Τη Μελίνα Μερκούρη τη γνώρισα από κοντά ανάμεσα στα αντίσκηνα του ‘74. Παρούσα στις συμφορές, και δη των γυναικών, ήρθε στην Κύπρο ένα χρόνο μετά το κακό, να επισκεφθεί τους προσφυγικούς καταυλισμούς, να δει τους απλούς ανθρώπους, που είχαν αφήσει κάπου την καρδιά τους και σύρθηκαν στο νότο. Να μιλήσει, να ενθαρρύνει, να μετέχει, να πιει ένα καφεδάκι περίλυπης χαράς, να χαϊδέψει ένα παιδικό κεφάλι.
Μπήκε μέσα στο σπίτι – τσαντίρι κάποιας οικογένειας από την Καρπασία και κάθισε μαζί τους, ν’ ακούσει την ιστορία του ξεριζωμού τους. Που δεν ήταν χωρίς απώλειες. Μετρούσαν συγγενείς χαμένους και στρατιώτες νεκρούς.
Να σε φιλέψουμε κάτι δικό μας. Ό,τι μας βρίσκεται. Η νοικοκυρά του αντίσκηνου, πήρε κάτι ξυλαράκια από δέντρα τριγύρω και άναψε μια μικρή εστία. Έβαλε αλεύρι σε μια κούπα και λίγο βούτυρο. Ζύμωσε και έφτιαξε μια πίτα. Την έψησε και τη σέρβιρε στη Μελίνα.
Κανονικά τρώγεται με μέλι, κρίμα που δεν έχουμε ούτε μια κουταλιά να σας βάλουμε. Η Μελίνα όμως δήλωσε ότι ήταν η πιο γευστική πίτα που έφαε ποτέ. Με μέλι της καρδιάς αλειμμένη.
Οι άνθρωποι το τίποτε το μελώνουν και το κάνουν ένα μικρό θαύμα.
Δε θυμάμαι άλλο πρόσωπο πιο λαμπερό να έχω ξαναδεί, όσο εκείνο της Μελίνας. Και τόσο εκφραστικό… Έπαιρνε λες τη θλίψη του κόσμου και την περνούσε στα μάτια της. Γέμιζαν δάκρυα και άπειρη πικράδα.
Ο Ερυθρός Σταυρός χρειαζόταν χέρια. Ήμουν μόνο δεκαεφτά χρονών, μικρή για να ενταχθώ ως οργανωμένο μέλος, αλλά αρκετά μεγάλη για να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του χάους. Με έβαλαν στο διαχωρισμό των ρούχων που έφθαναν από την Ελλάδα. Ξεχωρίζαμε ποια ήταν για άντρες, ποια για γυναίκες, τα ολοκαίνουρια από τα φορεμένα, τα παιδικά, τα βρεφικά, τα γεροντίστικα. Έκλαιγα όταν έβρισκα μέσα σε τσέπες σακακιών ένα εκατοστάρικο μαζί με μια σημείωση με τα στοιχεία του αποστολέα. Διάβαζα το χωριό, το νομό, άγνωστα ακόμα για μένα και πήγαινα στο σπίτι να δω το χάρτη της Ελλάδας, να βρω από πού ακριβώς είχε έρθει το παντελόνι, το παλτό, το κοστούμι.
Μια μέρα, μας ανήγγειλαν ότι θα είχαμε την τιμή να μας επισκεφτεί η Μελίνα Μερκούρη και κάποια μέλη θα έπρεπε να την συνοδέψουν στους πρόσφυγες… Πετάχτηκα σαν ελατήριο. «Εγώ θα πάω οπωσδήποτε.» Η διευθύντρια δέχτηκε με ευχαρίστηση και έτσι έγινα μια από τις γυναίκες της συνοδείας εκείνης στους χωμάτινους θλιβερούς καταυλισμούς…
Βγαίνοντας από το αντίσκηνο, η Μελίνα φίλησε όλους με αγάπη και ζεστή αγκαλιά. Μόλις βρέθηκε έξω, είδε κάτι που την ενθουσίασε. Δίπλα από το αντίσκηνο είχαν φυτέψει ένα βασιλικό. Ακριβώς έξω από τη στημένη τέντα, το πρόχειρο σπίτι, την αβέβαιη ζωή…
Έσκυψε και έτριψε με το χέρι της τα φύλλα του. Με κοίταξε καθώς μύριζε με βαθιά ανάσα τα δάχτυλα με το άγγιγμα του βασιλικού…
“Αυτό είναι το άρωμα της Κύπρου!.. Η ψυχή της, κορίτσι μου…” Το είπε σαν να βρισκόταν σε αρχαίο θέατρο και έπαιζε ένα σπουδαίο ρόλο, φθάνοντας στην τραγική ειρωνεία. Και συνέχισε: “Άνθρωποι που έχασαν τα πάντα, που δεν έχουν ούτε νερό να πιουν, αντί να μοιρολογούν, φυτεύουν βασιλικούς σε προσωρινή γη…”
Και ο Θεός έβλεπε την ελπίδα των ανθρώπων και της έστελνε ένα φως για να λάμψει και να δυναμώσει, μη χαθεί μέσα στα σκοτεινά υφασμάτινα δωμάτια…
Οι γυναίκες έκλαιγαν καθώς αποχαιρετούσαν τη Μελίνα. Τη δική τους φιλενάδα. Σαν να είχε έρθει η Ελλάδα όλη εδώ. Να μετακινήθηκε προς την ανατολή και να κόλλησε πάνω στην Κύπρο, να τη στηρίξει, να μη βουλιάξει.
Καθώς της έσφιγγα το χέρι τη ρώτησα: “Πότε θα ξανάρθετε;..”
Με κοίταξε για λίγο μέσα σε μια σιωπή πολύτιμη και μετά μου είπε: “ Όταν πια οι γυναίκες θα ζυμώνουν τις πίτες στο δικό τους σπίτι και θα φυτεύουν βασιλικούς στο δικό τους κήπο…”
Ήταν μια μυρωδάτη Πέμπτη, 3 του Μάρτη 1994, όταν ο ταχυδρόμος μου έφερε ένα φάκελο. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που διαβαίναμε τα αντίσκηνα στη σειρά με τη Μελίνα.
Η επιστολή είχε αποστολέα τον Ερυθρό Σταυρό. Αλλά το περιεχόμενό του με ταρακούνησε. Ήταν ένα ποίημα όλο κι όλο, που αναφερόταν στις ελπίδες του κόσμου, μέσα στην καταστροφή ενός πολέμου. Ανάμεσα σε άλλα έλεγε:
“Την ελπίδα την κάνεις μια πίτα, με δυο ξυλάκια την ψήνεις και την κοινωνάς… Την ελπίδα την κάνεις βασιλικό, με δυο στάξεις νερό, την ποτίζεις και σε μεθά… Γιατί τι είναι η ελπίδα; Ένα τίποτε, που το αναπλάθεις μαστόρικα σαν φρέσκο πρωινό… Μια αναλαμπή πριν χαθεί το φως του ήλιου από τη ζωή μας…”
Ήταν ένα ποίημα, χωρίς υπογραφή… Αφιερωμένο σε μένα… Τρεις μέρες μετά πληροφορήθηκα το θάνατο της Μελίνας.
Κατερίνα Μαυρομμάτη. 15.1. 2014