι άκολουθοΰν τά παλικάρια πού δουλεύουνε ατά κτήματα, σάν κατεβαίνουν νά κολυμπήσουν μές στή βαθιά λιμνούλα, καθώς καί οί άλήτες πού έρχονται τό βραδινό νά ξαποστάσουν άπ’ τήν κούραση πλάι στό ποτάμι. Μπροστά στό χαμηλό καί όριζόντιο· κλώνο μιας γιγάντιας συκομουριάς, σωρεύτηκαν οί στάχτες άπό τις φωτιές πού άνάβουν οί περαστικοί: δ κλώνος λείανε καί τρίφτηκε άπ’ τό πολύ πού κάθονται πάνω του οί άνθρωποι.
“Ενα βραδινό, υστερ’ άπό μιά ζεστή μέρος τό άερά-κι φυσούσε μέσα στις φυλλωσιές. Ό ίσκιος άνέβαινε όλοένα τις πλαγιές σκεπάζοντας τά βουναλάκια. Στις άμμουδερές όχθες τού ποταμιού, τά κουνέλια κάθονταν άκίνητα, σάν νάταν σκαλισμένα πάνω σέ γκρίζα πέτρα. Τήν ώρα έκείνη άκουστήκανε πατήματα, καί τρίξανε τά ξεραμένα φύλλα τής συκομουριάς πάνω στή δημοσιά. Τά κουνέλια τρέξανε άθόρυβα νά κρυφτούν. “Ενας μακροκάνης έρωδιός πέταξε (βαριά στόν άέρα, κι’ ό θόρυβος άπ’ τις φτεροΰγες του ξεμάκρυνε άκολουθώντας τό ποτάμι. Γιά μιά στιγμή, όλος ό τόπος άπόμεινε ήρεμος,’ δίχως ζωή,—έπειτα, δυό (άντρες ξεπροβάλανε άπό τό μονοπάτι καί ήρθανε στό ξέφωτο, κοντά στήν πράσινη λιμνούλα.
Πάνω στό μονοπάτι, περπατούσαν ό ένας πίσω άπό τόν άλλο,—κι’ άκόμα, έδώ στό ξέφωτο, στέκονταν ό ένας πίσω άπό τόν άλλο. Καί τών δυό τά πανταλόνια καί τά σακάκια ήταν άπό μπαμπακερό χοντροΰφασμα μέ μπρούντζινα κουμπιά. Καί οί δυό φορούσαν μαύρα καπέλα πού κατάντησαν νά μή έχουν πιά κανένα σχήμα, καί είχαν καί οί δυό δεμένο πάνω στούς ώμους τους ένα ρόλο κουβέρτες. Ό πρώτος άπ’ τούς δυό ήταν κοντός καί εύκίνητος, μελαψός, μέ άνήσυχα μάτια καί ζωηρά χαρακτηριστικά. “Ολα τά μέρη τού κορμιού του ξεχωρίζανε σέ καθαρές γραμμές: μικρά καί δυνατά χέρια, μπράτσα όλο μυώνες, λεπτή καί κοκκαλιάρικη μύτη. Ό άλλος, πού έρχόταν πίσω του, ήταν ή άντίθεσή του: πελώριος, μέ πρόσωπο πλαδαρό καί δίχως έκφραση, μεγάλα ξέθωρα μάτια, ώμοι φαρδιοί καί πεφτοί. Είχε βαριά περπατησιά κι’ έσερνε τά πόδια του όπως τά σέρνουν οί άρκοΰδες. Τά χέρια του δεν κουνούσαν καθώς -περπατούσε, κρέμονταν πλαδαρά στά πλευρά του.
Ό πρώτος στάθηκε άπότομα σάν έφτασε στό ξέφω-το, έτσι πού αύτός πού τόν άκολουθοΰσε λίγο έλειψε νά πέσει άπάνω του. “Εβγαλε τ6 καπέλλο του, μέ τό μεγάλο δάχτυλο σκούπισε τόν ιδρώτα ςτό πετσί άπό μέσα, κι ύστερα τόν τίναξε. Ό πελώριος 6 σύντροφός του έριξε χάμω τις κουβέρτες, ρίχτηκε μέ τήν κοιλιά κι” άρχισε νά πίνει άπό τό πράσινο νερό τής λιμνούλας. “ίΕπινε άπληστα, μέ κάτι μεγάλες ρουφηξιές, ρουθουνίζοντας σάν άλογο. ‘Ο μικρός έτρεξε κοντά του νευριασμένος.
—Λένο, τοΰ λέει ζωηρά. Λένο, γιά όνομα τοΰ θεοΰ, μήν πίνεις τόσο πολύ.
Ό Λένος έξακολουθούσε ώστόσο νά ρουφάει άπ’ τή λιμνοΰλα. Ό μικρός έσκυψε καί τόν άδραξε άπό τόν ώμο :
—Λένο, θ’ άρρωστήσεις όπως άρρώστησες καί ψές τή νύχτα.
Ό Λένος βούτηξε τό κεφάλι του μές τό νερό, έτσι όπως ήτανε μέ τό καπέλλο, έπειτα κάθησε στήν άκρο-ποταμιά, καί στάζαν τά νερά πάνω στά ρούχα του καί πίσω μές στό σβέρκο.
—Καλό ήτανε, Τζώρτζ, γιά πιές κι, έσύ. Πιές μιά γερή ρουφηξιά, τοΰ λέει καί χαμογέλασε εύτυχισμένος.
Ό Τζώρτζ έλυσε τό ρόλο άπό τούς ώμους του καί τόν άκούμπησε χάμω.
—Δέν είμαι σίγουρος πώς είναι καθαρό, τοΰ λέει. Μοιάζει σάν μουχλιασμένο.
Ό Λένος χτύπησε τό νερό μέ τή χεράκλα του καί τδκανε ν’ άναπηδήσει πιτσιλώντας. Πάνω στήν έπιφά-νεια σχηματίστηκαν στεφάνια πού δλο πλάταιναν, έφτασαν ώς τήν άλλη άκρη τής λιμνούλας, καί ξαναγύ-ρισαν πίσω. Ό Λένος τά καμάρωνε.
—Κοίτα Τζώρτζ. Κοίτα τι έκανα!
Ό Τζώρτζ γονάτισε πλάι στή λιμνούλα καί ήπιε άπό τή χούφτα του μέ γρήγορες γουλιές.
—Ή γεύση του είναι καλή, παραδέχτηκε κι’ αύτός. Κι’ όμως δέ φαίνεται νάναι τρεχούμενο. Λένο, δέν πρέπει ποτέ νά πίνεις άπό νερό πού δέν είναι τρεχούμενο, τοΰ λέει κουρασμένος νά τόν δασκαλεύει δλη τήν ώρα. Έσύ, άμα διψάς, είσαι άξιος νά πιεις και βούρκο.
“Εριξε μιά χούψτα νερό στό πρόσωπό του, καί τδ-τριψε μέ τό χέρι του καθώς και κάτω άπ’ τό πηγούνι και τό λαιμό του τρόγυρα. “Επειτα, ξανάβαλε τό καπέλο του, τραβήχτηκε λίγο πιό πίσω έτσι καθιστάς, άνέ-βασε τά γόνατά του καί τ’ άγκάλιασε. Ό Λένος, πού τόν παρατηρούσε προσεχτικά, τόν μιμήθηκε σέ δλα. Τραβήχτηκε λίγο πιό πίσω, άνέβασε τά γόνατά του, τ’ άγκάλιασε καί κοίταξε τόν Τζώρτζ, γιά νά βεβαιωθεί πώς δλα τάχε κάνει στήν έντέλεια. Κατέβασε λίγο πιό χαμηλά τό καπέλο του, δπως ήταν καί τό καπέλο τού Τζώρτζ.
Ό Τζώρτζ καθότανε άκεφος καί κοίταζε τό νερό. Τά ματόφυλλά του ήτανε στις άκριες κοκκινισμέν’ άπό τόν ήλιο.
Τόν πήρε ό θυμός :
—”Αν αύτός ό μπάσταρδος ό σωφέρ ήξερε τι τοΰ γίνεται, θά πηγαίναμε κατευθείαν στό τσιφλίκι μέ τό λεωφορείο. «Έδα πά βρίσκεται», μάς λέει, «έδα πά». “Έ, πού νά πάρει! Τέσσερα μίλια ήτανε τό «έδα πά» του. Δέν είχε δρεξη νά μάς πάει ώς τό τσιφλίκι, νά τί ήτανε. Άπό τεμπελιά καί μόνο. Μπορεί καί νά μή στάθηκε οδτε στό Σολεντάτ. Μάς πέταξε δξω καί μάς λέει: «Έδα πά, λίγο πιό κάτω». Βάζω στοίχημα πώς ήταν πιό πολύ άπό τέσσερα μίλια. Καί μ’ αυτή τή ζέστη !
Ό Λένος τού έριξε μιά δειλή μοετιά :
—Τζώρτζ ;
—Ναι, τί θές ;
—Πού θά πάμε, Τζώρτζ ;
Ό κοντούλης έχωσε πιό μέσα τό καπέλο του, καί τόν κοίταξε μέ σουφρωμένα φρύδια:
—”Ωστε τό ξέχασες κιόλα, έ ; Πόσες φορές θά πρέπει νά σ’ τό ξαναπώ ; Μωρέ είσαι θεοπάλαβος—Χριστέ καί Κύριε !
—Τό ξέχασα, είπε ό Λένος μέ σιγανή φωνή. ’Ωστόσο πάσκισα νά μήν τά ξεχάσω. Μά τό θεό σοΰ λέω, Τζώρτζ.
—Πάει καλά, πάει καλά, θά σοΰ τό ξαναπώ λοιπόv. Δέν έχω δά καί τίποτα καλύτερο νά κάνω. “Ολη μου τή ζωή, θα χάνω τόν καιρό μου νά σου λέω τό ένα καί τ’ άλλο, έσύ νά τά ξεχνάς, και δλο νά σ’ τά ξαναλέω.
—Πάσκισα καί ξαναπάσκισα νά θυμηθώ, είπε ό Λένος, .μά δίχως κανένα όφελος, θυμάμαι πού μου’λεγες γιά τά κουνέλια, Τζώρτζ.
—Στό διάολο τά κουνέλια I Τό μόνο πού θυμάσαι πάντα είναι τά κουνέλια. Πάει καλά. Τώρα, πρόσεξε τ’ι θά σου πω καί νά τό θυμάσαι.τούτη τή φορά γιά νά μήν έχουμε μπελάδες, θυμάσαι πού καθόμαστε πάνω σ’ ένα λούκι στήν όδό Χόουαρντ καί κοιτάζαμε μιά πι·. νακίδα;
Τό πρόσωπο του Λένου φωτίστηκε μ* ένα χαμόγελο:
—Πώς, καί βέδαια τό θυμάμαι, Τζώρτζ,.. μά… έπειτα τί κάναμε; θυμάμαι πώς ήρθανε κάτι κοπέλες καί τούς είπες… τούς είπες…
—Στό διάολο τί τούς είπα! θυμάσαι πού πήγαμε στοΟ Μώρεϋ καί Ρέντυ καί μάς έδωσαν Δελτία Εργασίας καί εισιτήρια γιά τό λεωφορείο;
-Πώς, βέβαια, Τζώρτζ. Τό θυμάμαι τώρα.
“Έχωσε γρήγορα τά χέρια του μέσα στις έξω τσέπες του σακακιού του:
—Τζώρτζ, δέν τδχω τό δικό μου. Πρέπει νά τόχασα. Κοίταζε χάμω άπελπισμένος.
—Βρέ παλαβέ, καί βέβαια δέν τδχεις. Εγώ τά φυλάω καί τά δυό. Φοτντάζεσαι πώς θά σου έ,μπιστευό-μουνα τό Δελτίο σου Εργασίας;
Ό Λένος άναστέναξε μέ Ανακούφιση.
—Νό… νόμιζα πώς τδχα βάλει στήν έξω τσέπη.
Ξανάχωσε τό χέρι του μέσα στήν τσέπη. Ό Τζώρτζ τόν κοίταξε μές τά μάτια.
—Τί έιβγαλές Από τήν τσέπη σου;
—«Δέν έχω τίποτα στήν τσέπη μου, του λέει μέ πο-νηρία.
Τό ξέρω πώς δέν έχεις τίποτα στήν τσέπη σου. “Τό κρατάς στό χέρι. Τί είν* αυτό πού κρύβεις μές στή χούφτα σου;
—Τίποτα Τζώρτζ. · Σ ου μιλάω τίμια.
—”Ελα, φέρ’ το δώ.
Ό Λένος άποτράβηξε τό χέρι του, έτσι δπως τόχε. κλειστό.
—”Ενα ποντικάκι, Τζώρτζ.
—”Ενα ποντίκι; Ζωντανό;
—Χμ – χμ. “Ενα ψόφιο ποντικάκι, Τζώρτζ. Δέν τό» σκότωσα έγώ. Σου μιλάω τίμια. ’’•Ετσι τό βρήκα, ψόφιο.
—Φέρ* το δώ!
—”Ω, άσε μούτο, Τζώρτζ.
—Φ έ ρ * τ ο δ ώ !
Ή χούφτα του Αένου άνοιξε σιγά – σιγά. Ό Τζώρτζ πήρε τό ποντίκι καί τό πέταξε στήν πέρα όχθη τής λι-μνούλας, άνάμεσα στους θάμνους.
—Τί σου χρειάζεται τό ψόφιο ποντίκι;
—Τάχα για νά τό χαϊδεύω στό δρόμο, μέ τό δάχτυλό μου, άποκρίθηκε ό Λένος/
—•Δέν είναι καμιά άνάχκη νά χαϊδεύεις ποντίκια στό δρόμο, άμα είσαι μαζί μου.
Steinbeck – Θεός