Κάποτε ένας άνθρωπος έβαλε στο λεξιλόγιο μου τη χαρμολύπη, μια λέξη που δεν είχα ακούσει έως τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια και η ανάλυση της έτυχε να παραλληλιστεί με ένα γεγονός που μου ξύπνησε, μια και καλή, αυτό το μείγμα συναισθημάτων.
Ατενίζοντας τον ωροδείκτη στην άκρη της αίθουσας να χτυπάει σαν εκκρεμές, υπνωτίζοντας με, δεν κατάλαβα το βουητό, που αντήχησε εντός της τάξης, όταν ο καθηγητής διάβασε ένα όνομα λίγο διαφορετικό από τα άλλα.
Γύρισα και είδα βλέμματα να με περιτριγυρίζουν καθώς η γαλαρία πλέον είχε ρουφήξει τη προσοχή όλων. «Μανάι; Είναι εδώ ο Μανάι;» ακούστηκε μια φωνή ανάμεσα σε τόσα μάτια. «Παρών…» είπε το αγόρι που καθόταν μπροστά μου.
Μερόνυχτα παίζαμε εκείνον τον Αύγουστο και ποτέ κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Μάνος δεν ήταν από τη παραπάνω γειτονιά, άλλα μια γείτονα χώρα.
Το στομάχι μου έσφιξε, τα χέρια μου ίδρωσαν και χασκογέλασα, προσπαθώντας να μην δακρύσω. Οι συμμαθητές αντέδρασαν με γέλια, βλέποντας ένα Αλβανικό όνομα γραμμένο, έκτος από το απουσιολόγιο, πάνω στο πρόσωπο του φίλου μου.
Η ιστορία δύο δεκαετίες πίσω είναι λίγο, πολύ γνώστη σε όλους μας. Γέννησε αντιθέσεις, υποθέσεις, διαθέσεις αλλά πάνω από όλα χιλιάδες θέσεις που γέμισαν άνθρωποι, ψυχές όχι νούμερα, στα σχολεία, στο σούπερ μάρκετ, στην οικοδομή, στα τραίνα, στις πλατείες, στις παρέες, στα γήπεδα, στη ζωή μας.
Κάποιοι μπήκαν σαν φίλοι και κράτησαν χαρακτήρα και άλλοι με το πέρας του χρόνου, έγιναν εχθροί. Πολλοί βεβαίως ήταν εγκληματίες και το έδειξαν με την πρώτη ευκαιρία, ότι εδώ θα είναι το λημέρι τους, πλέον.
Εμείς αντί να χωρίσουμε την ήρα από το στάρι, όπως στο σχολειό, αναλωθήκαμε σε φωνές και χαχανητά. Όσοι το έχουν ζήσει ξέρουν ότι δεν είναι εύκολο να είσαι μετανάστης, πόσο μάλλον λαθρομετανάστης.
Την εβδομάδα που μας πέρασε, η εκπομπή «Πρωταγωνιστές» στο Mega είχε αφιέρωμα στα παιδιά από την Αλβανία, που γεννήθηκαν εδώ, αλλά οι γονείς τους αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στα Τίρανα, για ένα καλύτερο σήμερα, μα εκείνα τα έβλεπες να σκέφτονται μόνο το χτες και το αύριο.
Ηλικίες τρυφερές βούρκωναν με λέξεις όπως: φίλοι, θάλασσα, ξεγνοιασιά και φούσκωνε η οθόνη και βάραινε η ανάσα μας, γιατί πονάμε όλοι και εκείνοι και εσύ. Πονάς για την πατρίδα που χάνεις και ας πας σε μιαν άλλη.
Αυτά τα χώματα όσοι τα πάτησαν τα αγάπησαν, φαντάσου να γεννηθείς σε αυτά. Γι’αυτό δεν πρέπει να δείχνουμε με το δάκτυλο όποιον άσπρο – μαύρο – κίτρινο θέλει εδώ να συνεχίζει να ερωτεύεται και να ονειρεύεται .
Για αυτή την Τιμή, που νιώθεις όταν βλέπεις τη γαλανόλευκη να κυματίζει, χύθηκε αίμα. Αίμα πηχτό και το θυμικό μου είναι οργισμένο.
Ψάχνουμε λόγους, σε μένα αόρατους, να εξηγήσουμε σε οικογένειες που κλαίνε το γιατί και όλοι βάζουμε ίσια, στραβά, λοξά, ανάποδα, σειρές γραμμάτων, συλλαβών, λέξεων, φράσεων και τις κάνουμε προτάσεις.
Να αναφερθείς όμως σε τι; Ρατσισμό, φασισμό, τρομοκρατία ή στην αριστερά και τη δεξιά; Μάθαμε εύκολα να ονοματίζουμε και να στιγματίζουμε, αλλά ποτέ να διαχωρίζουμε τι είναι αληθινό.
Τέτοιες ώρες είναι καλύτερα να μιλάει το πρόσωπο μας για ό,τι συμβαίνει γύρω μας και να χαθούμε στη Σιωπή.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στην προσφιλή μου συνήθεια, να προτείνω ταινία, σχετική και αυτήν την εβδομάδα. Προτείνω τις «Νύφες, 2004» του Παντελή Βούλγαρη. Την έχετε ξαναδεί, οι περισσότεροι, αλλά πάντα υπάρχει χρόνος για μια δεύτερη προβολή, ιδιαίτερα γιατί, όταν βλέπεις κάτι τόσο επίκαιρο, μερικές φορές ξαφνιάζεσαι ευχάριστα και παρατηρείς κάτι που σε άλλη εποχή, ίσως δε σου έκανε εντύπωση.
Ένα έργο που μιλάει για Έλληνες και ταξίδια, δίχως τη θέληση τους, από την ανατολή έως τη δύση για να αλλάξουν το ριζικό της οικογένειας, που μένει πίσω… Ίσως και το δικό τους.
Απολαύστε το σπάνιας μουσικής ομορφιάς σάουντρακ του Σταμάτη Σπανουδάκη και σκεφθείτε, αναλογιστείτε, προβληματιστείτε.
Τελικά, το οδοιπορικό της ζωής μας είναι αυτόφωτο, μακρύ, άγνωστο, σπαρμένο ελπίδα, αγάπη, μίσος, πάθος και ελληνική ψυχή.