Είχα καλή παιδική ηλικία. Δηλαδή πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να δέρνει τη μάνα μου όταν κόντευα τρίτη δημοτικού. Μεγάλο παιδί, δεν το λες και τραυματική εμπειρία. Ήξερα από πολύ πιο μικρός ότι έτσι κάνουν οι μεγάλοι. Βογκάνε. Αν βογκάνε με κλειστή την πόρτα βγαίνουν με χαμόγελα μετά και πάνε για ντους. Αν βογκάνε με μισάνοιχτη την πόρτα καλύτερα μην μπεις να δεις.
Αλλά την πρώτη φορά την πάτησα, δεν ήξερα. Είδα το χέρι της να κρέμεται από το κρεβάτι ματωμένο, σκέφτηκα να βοηθήσω, ότι έπεσε κάπου, μπήκα στο δωμάτιο πριν το σκεφτώ μάλλον. Εκείνος ακόμα κρατούσε τη ζώνη του στο χέρι, μάλλον σκεφτόταν αν έπρεπε να της ρίξει κι άλλη μια, έψαχνε στην πλάτη της σημείο που να μην ήταν ήδη κόκκινο. Ένα μικρό κενό χώρο είχε, εκεί που πρόλαβε να βάλει το χέρι μάλλον.
Το άλλο πρωί ετοιμαζόταν για δουλειά. Ήρθε στην κουζίνα με το παντελόνι να του πέφτει. Δεν είπε τίποτα. Ήξερε ότι την είχα πάρει. Με κοίταξε στα μάτια και συνεννοηθήκαμε. Βγήκε για δουλειά και δεν γύρισε ποτέ. Άλλοι πατεράδες θα έδερναν και το παιδί που τους πέταξε την ζώνη στα σκουπίδια. Άλλοι αγοράζουν καινούργια ζώνη που πονάει περισσότερο.
Ακόμα θυμάμαι το σχήμα από τις γραμμές στο κορμί της, ακόμα μερικά βράδια αναρωτιέμαι αν χωρούσε άλλη μια. Καμιά φορά αφηρημένος στην παραλία κάνω γραμμές σαν εκείνες και περιμένω να έρθει το κύμα να τις σβήσει.
Είχα καλή παιδική ηλικία.
Ήταν χασάπης το επάγγελμα. Και ζούσαμε όλοι την δουλειά του πιο πολύ από ότι άλλες οικογένειες γιατί μέναμε ακριβώς από κάτω από το μαγαζί. Ξέραμε από τους ήχους πότε έκοβε παϊδάκια, πότε μπριζόλες, κάθε δουλειά είχε τον ρυθμό και την έντασή της. Μια μέρα μόλις μπήκε σπίτι το βράδυ η μάνα μου τον άρχισε στα βρισίδια μάλιστα. Ανάμεσα σε δυο κιλά κιμά και κάτι κοτόπουλα που έπρεπε να καθαρίσει, ισχυριζόταν ότι δεν άκουσε την πόρτα να ανοιγοκλείνει για είκοσι λεπτά.
“Άρα με κεράτωνες!” η μάνα μου του το έσκασε αμέσως. Με τα χέρια στη μέση, σαν καουμπόισσα. Προφανώς δεν θα το παραδεχόταν ποτέ ο πατέρας μου. Αλλά εξίσου προφανώς είχε βρώμικη την φωλιά του. Φαινόταν στο βλέμμα του, στο σώμα του καθώς μαζευόταν ενοχικά, ανεξάρτητα από τις δυνατές ενστάσεις που έβγαιναν από το στόμα του.
Θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Τρόπος επιβίωσης μάλλον. Αρπάζω κάθε ανθρώπινη στιγμή σαν κομμάτι από παζλ που δεν ξέρω αν θα κληθώ να φτιάξω κάποτε. Το όλο στήσιμο έμοιαζε με το μεσημέρι μετά τις εκλογές. Πήγανε μαζί σα να ήταν πολύ σημαντικό αυτό που έκαναν και μόλις γύρισαν αυτός ζήτησε επιβεβαίωση ότι ψήφισε αυτό που της είχε πει να ψηφίσει. Τον καθησύχασε αλλά όταν αυτός πήγε τουαλέτα με έπιασε από κοντά, ψιθυριστά:
“Να ξέρεις Αλέκο στην κάλπη και στη χέστρα μόνο είσαι λεύτερος.”
Όταν έπαθε τον καρκίνο η μάνα μου κατάλαβα το λάθος που είχα κάνει διώχνοντας τόσο απόλυτα τον πατέρα μου από κοντά μου. Με αυτή τη διαρρύθμιση δεν μπορούσα να αποφασίσω αν έφταιγε αυτός ή εγώ. Να συνεργαζόμασταν κάπως να τα μοιράζαμε ρε παιδάκι μου. Μπήκα εφηβεία και μας είπε ο παππάς για τις αμαρτίες, βρήκα κι εγώ κάνα δυο αμαρτίες που μου άρεσαν πολύ και χειροτέρεψε όλο γιατί ήμουν σίγουρος ότι κάθε φορά που αμάρταινα πάθαινε κάτι η μάνα μου. Στατιστικά μιλώντας, τώρα που καταλαβαίνω στατιστικά, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο γιατί κάθε μέρα αμαρτούσα εγώ και κάθε μέρα υπέφερε η μάνα μου στο νοσοκομείο όταν προσπαθούσε να μου μιλήσει. Λογικό να τα συνδυάσω λοιπόν.
Γυρνούσα στο υπόγειο, ξετύλιγα την παλιά ζώνη του πατέρα μου και μετά τις αμαρτίες την ξανάβαζα στην κρυψώνα μου. Το χασάπικο είχε γίνει πια κομμωτήριο αλλά στο κεφάλι μου πολλές φορές οι ρόδες από τις καρέκλες τους μου θύμιζαν κουφάρια ζώων όπως τα έσερνε ο πατέρας μου πριν τα περιλάβει. Σα φοβισμένο ποντίκι καθόμουν τελείως ακίνητος, η καρδιά να χτυπάει γρήγορα έτοιμη να σπάσει και προσπαθούσα να ρουφήξω όλους τους ήχους, τις απειλές, όλα όσα γίνονταν. Για να είμαι έτοιμος. Μην γυρίσω με ξετυλιγμένη τη ζώνη καμιά μέρα κι εγώ, κάθε φορά που κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη με ελέγχω. Έχω τα μάτια του πατέρα μου, ολόιδια είναι γαμώτο, φοβάμαι μια μέρα θα τα δω να με κοιτάνε όπως κοιτούσαν αυτήν όταν κρατούσε το ζωνάρι.
Αλλά έχω και μια παιδική ανάμνηση, πολύ μικρός, από τις πρώτες, να είμαι στο καρότσι μετά τα ψώνια και μπαίνουμε με τη μάνα μου στο χασάπικο. Δεν είναι να εμπιστεύεσαι τέτοιες θύμισες, δεν είναι μικροσκόπιο το μυαλό όταν κοιτάει πίσω, καλειδοσκόπιο είναι. Έχει πελάτες, πολύ δουλειά, στα ντουζένια του το μαγαζί, και της φωνάζει από πίσω από το ταμείο που ήταν “κάνε μου αγάπη μου μια μεγάλη αγκαλιά με τις ματάρες σου!” Κι η μάνα μου από την είσοδο κάνει σαν να σφίγγεται, χαμογελάει πλατιά και σουφρώνει τα μάτια της κάπως. Ο πατέρας μου κάνει κάτι παρόμοιο, μετά από λίγο σταματάνε κι οι δυο σα συντονισμένοι και γελάνε. Μια μαγική τηλεαγκαλιά, δικιά τους εφεύρεση πιθανώς ή πιο παλιά από τον Αδάμ και την Εύα ίσως.
Με μεγάλωναν δυο παιδιά που πίστευαν σε μάγια.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν έχει (ευτυχώς) ιδέα τι θα πει κακοποίηση. Αλλά ξορκίζει τέτοιες σκέψεις προσπαθώντας να καταλάβει όσους τα έχουν ζήσει γράφοντας.