Τον περίεργο άντρα στη λιμουζίνα τον σκέφτηκε αφού είχε σχεδόν φτάσει στην πόλη. Άφησε άτσαλα το αυτοκίνητο στο πεζοδρόμιο το μισό και μπήκε στην πόρτα κάτω από την φωτεινή πινακίδα. Ευτυχώς ήταν μπαρ. Εδώ θα μπορούσε να ξεχάσει για να ηρεμήσει ίσως.
“Τι σε φέρνει στα μέρη μας;” η κοπέλα ήθελε παραγγελία και την κοίταξε με χαμόγελο ενώ σκούπιζε ταυτόχρονα τον πάγκο βαριεστημένα. Μάλλον από συνήθεια. Αντί για παραγγελία όμως εισέπραξε μια ματιά διερευνητική, κάπως αφηρημένη αλλά αγαπησιάρικη.
-Με το αμάξι ήρθα.
Έδειξε μπερδεμένη με το δάχτυλο προς την γενική κατεύθυνση που είχε παρκάρει. Οι κρεμάστρες στο βάθος έμοιαζαν με πλάτες παιδιών με τα χέρια ψηλά να καλούν τους φίλους τους σε παιχνίδι. Πάντα ήθελε μια κόρη. Ο γιός βέβαια ήταν πολύ θηλυπρεπής αλλά δεν είναι το ίδιο. Σε μερικά μπαρ ξεχνιέσαι με αλκοόλ σε άλλα με κουβέντα και δυο μεγάλα αμυγδαλένια μάτια της κοπέλας που τελικά ήταν μάλλον πιο μεγάλη από ότι την έκανε αρχικά.
“Εννοώ, γιατί εδώ; Δουλειά;”
-Όχι! Όχι δουλειά. Βόλτα βγήκα να ξεσκάσω. Είχα κάτι τρεχάματα με τον πρώην άντρα μου στο νοσοκομείο.
“Δύσκολη φάση. Κι εγώ σοκαρίστηκα πρόσφατα που μπήκε ο πατέρας μου για μικροεπέμβαση κήλης.”
-Δεν τα πάτε καλά;
“Εμείς τα πάμε όπως τα πάμε. Η μάνα μου όμως εμφανίστηκε από το πουθενά μετά από χρόνια που είχα να την δω και δεν έφευγε από το πλευρό του. Με έπιαναν οι νοσοκόμες και μου έλεγαν ότι τέτοια αφοσίωση και αγάπη δεν είχαν ξαναδεί.”
-Α, με τον πρώην δεν έχουμε τέτοια σχέση. Μου είπε πριν πεθάνει ότι με μισεί.
“Ναι, εκεί ήθελα να καταλήξω. Έπιασα μετά τη μάνα μου να την ρωτήσω γιατί τέτοια συμπόνια ξαφνική και γέλασε σα μανιακή. Μου είπε ότι δεν ήταν αγάπη. Είχε έρθει να προσευχηθεί να πεθάνει. Ευχόταν να πάθει ενδονοσοκομειακή λοίμωξη ή επιπλοκές κάθε μέρα. Μου είπε ότι τα έμαθε στο Θιβέτ αυτά. Λέει με αρνητική ενέργεια μπορείς να αρρωστήσεις άνθρωπο.”
-Μάλλον η ίδια αρρώστησε τελικά με τόσο μίσος. Ειδικά τα κορίτσια μεγαλώνουμε με παραμύθια. Έχουν αρχή και τέλος τα παραμύθια, έχουν συμπέρασμα. Η ζωή δεν έχει.
“Τι τα θες; Έχουν πεθάνει κι οι δυο τους τώρα.”
Το είπε έτσι απλά ανακατεύοντας με μακρύ κουτάλι ένα πολύχρωμο κοκτέιλ. Στο κέντρο του έμοιαζε με έμβρυο το σχήμα, μετά το ανακάτεψε λίγο ακόμα και εξαφανίστηκε. Όπως χανόμαστε όταν πεθαίνουμε και μένουν τα παιδιά μας να το λένε σε αγνώστους σε μπαρ χωρίς το παραμικρό συναίσθημα. Στην αντανάκλαση του ποτού λαμπύρισε ο ήλιος καθώς σουρούπωνε. Γύρισε να κοιτάξει τα ψηλά παράθυρα σχεδόν πανικόβλητη. Κι αυτά χρυσά, επιβεβαίωσαν την ώρα. Σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει το κορίτσι στο μπαρ, μπήκε στο στραβοπαρκαρισμένο αυτοκίνητο και έφυγε κυνηγημένη από το ηλιοβασίλεμα.
Ως παντρεμένη έζησε στη φαντασία της κυρίως. Με το παιδί είχε αφήσει τη δουλειά και έλεγε ότι θα ζωγραφίσει. Πάντα ήθελε να αποτυπώσει κάπως το δειλινό. Με τον καιρό όλο και πιο νωρίς πήγαινε στο πατάρι να ετοιμαστεί για τη στιγμή που θα έδυε, να ετοιμάσει υποτίθεται τα πινέλα και τα υλικά. Όλο και πιο νωρίς ανέβαινε, όλο και πιο αργά καθόταν πολύ αφού είχε νυχτώσει. Όλο και λιγότερες πινελιές όμως. Ο πίνακας που θα την έκανε αθάνατη μορφή της τέχνης τελικά την είχε κάνει ζωντανή νεκρή. Η απογοήτευση της μέσης ηλικίας καθώς ο πόθος σκιαγραφούν μια ζωή σα περίγραμμα από μολύβι. Αλλά η ψυχή δεν πιάνεται έτσι. Στις τυχαίες μουντζούρες που δεν έκανε ίσως να την έβρισκε, με χρώματα που νομίζεις ότι δεν θα ταιριάξουν ποτέ. Αλλά φοβόταν, έφτιαξε μια χρυσαφιά κατάθλιψη σε μια ζωή που φαινόταν να τα έχει όλα.
Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι λένε ότι η ευτυχία έχει διαβαθμίσεις. Δεν ξέρουν. Ένα νόστιμο φαγητό το ψήνεις ακριβώς όση ώρα χρειάζεται στο φούρνο. Δεν έχει διαβαθμίσεις. Ή το πέτυχες ή όχι. Με τα ίδια υλικά είναι αριστούργημα ή άψητο ή καμμένο ανάλογα τον χρόνο ψησίματος. Δυο λεπτά πιο λίγα ή πιο πολύ είναι ίσως αποτυχία. Στις ίδιες συνθήκες εγώ είμαι ευτυχισμένος και εσύ αυτοκτονείς. Δεν είναι κλίμακα. Διακόπτης είναι.
Όταν έμεινε μόνη, όταν της πήραν και το παιδί, ξεκίνησε άλλον πίνακα, πολύ μεγάλο και πολύπλοκο. Έβαζε με τόση μανία τη λαδομπογιά που έχασε τον μπούσουλα, αλλεπάλληλες στρώσεις χρώματος και διαφορετικές τεχνικές. Ήθελε να δείξει 17 χρόνια γάμου σε μια εικόνα και το πέτυχε σα φαφλατάς σε ψυχολόγο. Σε αυτόν χανόταν, σε τρία επί πέντε μέτρα καμβά, με σκάλα ανέβαινε όπου χρειαζόταν, ολόκληρος πλανήτης της, αλλά σε αυτόν ήταν πάντα χαρούμενη όταν ζωγράφιζε, πάντα νέα, πάντα με ελπίδα. Δούλευε μόνο νύχτα, την ημέρα κοιμόταν. Έβλεπε στο ημερολόγιο τι ώρα είναι η δύση του ήλιου και έβαζε ξυπνητήρι μισή ώρα μετά.
Έφυγε από το μπαρ στο δειλινό κυνηγημένη από όλες αυτές τις αναμνήσεις, από τον ήλιο που της θύμισε ξαφνικά μια περίοδο της ζωής της χωρίς αυτόν. Οδηγούσε σε ένα δρόμο με σπίτια που όλα θα της άρεσαν να ζήσει, να τα ζωγραφίσει, να κρυφτεί σε άλλους πίνακες καινούργιους. Αλλά γύρισε στο δικό της, έστριψε στον δρόμο της και βέβαια η μαύρη λιμουζίνα ήταν ήδη εκεί. Ο ίδιος καλοστημένος και καλοντυμένος άντρας που την είχε δει στο δάσος. Έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε προς τη μεριά του σωφέρ και του άλλου του συνοδού χωρίς να κοιτάξει αν το έπιασε κανείς. Σα να ήθελε να δείξει ότι δεν είναι οπλισμένος. Αστεία κίνηση, ο άνθρωπος ήταν ολόκληρος φονικό όπλο από την ημέρα που γεννήθηκε. Και οι δικοί του στο αμάξι είχαν μεταξύ τους αρκετά πολεμοφόδια για την άμυνα επαρχιακής κωμόπολης.
“Φύγετε”. Τους το είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε καθότι αυτή είχε ήδη φτάσει δίπλα τους και το παράθυρό της ήταν ανοιχτό. Αλλά ένας άνθρωπος που όλη μέρα γαυγίζει εντολές, δύσκολα μπορεί να αλλάξει. Το κατάλαβε. Προσπάθησε να χαμογελάσει, να δείξει αδυναμία. Την κοίταξε με ειλικρινή ντροπή και παιδιάστικη αμηχανία. Σήκωσε ψηλά τα χέρια σαν να παραδινόταν σε εχθρό και περίμενε. Αν τον ήξερε καλύτερα θα είχε παρατηρήσει το ανεπαίσθητο ρουθούνισμά του, μύρισε σε κλάσμα δευτερολέπτου από το αυτοκίνητο το ίδιο άρωμα που είχε ανιχνεύσει και στο δάσος, την κάπνα του μπαρ, την βροχή, ένα δεύτερο άρωμα που δεν ήταν δικό της, ελάχιστο ιδρώτα και λίγο φόβο. Δεν μύριζε καθόλου σεξ, ούτε γυμναστική, η πρέσα που είχε ισιώσει το πουκάμισό της δεν είχε δεχτεί αρκετή πίεση από σωματικά υγρά για να ξεπεραστεί και να τα απελευθερώσει.
“Τα φιλαράκια σου θα σε περιμένουν λίγο παρακάτω φαντάζομαι, ε;” Έδειξε προς τη λιμουζίνα που έστριβε στο τέλος του δρόμου. Αν ήταν κι αυτή δολοφόνος τώρα θα είχαν τελειώσει όλα, ήταν άοπλος και χωρίς ομάδα υποστήριξης σε εμφανώς μειονεκτική θέση. Ενστικτωδώς έσφιξε τη γροθιά του, όλα τα σενάρια αντίδρασης σε επίθεση πέρασαν από το μυαλό του και φάνηκαν στα μάτια του. Όσο γυάλιζε ο Αχιλλέας την πανοπλία του πριν τη μάχη όμως η Αφροδίτη έκανε μπάνιο αμέριμνη σε γάλα γαϊδούρας. Η Τροία δεν πέφτει με το έτσι θέλω, είναι γραμμένα αυτά. Τον κοίταξε, χαμογέλασε παιχνιδιάρικα.
“Μην αγχώνεσαι. Έχω ζήσει χρόνια σε έναν πίνακα τρία επί πέντε κι έχω δει χειρότερους από εσένα. Θες να ανέβεις για ένα τσάι;”
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι πολυβραβευμένος διεθνώς συγγραφέας και έχει μεγάλο μουστάκι γιατί είναι ΜεξικανοΠόντιος. Ως Πόντιος θα μπορούσε και να μην έχει, αλλά δεν πάει έτσι.