Ποτέ δεν τον εμπιστευόμουν. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, άλλα ζητούσα, άλλα έφερνε. Και καλά, πες το Boing 747 που ήθελα όταν ήμουν τριών χρονών για να πηγαίνω ταξίδια δεν μπορούσε να το φέρει, δικαιολογείται κάπως. Αλλά το κοάλα δεν είχε λόγο να μην το φέρει την επόμενη χρονιά. Του έγραψα ξεκάθαρα ότι έχουμε και έναν ευκάλυπτο δίπλα στο σχολείο για να του βρίσκω να τρώει. Από τεσσάρων χρονών λοιπόν το έβαλα σκοπό να τον σκοτώσω τον ψευτοΆγιο.
Την πρώτη χρονιά απλά έμεινα ξύπνιος με ένα κουζινομάχαιρο κάτω από το μαξιλάρι. Όσο μπορούσα. Όταν με ξύπνησαν οι γονείς μου πετάχτηκα και κόπηκα άσχημα. Ειρωνεία. Εγώ στο Παίδων και το δώρο από τον μουσάτο ήταν ένα γελοίο τρενάκι. Την επόμενη χρονιά του έστησα παγίδες. Όλο το σαλόνι, από το τζάκι ως το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν γεμάτο αυτοσχέδιες παγίδες. Σαν την ταινία “Μόνος στο σπίτι” μόνο που εμένα δεν με παράτησαν οι γονείς μου. Ίσα ίσα που ο μπαμπάς μου πάτησε μια από τις πινέζες που είχε κρύψει και μετά τον έριξε κάτω το δίχτυ που πετάχτηκε στα πόδια του, γκρέμισε το δέντρο, έπεσε στο τζάκι και κάναμε Χριστούγεννα στο ΚΑΤ τελικά. Ξετύλιξα το δώρο μου, ένα τηλεκατευθυνόμενο πυροσβεστικό, ενώ ακόμα στον κήπο στο αληθινό πυροσβεστικό μάζευαν την μάνικα και το σαλόνι μας κάπνιζε ελαφρά.
Οι γονείς μου κάτι υποψιάστηκαν νομίζω εκείνη την χρονιά αλλά δεν είπαν τίποτα. Οπότε στα επόμενα Χριστούγεννα ήμουν πολύ πιο διακριτικός. Πήρα ποντικοφάρμακο από την αποθήκη, το έλιωσα σε σκόνη και το έριξα στα μπισκότα που είχαν αφήσει για τον χοντροΒασίλη το βράδυ. Έβαλα και στο ποτήρι γάλα αλλά νομίζω πήγε όλο στον πάτο, δεν τολμούσα να το ανακατέψω μην και γινόταν μπλε και με καταλάβαιναν. Σηκώθηκα το πρωί με την απορία πως θα μου ξέφευγε και φέτος ο καταραμένος αλλά απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο σπίτι.
Καθώς πλησίαζα το σαλόνι κατάλαβα ότι τα είχα καταφέρει. Ένιωθα την παρουσία. Δεν ήταν άδειο αλλά δεν κουνιόταν και τίποτα. Με την άκρη του ματιού μου είδα την μπότα του, δερμάτινη με προβιά ήταν όπως θα περίμενε κανείς. Μπρούμυτα. Θρίαμβος!
Τα χρόνια μου στο σωφρονιστήριο περνάνε σχετικά γρήγορα. Δεν ήταν ο Άγιος Βασίλης στο πάτωμα του σαλονιού βέβαια αλλά η μητέρα μου. Φορούσε τις μπότες Ugg για παντόφλες λόγω κρύου. Δίπλα της ο πατέρας μου, κι αυτός με μια απαίσια γκριμάτσα πόνου που δεν κατάφεραν ούτε οι άνθρωποι από το γραφείο τελετών να φτιάξουν οπότε το κλείσαμε το φέρετρο. Θα μπορούσα να την είχα γλιτώσει αλλά στο ποτήρι με το γάλα πράγματι είχε κάτσει κάτω όλο το ποντικοφάρμακο. Και το κουτάλι το είχα αφήσει εκεί με όλα μου τα δαχτυλικά αποτυπώματα φάτσα κάρτα.
Δεν είναι τόσο άσχημα η ορφανιά. Μόνο μια φορά τον χρόνο που έρχονταν όλοι οι καλοθελητές ντυμένοι Αη Βασίληδες να μας δώσουν δώρα, εγώ ζητάω να με κλειδώνουν στην απομόνωση.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης γράφει γενικά στην κατηγορία “Φιλοσοφικά” σε αυτό το blog αλλά πιο σωστό το tag “σουρεάλ” νομίζω.