Ακούγεται σαν αστείο όταν συνδέεις το συναίσθημα με την επένδυση. Ίσως, από την πλευρά του ρίσκου, να έχει ένα νόημα. Γιατί, όπως κάθε επένδυση, έτσι και οι ανθρώπινες σχέσεις, έχουν αρκετό.
Δεν είχα σκοπό να γράψω για τις σχέσεις. Είχα δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου να σχολιάζω ότι μου ερεθίζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα και αφορά τον κοινωνικό ιστό που με περιτριγυρίζει. Ώσπου ένα από εκείνα τα χειμωνιάτικα απογεύματα που τελειώνω από το γραφείο, διαλέγω ένα από τα πολυάριθμα καφέ της περιοχής, απολαμβάνω τον τελευταίο espresso της ημέρας, παρέα με τα στριφτά μου, χαζεύω τον κόσμο και γράφω, έπεσα πάνω σου. Για την ακρίβεια, πάνω στο αυτοκίνητό σου. Όχι κυριολεκτικά.
Ψάχνοντας να παρκάρω, προσπέρασα ένα γνώριμο αριθμό κυκλοφορίας. Μη σου κάνει εντύπωση. Ήξερες για την εξαιρετική μου μνήμη. Μέσα στους τρεις μήνες που έκανες ένα guest στη ζωή μου, πρόλαβα και συγκράτησα ένα σωρό λεπτομέρειες που άλλος θα χρειαζόταν εβδομάδες, ίσως και μήνες για να τις απομνημονεύσει. Εδώ που τα λέμε, μπορεί και ποτέ να μην έμπαινε στον κόπο. Έλα όμως, που αυτή ήταν η βασική διαφορά με την περίπτωσή σου· δε χρειάστηκε να κοπιάσω για να θυμηθώ. Ένα – ένα τα στοιχεία που έχουν να κάνουν με σένα, ήρθαν κι έκατσαν σαν φυσική διαδικασία μέσα στο μυαλό μου. Ότι σημαντικό ή ασήμαντο μπορεί να θεωρήσεις ότι έχει να κάνει με σένα: από τη μυρωδιά των φρεσκολουσμένων μαλλιών σου και το δαχτυλίδι – κοτρώνα που λάτρευες, μέχρι τη νότα που ήθελες να μαρκάρεις στο χέρι σου και το γλειφιτζούρι με το αστείο λογότυπο που γούσταρες να σταμπάρεις στο επόμενο t–shirt σου. Ίσως γι’ αυτό και ήταν τόσο δύσκολο να πάψω να τα σκέφτομαι.
Στο θέμα μας λοιπόν…
Παρκάρω μερικές θέσεις πιο πέρα, όχι σκόπιμα, αλλά επειδή εκεί βρήκα διαθέσιμο χώρο. Επέλεξα ένα από τα αγαπημένα μου καφέ – πολυχώρο κι έκατσα πρώτο τραπέζι – βιτρίνα. Για να μπορώ να έχω οπτική επαφή, δε στο κρύβω. Κατά βάθος, ήλπιζα ότι το παιχνίδι μας παίζεται ακόμα. Σκεφτόμουνα ότι θα έβλεπες το αμάξι· δεν είναι δύσκολο να το ξεχωρίσεις, όπως έλεγες κι εσύ. Ότι θα με έφερνες στο μυαλό σου στιγμιαία, ότι θα έμπαινες στο αμάξι να φύγεις για το σπίτι σου και λίγο πριν στρίψεις δεξιά για να βγεις στον κεντρικό, θα με έβλεπες να κάθομαι μόνος μου, με τα χαρτιά μου να μουτζουρώνονται ακαθόριστα και θα κόλλαγες. Επειδή θα το θεωρούσες καρμικό. Γι’ άλλη μια φορά. Όπως το καλοκαίρι, που άλλαξα το εισιτήριό μου για να φύγω ένα βράδυ αργότερα, με αποτέλεσμα να σε γνωρίσω εκείνο το επιπλέον βράδυ. Κι έπειτα, θα πάρκαρες το αμάξι σου ξανά, θα ερχόσουνα προς το μέρος μου, θα καθόσουνα και θα βρίσκαμε μια άκρη. Θα καλύπταμε το χαμένο χρόνο, όπως καλύψαμε τριάντα χρόνια μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Piece of cake που λες κι εσύ…
18:00 ακριβώς και το σκηνικό είναι πιο ζωντανό από ποτέ στο μυαλό μου. Κάπου τώρα θα ξεπροβάλλεις από το σταθμό και θα περπατήσεις μέχρι το σημείο που έχεις παρκάρει. Παρατηρώ ακόμη ένα κύμα κόσμου, πολυάριθμα κεφάλια να ξεπροβάλλουν από τις κυλιόμενες, μα εγώ ψάχνω για ένα χαρακτηριστικό κότσο. Περιμένω να σε δω ανάμεσα στο πλήθος. Σε βλέπω. Μέσα στο μαύρο σου μπουφάν, το κόκκινο μαλλί σου κάνει εκείνη την αντίθεση που λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Τότε, κόντρα στο ανοιχτόχρωμο, αμάνικο μπλουζάκι σου και την ηλιοκαμένη επιδερμίδα σου, τώρα κόντρα στο βαρύ ρούχο που τύλιγε το σώμα σου.
18:04 και κάνω διάλειμμα από την ακατάσχετη γραφή που με έχει πιάσει για να στρίψω ένα τσιγάρο. Τα χέρια μου τρέμουν, αλλά προσπαθώ να μη το δείξω. Όχι ότι θα το καταλάβεις, αλλά γιατί γύρω μου δίνω την εντύπωση ότι πάσχω από Parkinson στο άνθος της ηλικίας μου. Στρίβω τσιγάρο κι έχω το κεφάλι μου στραμμένο αλλού, την ίδια ώρα που το βλέμμα μου ακροβατεί με το εξόφθαλμο, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τον όγκο του αυτοκινήτου σου. Άναψες τα φώτα. Ξεπαρκάρεις. Ξαφνικά, σταματάς. Κάτι με πιάνει, όπως τότε που σε πρωτοφίλησα. Όπως τότε που μου έκανες μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που σε «φυλάκισα» μονομιάς μέσα μου.
Μπα… Stop είχες. Ικανό για να σε κάνει να ελέγξεις τη διασταύρωση, ν’ ανάψεις φλας και να με προσπεράσεις. Ανίκανο να σε κάνει να σκεφτείς. Πατάς γκάζι και χάνεσαι.
Για πάντα;
Για σήμερα, τουλάχιστον.
Πάλι.