Παραμονές Δεκαπενταύγουστου κάποια καλοκαίρια πριν, είχα αποφασίσει να απολαύσω την άδεια απο τον κόσμο Αθήνα, να κάνω τις βόλτες μου στο κέντρο χωρίς την κίνηση στους δρόμους, ρε αδερφέ.
Χτυπάει το κινητό μου. “Δε φανταζομαι να μείνεις Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο! Θα πάμε στο εξοχικό μου” δηλώνει η κολλητή μου πριν καν την καλημερίσω.
“Ασε με στα τσιμέντα και τον πολιτισμό, που θα με τρέχεις στα κατσάβραχα”
“Οχι θα ‘ρθεις, θα περάσουμε τέλεια, θα… (μετά δεν θυμάμαι τον μισάωρο μονολογό της). Για κάποιο λόγο ήξερα πως θα το μετανοιώσω, αλλά αγνόησα το ένστικτό μου.
Την επομένη, έρχεται περιχαρής με το ξέσκεπο αμάξι και τον αέρα να παραδέρνει την ξανθή της κόμη και με παραλαμβάνει εκ της οικίας μου, μαζί με το θερμός μου για την απαραίτητη δόση καφεϊνης. Με τάραξε στη διαδρομή με τα θερινά άσματα. Απο το “κάποιο καλοκαίρι” του Καλλίρη και την “μελισσούλα” του Μπίγαλη μέχρι τα “καλοκαιρινά ραντεβού”. Κάπου εκει ανάμεσα, με φανταζόμουν στο απέναντι ρεύμα με το σάκο μου και το θερμός μου να κάνω ωτοστόπ για πίσω. Μάλλον την μυρίστηκε τη δουλειά το βλαμμένο και δεν εκανε ούτε μια στάση! Ούτε το σκυλί της δε λυπήθηκε που γκρίνιαζε στριμωγμένο στο κλουβί του ανάμεσα στα πόδια μου στο πάτωμα του καναρινί κάμπριο.
Φτάνουμε βραδάκι στα όρη και στα βουνά που χαν απο κάτω θάλασσα. Πάνω που σωριάστηκα στον καναπέ να ξεπιαστώ και να ξεπιαστει και το σκυλί της, ακούω μια φωνή πάνω απο το κεφάλι μου: “Άντε, σηκω, ετοιμάσου, θα πάμε για φαγητο”
“Το λες στην Ρόξυ, φαντάζομαι” μουρμουράω μέσα απο τα μαύρα μου γυαλια.
Τι το θελα… Με αρχίζει στα “και μέσα θα τη βγάλουμε; Κι εγω που θέλω να σε κυκλοφορήσω, κι εγω που θελω να μην κλειστείς μέσα, και τι θα κάνεις, παρέα με τις νυχτερίδες και τις κουκουβάγιες;”
´Εκανε σαν απελπισμένος γκόμενος που του αρνείσαι ραντεβου. Κι επειδή δεν μπορούσα να βλέπω την κολλητή μου σε ρόλο ικέτη πρίγκιπα στα πόδια του ίδιου της του καναπέ, έκανα την καρδιά μου πέτρα και ετοιμάστηκα.
´Ενα παντελόνι, ενα αθλητικό φανελάκι, φλατ πέδιλο, το τσαντί μου κι όξω απ την πόρτα.
“´Ετοιμη” ακούω απο τη σκάλα.
Γυρνάω και βλέπω ενα μωβ μεγαλοπαρασκευί απόχρωσης. Σε μακρύ φόρεμα. Πανω στην κολλητή μου. Είχε κι αγκράφα πανω, ακαθορίστου σχήματος. Στρέφομαι προς το πρόσωπό της.
Σκέφτομαι και λέω: “μάλλον κοιμόμουν όταν ειπε οτι θα πάμε να παραλάβει Όσκαρ, δεν εξηγειται.”
“Συγγνώμη, miss Guineth, για που το βάλαμε;” ρώτησα. (να μην ρωτήσω;)
“Σε ενα ταβερνάκι που πάω απο μικρή, εχει πολύ ωραία κουζίνα, πειραγμένη”
“Πιο πειραγμένη απο σένα, δεν…” είπα, αλλά εκανε την κουφή.
Παρατήρησα ενα ζόρι που είχε να κατέβει τις σκάλες. Οταν σήκωσε το φόρεμα κατάλαβα γιατί.
“Που πας κουκλίτσα μου στο κατσάβραχο τέρμα Θεού κι Οξαποδώ γωνία με το 15ποντο pip-toe;” ανέκραξα γουρλωματούσα με απελπισία. Γέλαγε κι Ρόξυ που ΄χε πέσει με τα μούτρα στο μπωλ με τις λιχουδιές της. Τυχερο σκυλί. Ενα σπίτι για πάρτη της, το φαΐ της και την ησυχία της.
“Μια φορά είπα κι εγω να ντυθώ και το κάνεις θέμα” είπε.
“Μα μπορεις να ντύνεσαι κάθε απόκριες έτσι, τώρα καλοκαιριάτικο σού ‘ρθε επειδή δεν ντύθηκες φέτος;” Είπα. (Ναι, έτσι της μιλάω αυτηνής, και γενικά στις φίλες μου, δε χαϊδεύω αυτιά)
Δεν μου απαντάει. Τι να πει κι αυτή με μενα που ‘μπλεξε.
Φτάνουμε στο εστιατόριο. Κατεβάινουμε απο το αμάξι. Την βοηθάω να στηριχτεί και να περπατήσει εκεί που ανέβηκε μεχρι να κάτσουμε στο τραπέζι μας.
Και μολις μπαίνουμε, πάει να μου πέσει η τρελλή απο 15 πόντους ύψος. “Ίσωμα” λέω ειρωνικά.
“Ο Χριστός θα με σώσει” λέει με σιγανή φωνή και κοιτάει ευθεία.
Κοιτάω κι εγω, και τι να δω:
Ο Ιησούς απο την Ναζαρετ, την κοπάνησε απο την γνωστή πασχαλινή σειρά μετά την ανάστασή του και πριν τη μαγειρίτσα, και ήρθε να παίξει κιθάρα στο ταβερνάκι των παιδικών της αναμνήσεων…
Την σκουντάω διακριτικά και καθόμαστε, μετά κόπων και βασάνων.
Η ιδιοκτήτρια του εστιατορίου περιποιητικότατη, το τραπέζι γεμάτο με εκλεκτές γεύσεις.
Θαλασσινά για τη miss Guineth, κρεατικά για μένα, το ταπεινό σαρκοφάγο.
Την έχετε ακούσει τη φράση “είδε τον Χριστό φαντάρο”; Εδώ υπήρξε μια αλλαγή αμφίεσης. Δεν τον είδε επιστρατευμένο στη μαμά πατρίδα με κράνος και παραλλαγή, αλλά με κιθάρα και δίσκο.
(Αυτόν με τις μπύρες πάνω, όχι αυτόν με τα ψιλά)
´Ενας νεαρός, γύρω στα 33, με μούσια και μακριά μαλλια, αδύνατος στα όρια του να τον πάρει ο αυγουστιάτικος αέρας.
Κοιτούσε το παράλογο του τραπεζιού μας: Μια τύπισσα που το ‘σκασε απο πρεμιέρα των Καννών, και μια που απολαμβανε αργά την ροζουλοκόκκινη μπριζόλα της και το κρασί της.
Όταν ξανάπιασε την κιθάρα κι άφησε τον δίσκο, η κολλητή μου αποχάζεψε.
Ήταν εμφανέστατο. Της ήρθε πετριά.
“Ξαναβρήκα την πίστη μου” είπε ευτυχώς χαμηλόφωνα, αλλά το γέλιο μου μόνο χαμηλόφωνο δεν βγήκε.
Να μη σας τα πολυλέω, βγήκαμε ραντεβού. Ναι ναι. Και οι τρεις. Και γίναμε 4. Ο Χριστός έφερε και τον αη Γιάννη τον Νηστευτή μαζί του. Ιδιο σκαρί χωρίς τα μούσια και τα μαλλιά. Αναθεμάτιζα την ώρα και τη στιγμή που πήγα τριήμερο κάθε φορά που ο ξάδερφος του Χριστού της φίλης μου άνοιγε το στόμα του.
Φυσικά κάθε βλακεία που ξεστόμιζε, του γύριζε πίσω με το ανάλογο ειρωνικό ύφος.
´Εκανα οτι νυστάζω για να μην τη δείρω επιτόπου, και φύγαμε.
Και εκεί που φτάσαμε σπίτι της και ονειρευόμουν αχαλίνωτες ξάπλες στα δροσερά λευκά σεντόνια μολις είδα το κρεβάτι, μου ‘ρχεται η δικιά σου με 2 κουπες earl gray να το συζητήσουμε!!!
Μετά απο τις άναρθρες κραυγές μου, βρέθηκε έξω απο τον ξενώνα, με δυο κούπες τσάι στο χέρι και μια πόρτα στη μούρη.
Με ξυπνάει το πρωί μεσα στη χαρά να πάμε για μπάνιο.
Τιτίβιζε σαν καρδερίνα.
Είπα να μην της τη σπάσω πρωινιάτικα, μου ‘χε κανει και πρωινό το βλαμμένο.
“Θέλω να σου ζητήσω κάτι” λέει
“Ξινή θα μου βγει η τηγανίτα, το βλέπω” μουρμούρισα μέσα απο την κούπα του καφέ μου.
“Θα σε πειραζε να κάτσεις κι άλλες μέρες μαζι μου;” ειπε χαρωπά πεταριζοντας βλεφαρίδες
“Ναι. Θα με πειραζε.” Της πετάω ξερά. “Θα φυγω με το ΚΤΕΛ, εσύ μείνε στον δρόμο του Χριστού” της είπα και της έκλεισα το μάτι λοξογελώντας.
Πήγαμε για μπάνιο και η ξανθομαλλούσα πετροβολημένη δεν ξεκολούσε απο το κινητό της.
Η επόμενη μέρα κυλησε ήρεμα, με πειραματισμούς στην κουζίνα της, και πολυ girl talk.
´Εφυγα τελικά το βράδυ, η ζουρλή με πηγε στα ΚΤΕΛ και μετά πηγε να τον βρει που θα ταν μόνοι τους…
Στράφι πήγαν οι κουβέντες της προηγούμενης μέρας.
Δεν εδωσα σημασία.
Οταν γύρισε Αθήνα και ειδα το ύφος της μόλις μπήκε σπίτι μου, δεν την ρώτησα τίποτε. Δεν υπήρχε λόγος.
Το μάθημά μας το πήραμε κι οι δυό. Εγώ πως “δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη” αν δεν συμφωνήσουμε κοινή πορεία συμβίωσης και δραστηριότητας στο κελί, κι εκείνη έμαθε πως ο Χριστός ανελήφθη…