Τα δειλινά η αυλή μας μύριζε γιασεμί… Ένα μεθυστικό άρωμα που έκανε τις καρδιές να παίρνουν μια χαρά… Η μαμά μου είχε την αγαπημένη συνήθεια να κόβει τα κλειστά ανθάκια και να τα περνά με λεπτό βελόνι σε μια κλωστούλα που την έδινε στις άκρες, ώστε μόλις άνοιγαν τα γιασεμιά γινόταν σαν ένα λουλούδι, απίστευτα όμορφο στολίδι για το πέτο, να μυρίζει και να ανασταίνεται η ψυχή του ανθρώπου. Μαζεύαμε κάθε απόγευμα από τις γιασεμιές μας όλα τα μπουμπουκάκια, τα διαλέγαμε ανάλογα με το μέγεθος και τα περνούσαμε με περισσή υπομονή, ώστε όταν άνοιγαν να μοιάζουν με μια μεγάλη γαρδένια, που μπορούσες να τη χαρείς για μερικές μέρες… Φτιάχναμε συνήθως τρία, ένα για την καθεμιά μας, αλλά η μαμά μου το δικό της, πάντα έβρισκε κάποια περαστική να της το χαρίσει… Η αδερφή μου κι εγώ διαλέγαμε τα καλύτερα και τα βάζαμε στο μαξιλάρι μας, για να’ χουμε μυρωδάτη νύχτα και να κάνουμε μεθυστικά όνειρα!
Εκείνο το ζεστό απόγευμα, η μαμά μου, μόλις είδε τον Περικλή να περνά από το δρόμο μας, του φώναξε: “ ΄Ελα αγόρι μου να το δώσεις αυτό στη μαμά σου…” Ήταν φίλες από τα παλιά αγαπημένες και θα της έδινε μεγάλη ευχαρίστηση ένα τέτοιο δώρο.
Ο Περικλής όμως δεν το πήγε στη μαμά του. Στήθηκε έξω από το σινεμά μας και περίμενε τους πρώτους πελάτες. Εγγλέζοι συνήθως, που έκαναν ουρά για το εισιτήριο, κρατώντας υπό μάλης το μαξιλαράκι για τις ψάθινες καρέκλες που τόσο αντιπαθούσαν. Μάλλον την ιδέα ο Περικλής θα την έκλεψε από μια ταινία ελληνική που είδαμε πρόσφατα και έκλαψαν ακόμα και οι γάτες του σινεμά. “Της μιας δραχμής τα γιασεμιά”, με λυπητερή μουσική του Αττίκ. Όταν μια εγγλέζα ρώτησε τον Περικλή πόσο κάνει, εκείνος δεν ήξερε τι να πει, δίσταζε, οπότε εκείνη έβγαλε από το πορτοφόλι της ένα ολόκληρο σελίνι και του το έδωσε.
Το άλλο πρωί ο Περικλής ήταν έξω από το μπακάλικο της γειτονιάς μας, περιμένοντας ν’ ανοίξει. Πήρε μισή οκά ρύζι, μια κονσέρβα κορν μπηφ, μια χούφτα ελιές και ένα καρβέλι αχνιστό. Η μάνα του χάρηκε, γιατί κανείς στο σπίτι δε δούλευε, μόνο αν τους φώναζαν για κάποια ευκαιριακή δουλειά.
Όταν η μαμά μου είδε που η νοικάρισσα μας η Πάμελα, είχε ένα ματσάκι γιασεμιά σαν τα δικά μας περασμένο στο λαιμό της, κάτι ψιλιάστηκε. Η αποκάλυψη έγινε και ο Περικλής εν μέσω κλαυθμών παραδέχτηκε ότι το πούλησε σε μια εγγλέζα γιατί τα τρόφιμα ήταν καλύτερο δώρο για τη μητέρα του, παρά ένα γιασεμί όσο κι αν τα λάτρευε.
Εμείς αρχίσαμε αμέσως δουλειά… Περνάγαμε τέσσερα με πέντε μπουκετάκια κάθε δείλι, προσέχαμε καθώς τα τρυπάγαμε μην πάει χαμένο ούτε ένα ανθάκι και παραδίδαμε τις όμορφες αρωματικές δημιουργίες μας στον Περικλή. Μόλις άνοιγε το ταμείο του σινεμά και η ουρά σχηματιζόταν, να προεξέχουν τα μαξιλαράκια στην αγκαλιά τους, οι εγγλέζες αγόραζαν ευθύς τα γιασεμιά του Περικλή. Και το επόμενο πρωί κατευθείαν στον μπακάλη να ψωνίζει για το μενού της ημέρας. Κι εμείς είχαμε διπλή χαρά που του χαρίζαμε τα γιασεμιά μας, αφού από αυτά μπορούσε να συντηρηθεί ολόκληρη οικογένεια…
Αλλά στη μέση του Καλοκαιριού, έγινε κάτι που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε. Ήταν μια Πέμπτη όταν ανοίγοντας το γραμματοκιβώτιό μας για να δούμε για επιστολές, βρήκαμε μέσα γιασεμιά περασμένα στην κλωστή, σαν τα δικά μας. Δε δώσαμε και πολλή σημασία, αλλά αυτό έγινε και τις επόμενες μέρες. Κάθε πρωί πια, υπήρχε μέσα στο κουτί μας ένα γιασεμί που έκανε τα γράμματά μας να μυρίζουν τόσο αλλιώτικα. Η μαμά μου επέμενε ότι ήταν από τα δικά μας, αυτά που δίνουμε στον Περικλή.
Για να λυθεί το μυστήριο των γιασεμιών, σκεφτήκαμε να βάζουμε κάθε μέρα και ένα διαφορετικό χρώμα κλωστής. Αρχίσαμε από το λιλά και περάσαμε και τα πέντε ματσάκια με την ίδια κλωστή. Το άλλο πρωί στο κιβώτιό μας, τα γιασεμιά ήταν περασμένα με λιλά κλωστή. Κάναμε το ίδιο και με το κόκκινο, το κίτρινο και το πορτοκαλί. Άρα τα γιασεμιά που μας έβαζαν, κάποιος τα αγόραζε από τον Περικλή. Ποιός όμως; Και γιατί τα έβαζε εκεί μέσα; Ο νους μας πήγε στην Πάμελα. Για την εγγλέζα μας θα τα έριχνε εκεί κάποιος κρυφός θαυμαστής της…
Τα χρόνια έφυγαν, ο Περικλής άλλαξε γειτονιά, οι Εγγλέζοι πήραν πόδι από την Κύπρο, αφήνοντας πίσω τους κάποιες συνήθειες που τις υιοθετήσαμε εμείς πάραυτα…
΄Ηταν το 2006 όταν βρέθηκα στη Βοστόνη, να κάνω Πάσχα με τους Έλληνες εκεί, ένα αλλιώτικο πανηγύρι που οργάνωνε η παροικία της Μασσαχουσέτης… Ανάμεσα στο τσάμικο και στον καλαματιανό, κάποιος κύριος μου συστήνεται… Με ρωτάει πώς έλεγαν το σινεμά της γειτονιάς μας… Με ξέρει από τα παιδικά μας… Ναι, είναι ο Περικλής… Ζει εκεί με την οικογένειά του, σπούδασε στο ΜΙΤ με υποτροφία…
“Θυμάσαι που με φωνάζατε ο “γιασεμάκης”, επειδή πούλαγα τα γιασεμιά;…” Πώς γίνεται να ξεχάσω ποτέ εκείνα τα χρόνια, που όταν τα σκέφτομαι ακόμα μυρίζω γιασεμί… Γιατί οι καιροί δεν ξαναγυρίζουν μόνο σαν εικόνα, αλλά και σαν άρωμα…
“Ναι, αλλά το μυστήριο των γιασεμιών δε λύθηκε ποτέ… Όσες φορές σε ρωτούσα ποιος αγόραζε τα ματσάκια, πάντα έλεγες μόνο εγγλέζες…” Και τότε ο Περικλής έσκασε στα γέλια και το εκφραστικό του πρόσωπο, πήρε μια λάμψη χρωματισμένη με ωχρή ομολογία… Ένιωσα ότι είχε φωτιστεί το μέσα του, καθώς μου έλεγε: “Δεν το κατάλαβες ποτέ ότι εγώ ήμουν που τα έβαζα κάθε μέρα στο κιβώτιό σας;… Για σένα… Αλλά δεν τολμούσα να σου γράψω δυο λόγια… Άλλες εποχές εκείνες… Δειλές… Νιώθαμε ντροπή και είμασταν συνεσταλμένοι…”
Τόλμησα να τον ρωτήσω γιατί άφηνε να χάνει ένα ολόκληρο σελίνι κάθε μέρα χωρίς λόγο… “ Έτσι είμαι εγώ… Αφήνω πράγματα ανολοκλήρωτα και ξεγελώ αυτό που όλα μου τα κύτταρα επιθυμούν… Κι όταν πια δεν υπάρχει καμιά σπίθα ελπίδας, σαν να απελευθερώνομαι από μια δέσμευση, τότε μπορώ να σταθώ κατάντικρυ και να το δω φάτσα…”
Συμφώνησα μαζί του ότι τότε είμασταν γεμάτοι ηθικές αναστολές και απερίγραπτους φόβους, ότι δεν τολμούσαμε να εκφράσουμε τα αισθήματά μας, αλλά κυρίως συμφώνησα ότι οι εποχές άλλαξαν… Δεν μυρίζουν πια γιασεμί…