Αγλωσσία με greeklish, αφασία, διαλεξία και τελικώς δυσαρμονία, είναι τα εμφανή συμπτώματα μιας καχεξίας που μαστίζει τα παντοία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Και η αγλωσσία διαιωνίζεται, γιατί το πρόβλημα ολίγιστοι το λαμβάνουν υπόψη. Οι άλλοι, οι πολλοί αρκούνται στη σύγχυση που εκφράζεται δια του “κατά προσέγγιση” και που δημιουργεί την ανάγκη μιας ψευδούς σιγουριάς, η οποία εκφέρεται με το αντισταθμιστικό εκείνο “δε βαριέσαι” ή “νά’σαι καλά”, που ακολουθεί στα χείλη τους, κάθε σχεδόν έννοια, κάθε κρίση, κάθε αντίδραση.
Στη δυστοκία που ο ελληνικός πνευματικός κόσμος φωνασκώντας δοκιμάζει το επίπεδο του γλωσσικού οργάνου με το οποίο αρέσκεται να εκφράζεται, έχει προστεθεί από μακρού το σύνδρομο της ατελούς και βεβιασμένης επωάσεως, οφειλομένης στην αυθαιρεσία των μελών της κοινωνίας μας. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά συγγενώς πάσχον. Δεν αληθεύει πως τη γλώσσα τη διαμορφώνουν οι λογοτέχνες και οι ποιητές. Αυτών η προσφορά συνίσταται στο να τη σμιλεύσουν, να τη λειαίνουν. Ο ποιητής Ρακίνας υπήρξε λαμπρός ελληνιστής, Πόσοι, αλήθεια, νεοέλληνες λογοτέχνες είναι σε θέση να καυχηθούν για την ελληνομάθειά τους, για τον σωστό και μεθοδικό τους οντολογικό και κοινωνικό προβληματισμό, τον οποίο τα έργα τους υποτίθεται ότι δηλώνουν;
Ούτε από την λογοτεχνία, ούτε πολύ λιγότερο. από την τεχνολογία, θα ήταν δυνατόν να προέλθει η βελτίωση των ενδιαφερόντων μιας κοινωνίας, από κάθε σκοπιάς, ευαίσθητης, μονάχα στο επιδερμικό. Οταν η ελληνική κοινωνία θα αποκτήσει ευρύτερα διαδεδομένο και συνειδητοποιημένο σοφικό, τότε και μόνο υπάρχει δυνατότητα από ένα υψηλού επιπέδου καλλιεργημένο περιβάλλον, να εκπαιδεύσει τη διάνοια εκείνη που ώριμη, θα επιβάλει σ’ όλους τη σφραγίδα της μεγαλοφυίας της, δίχως παιχνίδια και ακκισμούς,με συναίσθηση της βαρύτητας της προσφοράς της.
Προς το παρόν ο τόπος έχει περιέλθει σε κατάσταση πολιτικής αβελτερίας. Κι ας περισσεύει η χαρισματικότητα σε πολλούς πολίτες, που θα μπορούσαν να πυκνώσουν τις τάξεις της πολιτικής, όλων των παρατάξεων. Αυτό που για τον τόπο έχει σημασία δεν είναι η μετάφραση στην πράξη της χαρισματικότητας σε πονηρία, ούτε σε μεθόδευση καταβολής του αντιπάλου, όπως συνήθως γίνεται στον πολιτικό στίβο. Για το λαό, όσο η πολιτική θύελλα θα εξαπολύεται από τις κορυφές για να ξεριζώνει την κοινωνία, είναι μωρία να μιλάμε για χαρισματικότητα. Κι όσο τα “χαρίσματα” της ηγεσίας δουλεύουν για λογαριασμό της, είναι επίσης μωρία να τα επικαλείται ως προσόντα ή επιτεύγματα.
Η σκόπιμη όμως καταστροφή της γλώσσας, με την εισβολή και των greeklish, που οδήγησε στην πολυσημία των λέξεων, άνοιξε το δρόμο του πολιτικού βερμπαλισμού. Ετσι, νικάνε οι λέξεις τις έννοιες τους, νικιέται του λαού η νοημοσύνη, μας νικάει όλους η πραγματικότητα και νικημένη κατά κράτος η ζωή μας, κρατάει την πολυτέλεια να τραγουδάει “νίκες” πολλές, των μεν κατά των δε, και σε τελευταία ανάλυση, να βγαίνουμε όλοι νικητές, δηλαδή επί της ουσίας ηττημένοι!.. Αυτή στην πράξη είναι η πολιτική αβελτερία. Ανίκανοι οι πολλοί να κρίνουν λένε πως νικήσανε. Ανίκανοι οι λίγοι να λογοκριθούν, επιδίδονται σε μια αμετροέπεια και σε μια σύγχυση των λέξεων, που νικάει και το ύφος και το ήθος λαλούντων και αλάλων.
Κάποια χρονική στιγμή, κάτι δεν πάει καλά και στην εξουσία. Και φυσικά δεν ανατρέχει στις λέξεις που κατέστρεψε ή επέτρεψε να καταστραφούν, ούτε στη λογοθύελλα που σάρωσε τα έργα, ούτε στους νεολογισμούς που έπαψαν να σημαίνουν κάτι συγκεκριμένο. Παραπαίοντας η πολιτική σκέψη στο τίποτα, επιδίδεται σε αθροίσματα μωρίας. Ολοι οι Ελληνες πολιτικά έχουν αποδιοργανωθεί. Κι ας είναι κομματικά οργανωμένοι. Ο κάθε αστός, ο κάθε μικροαστός, στην πράξη ζωής, περνάει από τα καταστήματα που πουλάνε ψευδείς υποσχέσεις και προβάρει χρώματα και αρώματα. Επιδερμικά και περιστασιακά πρεσβεύουν τα αλλότρια και ζούνε το όποιοι επίπεδο της ζωής τους, αλλά τη βαφτίζουν διαφορετικά. Αυτό άλλωστε κάνει και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Αλλα λέει, άλλα κάνει, αλλιώς ζει, αλλιώς πολιτεύεται, άλλα πιστεύει, τίποτα δεν πιστεύει, αλλά προβάλλει “σύστημα προοπτικής”.
Στην Ελλάδα έπαψαν να “ευημερούν οι αριθμοί” λόγω της βαθειάς οικονομικής κρίσης. Αντικαστάθηκαν ωστόσο από την ευημερία των λέξεων. Η υπεσχημένη γαστριμαργία παλαοτέρων εποχών, έγινε λεξιμαργία. Η δε λεξιλαγνεία, έμεινε χωρίς αποδέκτες. Να το πούμε πολιτική ωριμότητα; Μάλλον στομαχική απογοήτευση. Και το πρόβλημα διογκώνεται από τη διαπιστωμένη λεξιπενία των νέων, αλλά και προγενέστερων γενεών. Από την προιούσα απίσχναση του γλωσσικού μας οργάνου. Από την απαξίωση δηλαδή στη μνήμη του νεαρού έθνους, αυτής της ιστορικής προνομίας του ελληνισμού.
Το γλωσσικό μας όργανο, που ευτύχησε να οριοθετήσει το φιλοσοφικό προβληματισμό και την επιστήμη, ασφαλώς προοδευτικά θα εκμετρήσει το ζην στο ατροφικό στόμα της νεοελληνικής απαιδευσιάς. Ο τραγικός λόγος που ιχνηλάτησε ποιητικά το ωκεάνειο βάθος του πεπρωμένου μας, θα κρεουργηθεί ποιοτικά από τους απροσδιόνυσους επιγόνους. Η στίλβουσα καλλιέργεια της ρητορείας, η γεωμετρική συμμετρία των φιλοσοφικών ορισμών και η μετάρσια εικονοπλασία της ποίησης, θα παφλάζουν ως διάλεξη περί χρωμάτων σε τυφλούς…Πως να ευδοκιμήσει ο εύκρατος ελληνικός λόγος στις χαμηλές θερμοκρασίες ενός απρόσωπου πολιτισμού; Ποιές ανάγκες να θεραπεύσει η εκζήτηση της εννοιολογικής ακρίβειας και της καλαίσθητης διατύπωσης;
Σ’ έναν κόσμο άκρατου ποσοτικισμού και χρησιμοθηρίας, σε μια φρενίτιδα υποκατάστασης των νοητικών λειτουργιών μας από την τεχνολογία, η γλώσσα αποτελεί αρνητικό μέγεθος. Και η διεστραμμένη αξιολογία ενός ματαιόσπουδου βίου, μεταγγίζεται εύκολα στα ανυπεράσπιστα παιδιά. Το κερδοσκοπικό “γίγνεσθαι” διαμορφώνει τη συνείδησή τους. Και η… έρημος ολοένα μεγαλώνει.
Με την όρθια διανόηση και την προσωποποιημένη πολιτική βλακεία και τη λεκτική ευήθεια, στα καφέ της Βουκουρεστίου και του Κολωνακίου, να ρίχνουν κροκοδείλια δάκρυα επί των ποταμών Βαβυλώνας για την δύσκολη κατάσταση της χώρας, πίνοντας το καπουτσίνο τους και “παίρνοντας μάτι” της επί τούτου εν πολλοίς διερχόμενες μινιφορούσες “μοντέλες” και απαίδευτες “τελεπερσόνες” ενός κουρελιασμένου life-style, που συνέβαλε σ’ έναν πολυμέριμνο και αμαθή και αβίωτο βίο. Καθαρή φρεναπάτη!