Μακάρι να ήταν η πρώτη φορά.
Μένουμε δήθεν κατάπληκτοι με την αγριότητα που κρύβει μέσα του ο καθένας μας, ξανά και ξανά. Τώρα είναι η είδηση με τον γείτονα που ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου το κουτάβι, το πήρε λέει για “να γουστάρουμε το καλοκαίρι”, τον άκουσα με τα αυτιά μου στο βίντεο και όχι δε θα κάνω τον κόπο να βάλω λινκ. Σιχάθηκα. Είδα και το άλλο με τις φωνές από το ζωντανό και τους ήχους από τα κτυπήματα. Εκανα την ίδια ερώτηση που ακούγεται από τη φωνή της γυναίκας που κατήγγειλε το περιστατικό:
“Μα κανένας από τους γείτονες δεν ακούει τίποτα; Κανείς δεν συγκινείται.”
Οχι, κανείς σου, απαντώ και σε ευχαριστώ επίσης που υπάρχεις γιατί τελευταία πίστευα ότι ήμουν γραφικός.
Δεν είναι τίποτα δα καινούριο πράμα αυτή η συνένοχη σιωπή της γειτονιάς στο όνομα των καλών σχέσεων, του σιγά μη βάλω μπελάδες στο κεφάλι μου. Μόνο τα τοπωνύμια αλλάζουν. 10 εκατομμύρια μουγκοί.
Εμείς θέλουμε να είμαστε υποκριτές και οι συνένοχοι σε ατελείωτες παραβάσεις.
Είναι μαγκιά να περνάς με κόκκινο, να βάζεις σημάδι τους όσους πεζούς χρησιμοποιούν τις διαβάσεις, να σανιδώνεις το πειραγμένο Ιμπίθα ή το χαμηλωμένο Γκολφ σε κατοικημένες περιοχές. Να τελικιάζεις το μοτόρι σε κόντρες στο ίσωμα, 100 μέτρα δρόμος όλος κι όλος. Να ταΐζεις την σκόνη σου σε απαθείς-παρολίγον θύματα και αφού τη γλυτώσαμε κάνουμε το σταυρό μας. Δυο δάχτυλα από τον κώλο μας κι ας είναι στης αδελφής μας κι ύστερα βούβα.
Εμείς κάνουμε τα στραβά μάτια.
Ελα μωρέ τώρα, σιγά τις πολεοδομικές παρανομίες του γείτονα, νταξ μωρέ 2 δωμάτια σήκωσε ο άνθρωπος, έχει μεγαλώσει η οικογένεια και δε χωράνε. Κι αυτός όμως ξηγιέται όμορφα, παρκάρω την κούρσα κάτω από το σπίτι μου, χώρο δεν έχει παρά μόνο πάνω στο πεζοδρόμιο ακριβώς απάνω στη ράμπα για τα ΑΜΕΑ, τσιμουδιά δεν ακούστηκε. Να βολευόμαστε είναι το θέμα, να έρθει το καλοκαίρι να γουστάρουμε με τα τσίπουρα, τα σουβλάκια στα κάρβουνα να ευωδιάσει ο τόπος, με τη μουσική στο τέρμα να ευφρανθούν όλοι στο τετράγωνο.
Εμείς είμαστε ο καλός ο γείτονας.
Αυτός που αύριο θα βγει απορημένος στα κανάλια να δηλώσει την κατάπληξή του για το καλό γειτονόπουλο και το ξύλο που έριχνε στη γυναίκα του καθημερινά. Κανείς δεν άνοιξε την πόρτα του όταν έτρεχε να γλυτώσει. Ωσπου μια μέρα, το παράκανε κι αυτός, την σκότωσε. Ολα κι όλα, στις υποθέσεις των άλλων δε χώνουμε τη μύτη μας. Οι τοίχοι των διαμερισμάτων έχουν την τέλεια ηχομόνωση όλοι το ξέρουμε αυτό και έτσι ποτέ και κανείς δεν ακούει τίποτα, εκτός βέβαια από τον μοιραίο πυροβολισμό κι αυτόν τις μισές φορές, αφού έρθει η αστυνομία.
Ενα κωλόσκυλο ήταν, υπερβολικοί όπως πάντα.
Υπερβολή ήταν για την Ελένη στο Κωσταλέξι, 30 χρόνια στο μπουντρούμι και δεν την αναζήτησε κανείς. Μεγαλοποίηση ο Αλεξ στη Βέροια, απλά διαγράφηκε η ύπαρξή του από 60.000 κατοίκους που φοβούνται μη χάσουν την ησυχία τους για το παιδί μιας ξένης.
Κλείνω με το τίτλο που αρχικά σκεφτόμουν να χρησιμοποιήσω:
“Δείξε μου τους γείτονές σου να σου πω τι είσαι” και προσθέτω την αηδία μου για αυτό στο οποίο συνυπάρχω.
Φωτογραφία: I scare myself
© P H I L • M c K A Y