Η γιαγιά η Αγγελική ήταν φοβερή γυναίκα. Η γιαγιά του ενός είναι το κούγκαρ του άλλου βέβαια. Έκρυψε τον παππού σε ένα υπόγειο μοναστηριού. Τον τάιζε ένας μοναχός για να μην το ξέρει άλλος που είναι. Μοναχός. Ο παππούς αρρώστησε μετά άσχημα στα πνευμόνια και ήταν ετοιμοθάνατος. Ένας άγιος άνθρωπος που περνούσε από εκεί τον ευλόγησε, προσευχήθηκε μαζί του τρία μερόνυχτα και σώθηκε. Η γιαγιά Αγγελική πήγε και τον βρήκε:
“Δεν έπρεπε πάτερ.”
-Τέκνον μου εγώ κάνω ότι μπορώ.
“Δεν κατάλαβες πάτερ” ξαναείπε με νόημα η Αγγελική. “Εννοώ δεν έπρεπε…”
Γενικά ήταν έντονη προσωπικότητα. Είχε και κάτι μεγάλα μάτια. Μια φορά της λέω “μα, τι μεγάλα μάτια που έχεις γιαγιά!” έτσι για πλάκα σαν το παραμύθι. Με κοιτάει κάπως ένοχα και βγάζει από το συρτάρι κάτι χαπάκια μωβ. “Θες κι εσύ μεγάλα μάτια;” Μετά μου προσέφερε γεμιστά Παπαδοπούλου. Σαν αυτόματος πωλητής ήταν ένα πράγμα αυτή η γιαγιά: όλο μπαγιάτικα μπισκότα και ψιλά με γέμιζε.
Δύσκολη η συννενόηση μαζί της, είχε δική της ατζέντα. Πως να πεις “δεν μπορώ να φάω άλλο;” στα γιαγέζικα; Μετά το φαγητό, έπαιζα με το κινητό, της έδειξα το Facebook. “Και τι να το κάνω αυτό;” με ρωτάει με ύφος. “Μπορείς να βρεις όλες τις παλιές σου φίλες!” της απαντώ. “Μα, τις βρίσκω όλες στην εφημερίδα.” Βλέπω την εφημερίδα ανοιχτή στη σελίδα με τις κηδείες. “Μήπως σου βάλω τότε Skype να βλέπεις τα εγγόνια σου;” Για κάνα μισάωρο της εξηγώ το Skype. Στο τέλος με κοιτάει στα ίσα, χαμογελάει και ρωτάει “δηλαδή χρειάζομαι υπολογιστή για αυτό;”
Όλο καλαμπούρια ήταν. Της λέω μια φορά “επιτέλους βρε γιαγιά Αγγελική, μπορείς να φερθείς έτσι όπως θα έπρεπε μια γυναίκα της ηλικίας σου;” Ε, να και μια φορά που με άκουσε. Και πέθανε. Να πω όμως και το θετικό της υπόθεσης, ήταν το πιο γρήγορο κατέβασμα σκαλιών για άνθρωπο της ηλικίας της που έχω δει ποτέ μου.
Ο αδελφός μου λέει ότι παραέχω καυστικό χιούμορ. Τέτοιο χιούμορ αν παντρευόταν την κόρη του νομίζω ότι δεν θα το ενέκρινε καθόλου η γιαγιά η Αγγελική.