ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ γεγονός στη Λυβέκη, εννοώ η αγορά από το γυμνασιόπαιδο μέσα μου, ειδικά για τους περιπάτους έως την Πύλη Μύλεν ή στις όχθες του Τράβε, του πρώτου ψάθινου καπέλου του. Δεν ήταν ούτε από μαλακή τσόχα, ούτε μπομπέ, αλλά ένα επίπεδο χρυσοκίτρινο ψαθάκι αλαζονικό σαν αγριοσέλινο, το οποίο, πρόσφατα του συρμού, λεγόταν κανοτιέ ή παγιασόν. Ψαθάκια στολισμένα με κορδέλες φορούσαν και οι κυρίες, οι οποίες κατά τα άλλα συνέχισαν πολύ καιρό ακόμη να σφίγγονται στους κορσέδες με τις μπανέλες’ ελάχιστες τολμούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους με αεράτο φαρδύ φόρεμα και δίχως κορσέ, λόγου χάριν περνώντας από το γυμνάσιο Καταρινέουμ και προκαλώντας έτσι τα πειράγματα των μαθητών της τελευταίας τάξης.
Εκείνη την εποχή ήταν πολλοί οι νεωτερισμοί. Παραδείγματος χάριν, το κρατικό ταχυδρομείο κυκλοφόρησε ενιαία γραμματόσημα, δηλαδή για όλη την επικράτεια του Γερμανικού Ράιχ, που απεικόνιζαν την ενσαρκωμένη Γερμανία προφίλ με μεταλλικό στήθος. Και επειδή παντού εξαγγέλλονταν πρόοδοι, πολλοί φέροντες ψαθάκια έδειχναν περιέργεια για την επερχόμενη εποχή. Το δικό μου ψαθάκι έζησε πολλά. Κοιτάζοντας έκθαμβος το πρώτο Ζέππελιν, το είχα σπρώξει πίσω στον αυχένα. Στο καφενείο Νίντερρεγκερ το απίθωσα πάνω στον φρεσκοτυπωμένο τόμο του μυθιστορήματος Μπούντεν- μπροχ που είχε προκαλέσει τόσο σφοδρά το αστικό φρόνημα. Έπειτα ως φοιτητής επισκέφτηκα μαζί του τον Ζωολογικό
Κήπο του Χάγκενμπεκ που μόλις είχε εγκαινιαστεί και, υπό την ομοιόμορφη με των άλλων σκέπη του, είδα μαϊμούδες και καμήλες έξω από κλουβιά, είδα υπεροπτικές καμήλες και μαϊμούδες να κοιτούν με ζήλια εμένα και το ψαθάκι μου.
Φοιτητής το αντάλλαξα κατά λάθος με κάποιου άλλου στην αίθουσα ξιφασκίας, το ξέχασα στο περίπτερο στις όχθες του Άλστερ. Πότε πότε χρειαζόμουν καινούργιο ψαθάκι που το έβγαζα με πλατιά ορμητική χειρονομία ή απλώς νωθρά μπροστά στις κυρίες. Από πολύ νωρίς το έβαζα στραβά όπως ο Μπάστερ Κήτον στα έργα του βωβού κινηματογράφου, μόνο που εμένα τίποτε δεν με έθλιβε, καθετί ήταν αφορμή για γέλια, έτσι ώστε στο Γκέττινγκεν, όπου μετά το δεύτερο εξάμηνο εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο ως διοπτροφόρος, έμοιαζα μάλλον στον Χάρολδ Λόυδ που στα κατοπινά χρόνια, φορώντας το ψαθάκι του, κρεμόταν ψηλά απ’ τον ωροδείκτη και χτυπιόταν κωμικά, σύμφωνα με τις κινηματογραφικές απαιτήσεις.
Όταν γύρισα στο Αμβούργο ήμουν ένας από τους πολλούς φέροντες ψαθάκι που συνωστίζονταν στα εγκαίνια της Σήραγ- γος του Έλβα. Περπατούσαμε βιαστικά από το γραφείο της εμπορικής εταιρείας στις αποθήκες, από το δικαστήριο στο δικηγορικό γραφείο με τα παγιασόν μας και τα κουνούσαμε όταν το μεγαλύτερο πλοίο του κόσμου, το ταχύπλοο ατμόπλοιο Ιμπεράτορ της Βορειοατλαντικής, εγκατέλειπε το λιμάνι για το παρθενικό του ταξίδι.
Είχαμε αρκετές φορές την ευκαιρία να κραδαίνουμε το καπέλο μας. Και έπειτα, όταν αλαμπρατσέτα με τη θυγατέρα ενός πάστορα, που αργότερα παντρεύτηκε κάποιον κτηνίατρο, έκανα περίπατο στην όχθη του Έλβα κοντά στο Μπλανκενέζε – δεν θυμάμαι πια αν ήταν άνοιξη ή καλοκαίρι- μια ριπή ανέμου απήγαγε το ελαφρών βαρών κόσμημα της κεφαλής μου. Κύλησε, άνοιξε πανιά. Έτρεξα πίσω του, μάταια. Το είδα να παρα-σύρεται απ’ το ποτάμι, και ήμουν απαρηγόρητος, παρ’ όλες τις προσπάθειες της Ελίζαμπεθ, του τότε έρωτά μου, να με παρηγορήσει.
Μόνο ως εισηγητής και έπειτα ως πάρεδρος είχα τη δυνατότητα να αγοράζω παγιασόν καλύτερης ποιότητας, αυτά που στην εσωτερική κορδέλα φέρουν εγχάρακτη τη φίρμα του πιλοποιείου. Τα κανοτιέ παρέμειναν του συρμού ώσπου πολλές χιλιάδες φέροντες ψαθάκια σε κωμοπόλεις και μεγαλου- πόλεις -εγώ στο Σβερίν έξω από το ανώτατο δικαστήριο- βρέθηκαν συγκεντρωμένοι γύρω από ένα χωροφύλακα, ο οποίος μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού στη μέση του δρόμου και εν ονόματι της Μεγαλειότητός του μας ανήγγειλε, διαβάζοντας ένα χαρτί, ότι βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση. Τότε πέταξαν πολλοί τα παγιασόν τους στον αέρα, ένιωσαν απελευθερωμένοι απ’ τη ζωή του πολίτη και αντάλλαξαν εθελοντικά —ουκ ολίγοι μάλιστα οριστικά- τα ψαθάκια τους με το φωτεινό κίτρινο χρώμα του αγριοσέλινου με τα γκρίζα κράνη, τα λεγάμενα κράνη με αιχμή.
Απόσπασμα από το βραβευμένο με Νομπέλ βιβλίο του Γ.Γκρας “Ο αιώνας μου” στο κεφάλαιο “1902”