‘ Η έννοια ένός ξεχωριστού χαρακτηριστικού διανοητικής έξυπνάδας καθώς και σωματικής ζωντάνιας ύποβάλλεται στήν παρατήρηση άπό τότε πού γεννήθηκε ή έπιστήμη. Ποιός δένέχει παρατηρήσει τήν έξαιρετική έλξη, τό έξαιρετικό κύρος, τήν εξαιρετική συμπάθεια, πού εμπνέουν ορισμένοι συμμαθητές κι όρισμένοι καθηγητές, εκτός άπό τά πιό ξεκαθαρισμένα προσόντα και προτερήματά τους; Στην ένήλικη ζωή, κατά τή διάρκεια της επαγγελματικής μας σταδιοδρομίας, στήν κοινωνική και στήν ιδιωτική ζωή, οί έκδηλώσεις αύτοϋ τοϋ προτερήματος μπορούν νά “ναι τόοο άνάγλυφες ώστε νά τραβούν τήν προσοχή όλων. “Ετσι είναι πού παρατηρώντας άτομα έξαιρετικά προικισμένα μ’ έλξη, μέ κύρος και, έκτός άπ’ όλα τ’ άλλα, συμπαθητικά άτομα σ’ ένα ύπέρτατο βαθμό, κάποιος ειδικός σκέφτηκε παλιότερα νά υιοθετήσει τήν έκφραση «Προσωπικός Μαγνητισμός». Βέβαια ή έκφραση αύτή δέ μοιάζει και πολύ πετυχημένη. Ό άνθρωπος πού τήν επινόησε ήταν καθώς είπαμε ειδικός στά ψυχικά θέματα κι έλάχιστα ενδιαφερόταν για τή φιλολογία.’ Ο όρος όμως καθιερωμένος παραδοσιακά, άπό τή χρήση του, υπάρχει έδώ και πάνω άπό έναν αιώνα τώρα. Ή γένεσή του έξηγεΐται, άπό τότε πού άναλογικά ό Μεσμέρ (1734-1815) καθιέρωσε έπιστημονικά τά φαινόμενα τοϋ φυσικού μαγνητισμού, και τοϋ ζωικού μαγνητισμού, θεωρώντας τα σάν θεραπευτικό παράγοντα, ό όρος «προσωπικός μαγνητισμός» βρήκε τήν έφαρμογή του στήν έπι- στήμη. Οί ιδιότητες τοϋ πετρώματος τοϋ μαγνήτη, γνωστές στήν Ανατολή έδώ κι αιώνες, έπανακαλύφθηκαν άπ’ τούς “Ελληνες, στή σύγχρονη
έποχή στήν πόλη της Μικρός Ασίας, Μαγνησία. “Ετσι έπινοήθηκε και καθιερώθηκε ή λέξη «μαγνητισμός». Από τό 16ο Αιώνα, ό μαγνήτης έφαρμόστηκε μ’ έπιτυχία στή θεραπεία των άσθενειών και ή άποδοχή άπό τούς φυσικούς της λέξης «μαγνητισμός» βρήκε μιά νέα έπέκταση σέ μιά νέα σειρά φαινομένων. Αργότερα, μέ τούς μαθητές και συνεχιστές τοϋ έργου τοϋ Μεσμέρ, ό μαγνητισμός διαδόθηκε: ή γενική άλληλε- πίδραση όλων τών έμψυχων σωμάτων, είναι μιά άντίληψη σύμφωνα μέ τήν όποια αύτά τά τελευταία έπιδροϋν τό ένα πάνω στ’ άλλο σύμφωνα μέ νόμους πού, λίγο ως πολύ μοιάζουν μ αύτούς πού ισχύουν γιά τό μαγνητισμό τών μετάλλων. Από τόν ορυκτό μαγνητισμό – αύτόν τών φυσικών – περάσαμε έτσι στό ζωικό μαγνητισμό, ή στή βιολογική άκτινοβολία, πού ή προβολή της έπέτρεπε στό γεροδεμένο κι ύγιή πειραματιστή, νά πραγματοποιήσει, πάνω σ’ έναν πού βρίσκεται σέ μιά κατάσταση σωματικής εξαθλίωσης, μιά αληθινή ζωική μετάγγιση.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πώς, στή συνέχεια, ό όρος αυτός πού γιά πρώτη φορά επινοήθηκε άπό τούς πρώτους ερευνητές σάν χαρακτηριστική έκφραση της επιρροής, δχι πιά φυσικής ή φυσιολογικής, άλλά ψυχολογικής ή ψυχικής, πράγμα πού αποτελεί και τό αντικείμενο μελέτης αύτοϋ τοϋ βιβλίου.