Πετάχτηκε πάνω. Ο ιδρώτας που έτρεχε στο πρόσωπο της είχε γίνει σταγόνες που έγλυφε τα μάγουλα της. Έπειτα έπεφτε στα μαξιλάρια και τα λέκιαζε. Η αναπνοή της έβγαινε κοφτή. Σαν κάποιος να την είχε πιάσει από το λαιμό. Κοίταξε γύρω της. Τίποτα.Σκοτάδι.
Έψαξε να βρει το διακόπτη που ήταν πάνω απο το κρεβάτι της για να ανάψει το φως. Μάταια.Τώρα αισθανόταν τον ιδρώτα να τρέχει πιο έντονα. Δεν ήταν πλεον κρύος. Έκαιγε. Έτρεχε πάνω στο κορμί της τσουρουφλίζοντας την.Όχι δεν ονειρευόταν.Ήταν ξύπνια.
Ενστικτωδώς και με το φως ακόμα σβηστό σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Στο χωλ παραπάτησε σε κάτι παπούτσια που είχε πετάξει ατάκτως χθες το βράδυ μπαίνοντας στο σπίτι.
Ο ιδρώτας συνέχιζε να την καίει. Ήταν μια αίσθηση ανευ προηγουμένου. Πόνος και μούδιασμα ταυτόχρονα. Προσπάθησε να σκουπιστεί με τα χέρια ,αλλά ο ιδρώτας σαν πήδακας έβγαινε μέσα από τους πόρους της ακόμα πιο καυτός, ακόμα πιο επίπονος.
Ψάχνει με τα χέρια της το νιπτήρα. Ανοίγει τη βρύση. Το νερό και αυτό καυτό της έκαψε το πρόσωπο. Άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο.
Έπειτα σιωπή. Σηκώνει το κεφάλι της προσπαθώντας να δει το πρόσωπο της.
Ένιωσε λες και όλο το σύμπαν συνομωτούσε να την κάψει και έπειτα να την αφανίσει.
Ο ιδρώτας συνέχιζε να την καίει. Γύρισε στο υπνοδωμάτιο. Ο αέρας μύριζε καμμένο δέρμα.
Ήταν αλήθεια λοιπόν; Καιγόταν.
Ο ιδρώτας σταμάτησε να τρέχει. Κοντοστάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Το λιγοστό φως που ξεπηδούσε μέσα από τις χαραμάδες από το παράθυρο που βρισκόταν δίπλα του,της επέτρεπε να δει το ειδωλο της.
Εκεί ανάμεσα στις σκιές που δημιουργούσαν το φως και το σκοτάδι είδε το είδωλο της.
Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν τρομακτικό.
Το δέρμα της τώρα έφευγε σαν καμμένες φλούδες. Έπεφταν στο πάτωμα και μόλις το ακουμπούσαν μεταμορφωνόταν σε στάχτες. Κοκκαλωμένη και ανύμπορη από το σοκ έβλεπε το δέρμα της να καίγεται και να ξεφλουδίζει.
Ήθελε να κλάψει, να φωνάξει, να τρέξει μακρυά απο αυτό το αποκρουστικο πράγμα που μεταμορφωνόταν..
Δεν τα κατάφερε!
Το δέρμα έπεφτε κάτω κομμάτι- κομμάτι. Τώρα μπορούσε να δει τις αρτηρίες της, το αίμα της, την καρδιά της που χτυπούσε σαν ταμπούρλο…έβλεπε τα πάντα…
Κάθε στιγμή που σιώπησε. Κάθε θυμό που έπνιξε. Κάθε λάθος άνθρωπος που αλώνιζε ελεύθερα στη ζωή της με τη δική της συναίνεση αντί να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές.
Όλα μεταμορφωνόταν σε μια μεγάλη πύρινη μπάλα που με τρομαχτική ταχύτητα κατευθυνόταν πάνω της με απώτερο σκοπό να την καταστρέψουν ή να την κάνουν πιο δυνατή.
Καιγόταν και έλιωνε. Της το προκαλούσαν οι πύρηνες μπάλες που εκπυρσοκροτούσε η δική της ανασφάλεια και επιλεκτική ανισορροπία.
Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα επιφανειακό. Όλο το δέρμα της είχε γίνει στάχτη και κείτονταν στο πάτωμα. Κάπου στα όρια της παράνοιας, της φαντασίας και της πραγματικότητας ανέκτησε τις δυνάμεις της. Έπρεπε να αντισταθεί. Να κάψουν οι φλόγες μόνο την αδύναμη επιφάνεια και να διατηρήσει ατόφια την ψυχή της.
Αν άφηνε αυτό που την έκαιγε να εισχωρήσει πιο μέσα θα της έτρωγε τα σωθικά και θα την αφάνιζε. Η ψυχή της όμως έπρεπε να μείνει ανέγγιχτη. Τη χρειαζόταν για το καινούριο Εγώ της που θα ξαναγεννιόταν μέσα από τις στάχτες της.
Γονατισμένη. Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Μπροστά από έναν καθρέφτη. Κλαίγοντας βρέθηκε να μαζεύει τις στάχτες της. Πονούσε αλλά με πείσμα συνέχιζε.
Τα δάκρυα της ανακατεύτηκαν με τις στάχτες και το πείσμα της.Τότε, η στάχτη άρχισε να στροβιλίζει στο δωμάτιο μέχρι που πήρε μορφή. Τη δική της. Εκείνη εκστασιασμένη σήκωσε τα χέρια της ψηλά και η νέα μορφή σαν φόρεμα ακριβό, απαλά για να μην πονέσει τις πληγές της, την έντυσε και έγινε ένα με αυτή. Κοίταξε τον καθρέφτη. Η δυνατή λάμψη την έκανε να κλείσει τα μάτια της. Έπειτα κενό.
Το επόμενο πρωί τη βρήκε κοιμισμένη στο πάτωμα. Μπροστά στον καθρέφτη. Ένας άνθρωπος είχε ξαναγεννηθεί!
Αν έχεις πείσμα και υπομονή μέσα απο τις στάχτες σου θα ξαναγεννηθείς. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.