

Και ξαφνικά, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο.

αναρωτήθηκε αν θα την έβλεπε ποτέ ξανά.

Ότι ήταν δυο απόλυτα ταιριαστοί κύκλοι που κυλούσαν παράλληλα το ένα με το άλλο.
Καταδικασμένοι, όπως φαίνονταν, να ακολουθούν και ποτέ τους να συναντηθούν.

Τι να κάνει τώρα;
Τι να σκέφτεται τώρα;
Οι ερωτήσεις μαζεύονταν επάνω σε ερωτήσεις που γεννούσαν κι άλλες ερωτήσεις μετά απ αυτό.
Και έμενε πάντα αυτή η ακλόνητη αίσθηση ότι αυτή βρισκόταν κάπου, κάπου εκεί έξω, μόλις στην επόμενη γωνία…τρείς χτύπους της καρδιάς απόσταση.
Τόσο κοντά όσο το απαλό άγγιγμα της άκρης ενος δαχτύλου μα τόσο μακριά όσο η απόσταση ανάμεσα σε δύο εντελώς αντίθετα.

Μερικές φορές δεν έχει σημασία ένα αίσιο τέλος, μερικές φορές έχει σημασία η ιστορία σαν ιστορία και οι στιγμές που ζείς στην διαδρομή.
Ίσως το καλοκαίρι δεν είναι μόνο μια σειρά απο μήνες σε ένα έτος, ή ατελείωτες παραλίες και κρυστάλλινα νερά.
Ίσως είναι κάτι μεγαλύτερο απο το σύνολο των στιγμών του – τα βράδια που ξενυχτάμε όλο το βράδυ επειδή έχουμε τόσα πολλά να πούμε ή όταν τα έχουμε πει όλα και αντί αυτού καθόμαστε μαζί στην απόλυτη σιωπή και απλά κοιτάμε την θάλασσα μαζί.
Ίσως το καλοκαίρι να βρίσκεται μέσα μας.
Ίσως το να αγαπάς είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό ρήμα.
Ίσως.

Πόσο περιέργο που δύο άγνωστοι μπορούσαν να πούνε περισσότερα σε μια στιγμή απ’ ότι λένε άλλοι στην διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, χώρις καν να μιλήσουνε;
Πόσο υπέροχο είναι το γεγονός ότι η ζωή μπορεί να μετρηθεί απο τις πόσες στιγμές σου κόπηκε η ανάσα;
Πόσο τυχερός είμαι, σκέφτηκε, ότι αυτή ζεί για την συγκίνηση του πρώτου μας φιλιού;

Δεν ξέρει. Διότι πλέον τίποτα δεν είναι πια σίγουρο.
Μα της απαντάει:
– Ότι κι αν γίνει, θα το αντιμετωπίσουμε μαζί.

– Που πηγαίνεις;
– Μακριά.
– Για πόσο καιρό;
– Δεν ξέρω, της απάντησε.
– Αλλά το καλοκαίρι θα ‘ρθεί;
Την κοίταξε και δεν μπορούσε να καταλάβει αν η καρδιά του έλιωνε ή ράγιζε.
– Ναι. Το καλοκαίρι θα ‘ρθεί. Έστριψε να φύγει.
– Μα θα με αγαπάς για πάντα, έτσι; του φώναξε.
– Ναι.
– Και η βροχή δεν πρόκειται να τ’ αλλάξει αυτο;
– Όχι.
Τον έβλεπε να φεύγει, περπατούσε αργά και σταθερά. Η βροχή σα να άρχισε να πέφτει πιο βαρια, η μέρα σα να έγινε πιο μουντή, το βράδυ που ερχόταν φαινόταν σαν να έκανε άξαφνα περισσότερο κρύο απο χθές.
Ο καθένας ευχόταν σιωπηλά ότι ο άλλος θα έβγαζε μια κραυγή:
– Στάσου! Περίμενε! Σε παρακαλώ! Γύρνα πίσω!
Μα οι φωνές τους είχαν χαθεί, πνίγηκαν μέσα στο συναίσθημα, στην σύγχηση.
Της ήρθε η ανάμνηση του τελευταίο τους φιλιού του καλοκαιριού.
– Θα σε βρώ ξανά… της είχε ψιθυρίσει. Αλλά όχι ακόμα…
Παγωμένες σταγόνες βροχής έπεφταν επάνω σε ζεστά δάκρυα.
Το επόμενο πρωί ξημέρωσε Φθινόπωρο.
ΤΕΛΟΣ.