– Μαμάααααα, θέλω να κάνω τσίσα!
– Πήγαινε αγόρι μου στον μπαμπά να σε βοηθήσει. Βλέπω τον αγώνα τώρα…
– Μπαμπά! Θέλω τσίσα… έλα!
– Μισό λεπτό να ξεπλύνω τα ποτήρια και έρχομαι αμέσως. Κρατήσου!
– Μπαμπά γρήγορα, δεν αντέχω άλλο!
– Τώρα, τώρα… έρχομαι…
– (…..)
– Έλα ρε Φώτη, ο γιος σου κατούρησε το χαλί. Που είσαι τόση ώρα που σε φωνάζει το παιδί;
– Πλένω τα πιάτα, Μαρία μου. Εσύ δεν μπορούσες να τον βοηθήσεις; Δυο λεπτά θα έχανες από τον αγώνα. Αμάν πια!
– (…ο γιος στέκεται κατουρημένος και περιμένει…)
– Άσε τα λόγια, το παιδί είναι βρεγμένο… και κάνε στην άκρη. Έλα παιδί μου, φύγε από μπροστά! … χτυπάει το φάουλ… γκοοοολ;;; … φύγε, σου λέω!
Μα να μην μπορείς να δεις ούτε έναν αγώνα με την ησυχία σου. Έχεις δουλέψει 10ωρο, έχεις τσακωθεί με την προϊσταμένη σου, σου έχουν φορτώσει όλη τη δουλειά του συναδέλφου σου, που πήρε και άλλη άδεια πατρότητας. Βέβαια, τόσα προνόμια έχουν αυτοί οι άντρες πια. Προστασία της πατρότητας σου λέει ο νόμος … πφφφφ, αλλά εσένα δεν σε σκέφτεται κανείς αν μπορείς να τα βγάλεις πέρα, για αύξηση ούτε λόγος φυσικά, ας όψεται η κρίση.
Και τι ζήτησες σήμερα; Δύο ωρίτσες να δεις τον αγώνα. Τι ψυχή έχουν δύο ώρες; Άσε που είχες προγραμματίσει να πας με την κολλητή σου κάπου να τον παρακολουθήσετε και τελικά έκανες την χάρη στον άντρα σου, να μείνεις στο σπίτι και να έχεις το νου σου στον μικρό, όσο λέει εκείνος θα καθαρίζει και θα μαγειρεύει.
Φταις εσύ τώρα να σηκωθείς και να βγεις; Που υποτίθεται έβλεπες τον αγώνα και κάθε τρεις και λίγο, σου φώναζε από την κουζίνα «Αγάπη μου, μίλα λίγο στον μικρό», «πες του δύο κουβέντες», «μην τον αφήνεις παρατημένο, δωσ’ του λίγη σημασία». Μα δεν του δίνω εγώ σημασία; Του έδωσα να παίξει με το κινητό μου! Τι άλλο να κάνω πια; Κωλοτούμπες;
Έχασα και το μοναδικό γκολ του αγώνα! Α, ρε, τώρα… Με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Να δεις που μόλις αλλάξει τον μικρό, θα μου αρχίσει πάλι το κήρυγμα.
– Η μόνη σου έννοια μετά τη δουλειά είναι να την αράξεις στον καναπέ (βρε, ξέρεις τι τραβάω εγώ στη δουλειά;)
– Δεν με βοηθάς σε τίποτα στο σπίτι (αφού σου έχω εξηγήσει ότι δεν ξέρω τι να κάνω και εσύ όλο παρατηρήσεις μου κάνεις)
– Αφήνεις μέχρι και τα σουτιέν σου παρατημένα δεξιά και αριστερά (και τι σουτιέν όμως, έτσι;)
– Μάζεψε τουλάχιστον τις γόβες σου (δίπλα στον καναπέ είναι καλά να τις αφήσω;)
– Πάλι άφησες τα ρούχα της δουλειάς σου στην τραπεζαρία (τα έβαλα όμως στην καρέκλα, όχι στο τραπέζι!)
– Δεν πήρες τηλέφωνο να έρθει ο υδραυλικός (Αύριο θα πάρω…)
Πωπώ… σα να ακούς ήδη την μουρμούρα του. Μια μπυρίτσα είναι ό,τι πρέπει για να αντέξεις. Καλύτερα να την πάρεις μόνη σου, γιατί αν του τη ζητήσεις, μπορεί και να σε βρίσει (έχει και αυτά τα ανεξήγητα νεύρα 3-4 ημέρες κάθε μήνα βλέπεις). Κοιτάς στο ψυγείο. Δεν έχει μπύρες. Φτου! Πάλι δεν αγόρασε μπύρες. Μα τι εμμονή που έχει να μην αγοράζει αυτά που θέλεις: μπύρες, πατατάκια, σαλάμι αέρος, αναψυκτικά, ό,τι τέλος πάντων είναι απαραίτητα για ώρα ανάγκης. Όπως καλή ώρα. Και ποιος πάει στο περίπτερο τώρα; Άστο, δεν θα πιεις μπύρα. Δε βαριέσαι… Θα κανονίσεις να πας αύριο με την κολλητή στη νέα μπυραρία που σου είπαν. Αύριο;
Αύριο δεν είναι που είχε ζητήσει να βγει με εκείνους τους αντιπαθητικούς συναδέλφους του για φαγητό; Ποτέ σου δεν κατάλαβες αυτές τις συναντήσεις. Έχει λέει ανάγκη να επικοινωνεί και με άλλα άτομα εκτός από σένα και το παιδί. Μαζεύονται, βγάζουν τα εσώψυχα τους και κάνουν ψυχανάλυση ο ένας στον άλλον, τρώγοντας κινέζικο. Χάσιμο χρόνου, σκέφτεσαι…
Τέλος πάντων, θα μείνεις για άλλη μια φορά μέσα (κομμάτια να γίνει) και θα προσέχεις το παιδί. Το βρήκες! Θα δείτε παρεούλα εκείνη την περιπέτεια που κατέβασες τις προάλλες στο internet. Θα παραγγείλεις και σουβλάκια, τέλεια! Το πολύ πολύ να σας πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Όταν έρθει αργότερα ο άντρας σου, θα βάλει τον μικρό για ύπνο. Που να ξέρεις τώρα εσύ, πώς θα τον πλύνεις και τι πρέπει να κάνεις για να τον κοιμήσεις. Άσε που το πιθανότερο είναι να αρχίσει τα κλάματα μόλις φύγει ο πατέρας του, όπως κάνει τις περισσότερες φορές. Μπαμπάκια το έχει κάνει το παιδί!
Με αυτές τις σκέψεις και σχέδια νιώθεις βαριά τα βλέφαρα και σε παίρνει ο ύπνος. Κάπου από το υπερπέραν ακούς τον άντρα σου να μονολογεί, ενώ αισθάνεσαι ότι πάει πέρα δώθε μέσα στο σαλόνι. Πάλι τα παιχνίδια μαζεύει; Μα αύριο θα είναι πάλι σκόρπια!
Ένα μαξιλάρι προσγειώνεται επάνω σου με δύναμη. Ο γιος σου σε πέτυχε διάνα, ακριβώς στο δόξα πατρί!
– Ξύπνα, μπαμπά! Σε πήρε ο ύπνος και έβλεπες όνειρο… έχασες το γκολ!
Και το΄ λεγα εγώ! Έπρεπε να πάω με τον Μήτσο να δω τον αγώνα. Έχασα και τη μπύρα, έχασα και το γκολ…
Λένα Φίλη
H Λένα Φίλη γεννήθηκε στη χώρα του αμερικανικού ονείρου και επέστρεψε με τους γονείς της στη χώρα του ελληνικού μύθου. Από μικρή απέκτησε μια σχέση αγάπης με τις θετικές επιστήμες αλλά ερωτεύτηκε τις θεωρητικές. Αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα τους, ώσπου ακολουθώντας τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας κόσμησε τον τοίχο του σπιτιού της με ένα δίπλωμα αξιοζήλευτο, που σαν καλός σύζυγος της απέφερε μεν τα ως προς το ζην, αλλά δεν της πρόσφερε τον έρωτα που ελάχιστοι τυχεροί βιώνουν μέσα από τη δουλειά τους. Στα δεύτερα άντα της αποφάσισε να αναζητήσει ξανά το χαμένο πάθος και ας μην συνοδεύεται από κορνιζαρισμένο πτυχίο στον τοίχο.