Ένα συναισθηματικό κείμενο για την ταινία
«Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη
Δεν ξέρω αν για κάποιον σε αυτό τον κόσμο τα «Φτηνά Τσιγάρα» είναι η αγαπημένη του ταινία. Εξάλλου, δεν πιστεύω στην έννοια της μιας και μοναδικής αγαπημένης ταινίας. Οι ταινίες που βλέπουμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, οι μουσικές που ακούμε, οι θεατρικές παραστάσεις που βιώνουμε, αποτελούν κομμάτια του παζλ της μεγάλης εικόνας. Ένα τέτοιο κομμάτι είναι για τη δική μου μεγάλη εικόνα αυτή η ταινία. Ένα κομμάτι ασύμμετρο, με περίεργες καμπύλες και καθόλου γωνίες, λίγο θολό, λίγο ανάλαφρο, καθόλου περιστασιακό. Ένα κομμάτι εαυτού.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης δεν είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης που έχει περάσει από τον ελληνικό κινηματογράφο, δεν είναι ο καλύτερος ηθοποιός, δεν είναι ο καλύτερος σε τίποτα από αυτά με τα οποία καταπιάστηκε κατά καιρούς. Και δεν είναι λίγα αυτά με τα οποία καταπιάστηκε. Αλλά τι σημασία έχει; Το έργο, από τη στιγμή που δημιουργείται, αποδεσμεύεται από τον δημιουργό του ή τουλάχιστον οφείλει να αποδεσμεύεται. Και για να είμαστε ειλικρινείς, τα «Φτηνά Τσιγάρα» δεν ήταν ποτέ στο ίδιο σώμα με τον δημιουργό τους. Ήταν και είναι με το ένα πόδι κοντά και με το άλλο μακριά του.
Αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή, εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ του (σωτήριου;) έτους 2000. Είναι Νύχτες Πρεμιέρας, ο Κινηματογράφος Απόλλων στην οδό Σταδίου στο Κέντρο της Αθήνας, πριν γίνει παρανάλωμα του πυρός από κάποιους «περαστικούς» μια δεκαετία αργότερα, καλείται να σηκώσει στα θεμέλιά του όλη τη φιλοδοξία ενός νέου που έχει πολύ συγκριμένα όνειρα και πιστεύει ότι έχει βρει το σωστό timing να τα πραγματοποιήσει. Φευ.
«Συνέβη στον Απόλλωνα. Ήμουν σίγουρος ότι θα αποθεωθώ, είχα έναν αέρα, ήμουν νέος 29 στα 30. Στη διάρκεια της προβολής η αίθουσα άδειασε. Το ότι η αίθουσα είχε αδειάσει και στην ταινία του Ταρκόφκσι δεν με παρηγόρησε καθόλου. Στο τέλος, έμειναν τέσσερα άτομα, χειροκρότησαν οι δύο, ο ένας τού είπε να φύγουν, ο άλλος έφυγε. Όμως, ο κύριος Γιώργος, που ήταν ο προβολατζής, ήρθε, μου έκανε μια θερμή χειραψία και μου είπε συγχαρητήρια. Τα χρόνια περάσανε. Από την ταινία αυτό που κρατάω είναι τα voice over, τους μονολόγους της αρχής». Τάδε έφη Ρένος, μισομεθυσμένος και συνεπαρμένος από τη δύναμη του παρελθόντος, μια βραδιά που θέλησε να παραστήσει τον τραγουδιστή εαυτό του, μαζί με τον αφηγητή, ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο πατάρι του Ιανού, λίγα μέτρα παραδίπλα από το καπνισμένο κι ετοιμόρροπο Απόλλωνα.
Η εναρκτήρια πρόζα, έκτοτε, έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, σε διάφορες παραλλαγές προσαρμοσμένες στην περίσταση. Από ποιους; Κυρίως από μια κλίμακα ηλικιών που ήρθαν και τη βρήκαν στην κόψη της νεότητας με την πραγματική ενηλικίωση. Από τη γενιά που ανακάλυψε την ταινία μέσα από το διαδίκτυο. Από τη δική μου γενιά.
Για πολλά χρόνια, τα «Φτηνά Τσιγάρα» ήταν εξαφανισμένα. Και με το δίκιο τους. Η εμπορική αποτυχία ήταν τέτοια, που οδήγησαν τον σκηνοθέτη τους, χωρίς υπερβολή, να τα μισήσει. «Ήταν η ταινία που μίσησα περισσότερο απ’ όλες. Ήταν το τέλος μου», έχει παραδεχτεί. Το υλικό όμως ήταν εκεί κατά τη διάρκεια των χρόνων, κρυμμένο κυρίως σε κάτι φτηνιάρικες βιντεοκασέτες τύπου VHS, μέχρι να ψηφιοποιηθεί και να ανέβει ως torrent σε διάφορα sites. Εκεί το βρήκα κι εγώ και τόσοι άλλοι που μετέδωσαν διακριτικά το μήνυμα της παρουσίας τους, μέσα από τη νεοσύστατη τότε μπλογκόσφαιρα, τα λογοτεχνικά και πάσης φύσεως fora, τα προσωπικά μας ηλεκτρονικά σημειωματάρια, τα ξενύχτια μας στις πλατφόρμες ανταλλαγής νυχτερινών μηνυμάτων τύπου MSN. Από εκεί πέρασε και στο YouTube. Η επαναφορά της ταινίας είχε σιγά-σιγά αρχίσει να συντελείται, με αποτέλεσμα σήμερα να μετράει κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες προβολές. Η ταινία, αποτελεί πλέον, όπως σωστά έχει γραφτεί στο παρελθόν, σημείο αναφοράς στην αστική pop κουλτούρα της Αθήνας.
Όσο για την πρόζα:
«Θα ήθελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη, σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα να αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές. Όταν έχω αυτόν τον ξαφνικό πόθο να πετάξω, και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβω μες στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια… Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζα φτηνά τσιγάρα».
Τον Αύγουστο του 2014, η ταινία ανέβηκε για μια «επετειακή» προβολή στο Σινέ Παρί, κάτω από την Ακρόπολη. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης χαρακτήρισε αυτή την προβολή ως μια αναμέτρηση. «Θα ‘ναι σίγουρα ένα ραντεβού με μια παλιά αγάπη, που έχεις να τη δεις πάρα πολλά χρόνια και δεν ξέρεις πώς έχει εξελιχθεί. Θα ‘ναι κι ένα σοκ να βλέπω τον εαυτό μου, 43 χρονών σήμερα, 29 χρονών στην οθόνη. Και θα ‘ναι κι αυτή η νοσταλγία μιας εποχής που έφυγε. Καθυστερημένη δικαίωση όμως, όχι. Δεν μπορεί να καταγραφεί δικαίωση γι’ αυτήν την ταινία, η ταινία κινείται πια στον αστικό μύθο. Και πώς αποδεικνύεται η αγάπη; Ακόμη κι οι χειρότερες ταινίες έχουν κάποιους που τις αγαπάνε. Δυστυχώς, δεν μπορεί να μετρηθεί αυτό στον κινηματογράφο. Ξέρεις ποια είναι η δικαίωσή μου; Να γυρνάω τέσσερεις η ώρα το πρωί απ’ το Μοναστηράκι και να βλέπω ερωτευμένα ζευγαράκια στο δρόμο, να γυρνάνε και να μου λένε, Ρένο, σ’ ευχαριστούμε για την ταινία. Τα άλλα δεν με αφορούν».
Τα «Φτηνά Τσιγάρα» έχουν κάτι μαγικό. Κάτι πέρα από την ιδιότητά τους να εξαφανίζονται και να εμφανίζονται στο συλλογικό υποσυνείδητο της αστικής μας υπόστασης (τουλάχιστον όσων ζήσαμε την βραδινή, αυγουστιάτικη Αθήνα σε βάθος κι επιφάνεια) τόσο ξαφνικά και ήσυχα, ενεργοποιώντας μηχανισμούς που ούτε οι ίδιοι ξέραμε ότι είχαμε. Νυχτερινοί περίπατοι στα άδεια πεζοδρόμια, μπες-βγες σε εμπορικές στοές χαμένες μέσα στα αστικά τετράγωνα, ραντεβού που κλείστηκαν με χαμόγελα ή και χωρίς, μα πάντα με εκείνη την αίσθηση της σκηνοθεσίας πάνω από τα κεφάλια μας, χορευτικές φιγούρες με πιασίματα από τους καρπούς και τα δάχτυλα, τσιγάρα που ανάψανε και σβήσανε εκατοντάδες φορές κατά τη διάρκεια εκείνων των πολύπλοκων διαδρομών στο Κέντρο της πόλης. Υποσχέσεις και βλέμματα ξεσηκωμένα από το πανί και το γυαλί, ατάκες και χιούμορ στην κόψη της ευφυΐας, υποσχέσεις αβίαστες χωρίς κανένα κόστος, λόγια, λόγια, λόγια.
Με την ταινία κάποιοι αγαπήσαμε την αυγουστιάτικη Αθήνα, αλλά και την Αθήνα ολόκληρη, την πόλη που μοιάζει να σε καταπίνει την ημέρα και να σε επικαλείται τη νύχτα για να πει την ιστορία της. Αυτό τον ζωντανό οργανισμό που ανασαίνει μέσα από εσένα και σε κάνει να ανασαίνεις μέσα από αυτόν. Ακρόπολη, Ακαδημίας, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Ζόναρς (όπως ήταν τότε), Στοά Ορφέως, υπόγειες διαβάσεις, Λυκαβηττός, τρόλεϊ. Αυτά είναι κάποια από τα σημεία που αγγίζει ο Ρένος Χαραλαμπίδης με την παράξενη, εσωστρεφή μα τόσο τρυφερή αφήγησή του στα «Φτηνά Τσιγάρα», προσφέροντάς μας απλόχερα μιαν υπόσχεση επιστροφής σε εκείνα που πράξαμε υπό το γλυκό φως μιας ενστικτώδους αισιοδοξίας. Προσφέροντάς μας έστω και για λίγο την πολυτέλεια να ζήσουμε χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, σαν τον ήρωα της ταινίας, περιμένοντας να συμβεί κάτι στην καρδιά της πόλης. Προσφέροντάς μας το άλλοθι να επιστρέψουμε στους παιδικούς μας έρωτες, ακόμα κι αν αυτοί είναι πηγμένοι στο λίπος, και να ανατρέψουμε όλα τα προγνωστικά και τις εκτιμήσεις της ζωής από το πουθενά. Εξάλλου, όλοι έχουμε ανάγκη να νιώθουμε ότι κάτι συμβαίνει, ειδικά όταν δεν συμβαίνει τίποτα, είτε καπνίζουμε, είτε δεν καπνίζουμε φτηνά τσιγάρα.
(*Πρώτη δημοσίευση Ηδύφωνο)
ΥΓ: Το καφέ της ταινίας, μου είπε ο Ρένος, ήταν στην οδό Καλλιδρομίου 55. Ήταν το μαγαζί το Άσιμου, τώρα δεν είναι τίποτα.