Είναι εξίσου φριχτό να είσαι υπερβολικά πλούσιος οσο και υπερβολικά ψηλός. Στην πρώτη περίπτωση δεν βρίσκεις την ευτυχία και στη δεύτερη δεν βρίσκεις κρεβάτι.
KΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ, μιά ‘Αγγλίδα πού δούλευε σε μένα, ή Πάμελα, ήρθε και μου είπε (βρισκόμασταν στη Νότια Γαλλία):
– Κάνε μου μια χάρη. Δεν θα σου στοιχίσει τίποτε. Αν μου κάνεις αύτη τη χάρη, θα πάρω ένα δώρο. Θέλω τόσο πολύ ένα δώρο η, ακριβέστερα, τό έχω ανάγκη. Μόλις έφτασε ό Ούεστμίνστερ. Το γιώτ του είναι στη ράδα έξω από το Μονακό. Θέλει να σε γνωρίσει. Του ύποσχέθηκα, με τό αζημίωτο βέβαια, να σε πάω για δείπνο.
Μου άρεσε αύτη ή εξαιρετικά σπάνια ειλικρίνεια έκ μέρους της, αλλά δεν με άφόπλισε. ‘Ήμουν συνηθισμένη στις γαλιφιές της Πάμελα, ήμουν συνηθισμένη νά βλέπω τις γυναίκες αποκλειστικά και μόνο σάν τέρατα.
– Σε ικετεύω!
– Δεν θά πάω.
Λίγο μετά, μέ τή συνηθισμένη μου δειλία, είχα υποχωρήσει. Ή Πάμελα θά είχε τό δώρο της. Δέχτηκα νά πάω γιά δείπνο την επομένη. Την ιδια μέρα, τηλεγράφημα του Ντιμίτρι άπ’τό Παρίσι, πού μου άνήγ- γελλε την άφιξη του γιά την επομένη. Ακύρωσα φυσικά τό δείπνο. ‘Όταν έφτασε ό Ντιμίτρι, του αφηγούμαι τά καθέκαστα, μπροστά στην Πάμελα.
– Εμένα πολύ θά μου άρεσε νά δώ αύτό τό γιώτ, αν με καλούσαν, λέει ο Ντιμίτρι, με καταπληκτική άνεση.
– Άφου είναι έτσι, θά φροντίσω νά σας καλέσουν, λέει ή Πάμελα, βλέποντας αμέσως ότι θά μπορούσε νά συνδυάσει τά πράγματα.
Δύο ώρες αργότερα, ό Ούεστμίνστερ προσκαλούσε τον μεγάλο δούκα σε δείπνο, τό ίδιο εκείνο βράδυ.
– Ντιμίτρι, κάνεις λάθος… λέω εγώ.
– Γιατί;
– Δεν ξέρω. ‘Αλλά δεν πρέπει νά προκαλεί κανείς τή μοίρα. ‘Έχω τήν αίσθηση πώς θά ήταν καλύτερα νά δειπνήσεις μόνος μαζί μου…
Δέκα χρόνια άπ’ τή ζωή μου τά πέρασα με τον Ούεστμίνστερ. Θά μιλήσω πιο κάτω γιά τό τι ήταν τά χρόνια αύτά. Πρώτα όμως θά σας περιγράψω τον άνθρωπο, γιατί ή μεγαλύτερη χαρά πού μου έδωσε ποτέ ήταν νά τον βλέπω νά ζει. Πρόκειται γιά έναν επιδέξιο κυνηγό πού κρύβεται κάτω από ένα αδέξιο παρουσιαστικό. Πρέπει νά είναι κανείς επιδέξιος γιά νά με κρατήσει δέκα χρόνια. Αύτά τά δέκα χρόνια πέρασαν ζώντας μαζί του πολύ τρυφερά, πολύ φιλικά. Μείναμε φίλοι. Τον αγάπησα, ή πίστευα πώς τον αγαπούσα, πού είναι τό ίδιο. Ό Ούεστμίνστερ είναι ή προσωποποίηση της άβροφροσύνης και της εύγένειας. ‘Ανήκει στα τελευταία δείγματα μιας γενιάς καλοαναθρεμμένων ανθρώπων. Έξαλλου δλοι οι”Αγγλοι είναι καλοαναθρεμ- μένοι, τουλάχιστον μέχρι τό Καλαί.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, ήμουν καλεσμένη για δείπνο στο σπίτι του κυρίου Ζ αν Προυβό, διευθυντή μιας μεγάλης βραδινής εφημερίδας. Επειδή είμαι πολύ ακριβής, έφτασα στο σπίτι του στις 8 και 45, τήν καθορισμένη ώρα. Ό κύριος Προυβό, με τό πρόσχημα δτι είχε πονοκέφαλο, έστησε τούς καλεσμένους του επί δύο ώρες. ‘Έπρεπε να περιμένουμε δλο αύτό τό διάστημα για να καθίσουμε στο τραπέζι. Ό κύριος Προυβό δεν ζήτησε καν συγγνώμη. Τα μαθήματα καλής συμπεριφοράς πού έπαιρνε τότε από μια μικρή κυρία της υψηλής κοινωνίας δεν του είχαν χρησιμεύσει σε τίποτε. Για να είσαι κακοαναθρεμμένος με στύλ, πρέπει πρώτα να έχεις υπάρξει καλοαναθρεμμένος. Αύτή ήταν ή περίπτωση του Ούεστμίνστερ.
Ό Ούεστμίνστερ είναι ή ενσάρκωση τής απλότητας, ό πιο συνεσταλμένος άντρας πού έχω δει ποτέ. Ή συστολή του είναι ή αιδώς των βασιλιάδων, των ατόμων πού λόγω τής θέσης και του πλούτου τους ζουν απομονωμένοι από τήν κοινωνία. Τό γεγονός δτι θεωρείται από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα στήν ‘Αγγλία, τον ενοχλεί’ ξέρει πώς δλοι ξέρουν θά ήταν ώστόσο εξίσου ενοχλημένος αν έπρεπε νά αποδείξει δτι είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ό Ούεστμίνστερ αντιπαθεί αφάνταστα νά γνωρίζει καινούργιους άνθρώπους, αποφεύγει πάση θυσία τό σοκ πού μπορεί νά του προκαλέσει ή πρώτη γνωριμία. Καμιά φορά προσπερνάει τό εμπόδιο κατεβάζοντας ενστικτωδώς τό κεφάλι, και τότε, μόλις ό κίνδυνος περάσει, νιώθει πανευτυχής. Μιά μέρα στο Μπιαρίτς, στήν έξοδο ενός μπάρ, τον βλέπω νά κρατάει με οικειότητα άγκαζέ έναν άντρα, ό όποιος του μιλούσε με φοβερή άνεση.
– Ξέρεις ποιος είναι αύτός ; ρώτησα τον Ούεστμίνστερ όταν ήρθε κοντά μου.
– Ιόεα όεν εχω.
– Είναι ό Πουαρέ, ό μόδιστρος.
– Good fellow! απάντησε ό Ούεστμίνστερ κατευχαριστημένος.
Τήν επομένη ξαναβρήκε τον Πουαρέ στο τέννις, του έκανε χίλιες εύγένειες και ήρθε προς τό μέρος μου, θριαμβολογώντας:
– Ξέρεις, μου λέει, αύτός ό Πουαρέ σου δεν με τρόμαξε καθόλου!
‘Αναφέρω αύτό του τό γνώρισμα, γιατί μοιάζει μ’ εκείνα πού διαβάζουμε σε Απομνημονεύματα ιστορικών προσώπων : θά μπορούσε νά ήταν του Λουδοβίκου του 14ου, του Καρόλου του 6ου ή ενός παιδιοΰ-βασιλια.
Ό Ούεστμίνστερ είναι ή πεμπτουσία της κομψότητας : ποτέ δεν έχει τίποτε καινούργιο* αναγκάστηκα νά πάω νά του αγοράσω παπούτσια, φοράει τά ίδια σακάκια εδώ και εικοσιπέντε χρόνια. Με τίποτε δεν θα -πήγαινε σε ράφτη ούτε θα τον έφερνε σπίτι του. Ό Ούεστμίνστερ έχει δύο γιώτ: μια εφεδρική τορπιλάκατο του Βασιλικού Ναυτικοΰ και ένα ιστιοπλοϊκό με τέσσερα κατάρτια. ‘Όταν βγαίνουμε στή στεριά, δλοι οι καλεσμένοι φοράμε ωραιότατα ναυτικά κασκέτα για να παμε ν’ αγοράσουμε κάρτ ποστάλ στο λιμάνι. Αύτός περιφέρεται μονίμως φορώντας ένα παλιό μαλακό καπέλο.
Ό Ούεστμίνστερ είναι ό πλουσιότερος άνθρωπος της ‘Αγγλίας, ίσως και της Εύρώπης. (Κανένας δεν ξέρει ακριρως, ουτε και ο ιόιος, κυρίως οχι ο ιοιος.) 1 ο λεω πρώτον γιατί, σε τέτοιο βαθμό, ό πλούτος παύει πλέον να είναι χυδαίος, τοποθετείται πέρα από τό φθόνο και παίρνει καταστροφικές διαστάσεις* τό λέω όμως κυρίως γιατί ό πλούτος αύτός καθίστα τον Ούεστμίνστερ τό τελευταίο προϊόν ενός χαμένου πολιτισμού, ένα παλαιοντολογικό αξιοθέατο πού έρχεται και βρίσκει τή θέση του στις αναμνήσεις αύτές. Ό λόρδος Λόντσ- ντεηλ, έπιδεικνύοντάς μου τήν πολυτέλεια του ~Ητον Χώλ, πού ήταν μια από τις κατοικίες του Ούεστμίνστερ, μου έλεγε:
– Αύτά πού βλέπουμε εδώ, όταν ό ιδιοκτήτης δεν θα υπάρχει πιά, τέλος.